Ξεμακραίνει απίθανα η Κάσος, με τα πέντε χωριά να οπισθοχωρούν έως τη γραμμή των οριζόντων, λευκές γειτονιές που αιωρούνται πάνω από τον μπλάβο πόντο και κάτω από την γκριζογάλανη κορυφογραμμή. Στα πρώτα βήματα του πλοίου «Πρέβελης» έξω από το λιμάνι φαίνεται το σπίτι, τυλιγμένο στην παιδική αθωότητα, με το ένα θαλασσί παράθυρο του βοριά ανοιχτό. Σήμερα θα κλείσει κι αυτό, αφού η μαμά και ο μπαμπάς δεν μένουν πια εκεί, αφού έφυγαν για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Αλήθεια, τι είναι το ταξίδι χωρίς επιστροφή; Από την επώδυνη απομάκρυνση από τη ζωή έως την ανώδυνη, άσκοπη, περιπλάνηση. Νόστιμον ήμαρ, νόστος, νοσταλγία. Ο θείος Ομηρος χρωμάτιζε τις ημέρες και τις φόρτιζε με συναισθήματα. Η ημέρα της επιστροφής είναι γιορτή και έχει τη νόστιμη γεύση του καλομαγειρεμένου φαγητού. Νόστος και νόστιμος έχουν την ίδια ρίζα στα βάθη της ελληνικής γλώσσας που λαλεί ότι το γευστικό έχει τη γλύκα της επιστροφής. Και είναι συμφορά να σου στερήσει κάποιος ισχυρός το νόστιμον ήμαρ, την ημέρα της επιστροφής, όπως ο θεός Ηλιος από τους συντρόφους του Οδυσσέα. Πατρίδα είναι εκεί απ’ όπου ξεκινάς τα μικρά και τα μεγάλα ταξίδια σου.
Μα, χάνω το γοητευτικό ντόμινο των νήσων των Κασίων που αρχίζει να πέφτει καθώς το καράβι ταξιδεύει με τις εξασθενημένες ανάσες του μελτεμιού να χαϊδεύουν τη μάσκα του. Οι εικόνες αρχίζουν να πέφτουν η μία μέσα στην άλλη, μπροστά από το ρόδινο φόντο που δημιουργεί ο ήλιος καθώς αγγίζει τον ορίζοντα, νοητά, πέρα από την Κρήτη και τα Κύθηρα. Οι μοναχικοί Κουτσούμποι, της Καροφύλας το νησί, η αγαπημένη Μακρά, το Περιονήσι, τα Αρμάθια που ορθώνονται για να κρύψουν πίσω τους τα Πεντικονήσια και τη Λύτρα. Μέχρι να αρχίσει η άλλη διαδοχή των κασίων νήσων, πιο σποραδική, η Αστακία –ένα μακρινό βουνό που λες ότι δεν έχει ακουμπήσει πουθενά και χαμηλοπετά σαν θαλασσοκόρακας πάνω στη γραμμή του ορίζοντα μεταξύ Βορρά και Ανατολής. Και τα Δυο Βουνά (Υούνια τα λένε οι αυτόχθονες) που αναδύονται πέρα μακριά, διακόπτοντας τη μεγαλύτερη «έρημο» του Αιγαίου, μπροστά στην πλώρη του καραβιού. Ετσι όπως κολυμπούν τα Δυο Βουνά πάνω στη ρότα του, λες ότι θα περάσει ανάμεσά τους. Ομως θα περάσει από δίπλα τους, και όσο τα πλησιάζει, αυτά θα ενώνονται ώσπου να γίνουν ένα νησί και μετά να αρχίσουν πάλι να απομακρύνονται όσο το καράβι προχωρά προς την άδεια γραμμή του ορίζοντα. Αδεια; Ο ορίζοντας για τους θαλασσινούς δεν είναι ποτέ άδειος. Ολος ο κόσμος βρίσκεται πίσω του. Δεν τελειώνει εκεί, αλλά αρχίζει…
Και όσο τα Δυο Βουνά ορθώνουν και ξεχωρίζουν τα σώματά τους, τόσο στο απέναντι σημείο του ορίζοντα, στη μεριά μεταξύ Νότου και Δύσης, η Χαμηλή τεντώνει κατά μήκος το σώμα της πάνω στη γραμμή του ορίζοντα, καταλαμβάνοντας μια πολύ λεπτή φέτα ουρανού. Και στη μεριά της Ανατολής δυο μοναχικοί βράχοι, στόχοι στο πεδίο βολής του ήλιου, και ένα ακόμη νησί –το Αβγό ίσως; –είναι μια άσκηση επί χάρτου. Και θάλασσα παντού. Αυτές οι σποραδικές στεριές δεν διακόπτουν, αλλά τονίζουν την απεραντοσύνη του πελάγου. Αυτό είναι κομμάτι της μαγείας της θάλασσας. Να έρχεται αδιάκοπα στον δρόμο σου ίδια και απαράλλαχτη, με τον ίδιο ρυθμό, και εσύ να έχεις έντονη την αίσθηση ότι την ταξιδεύεις, ότι προχωράς, ότι αφήνεις πίσω σου διαφορετικά τοπία.
Τώρα δα ο ρυθμός της θάλασσας πέφτει καθώς ταξιδεύουμε προς τη δύση, ο ήλιος πάει να πλαγιάσει στη γραμμή του ορίζοντα και το μελτέμι ησυχάζει. Κι ο αφρός, αυτή η διαφορετική πινελιά στις κορφές των κυμάτων, σβήνει σιγά σιγά, καθώς στο στερέωμα ανάβουν ένας ένας οι αστερισμοί στον χάρτη του ουρανού. Κι όμως ταξιδεύουμε, που πάει να πει αφήνουμε πίσω μας εικόνες και μας διακατέχει η προσμονή ότι μπροστά μας περιμένουν και άλλες. Οπως ο Κάλαμος της Ανάφης, το μεγαλύτερο και ομορφότερο μονόπετρο του Αιγαίου, κι αυτό τέμενος του νόστιμου ήματος. Ο Απόλλωνας έδειξε με το πυρίκαυστο βέλος του στους θαλασσοδαρμένους Αργοναύτες αυτόν τον θεόρατο βράχο, το νησί που ανεφάνη από τα κύματα, για να βρουν λιμάνι να αράξουν και να μη χαθούν στη θάλασσα, στον δρόμο για την επιστροφή στην αφετηρία τους. Ο σάλος των κυμάτων φτάνει σαν ψίθυρος εδώ πάνω στο εκκλησάκι της Παναγίας Καλαμιώτισσας που κάθεται σαν ολόλευκος αιγαιόγλαρος την κορυφή του βράχου, επάνω στα ερείπια του Αναφαίου Απόλλωνα. Από εδώ το μάτι πηγαίνει πίσω, βαθιά, στην έρημο του Αιγαίου, ακολουθώντας το υγρό μονοπάτι που αφήνει πίσω του το καράβι, πέρα από το όριο του Καρπάθιου, αν έχει το πέλαγος όρια.
Ο ήλιος δύει πίσω από ένα ερημονήσι και η Ανάφη ανατέλλει πίσω από ένα άλλο. Και τα πρώτα φώτα της Χώρας πίσω από ένα άλλο. Σημεία ενός άλλου πολιτισμού, ύστερα από εκείνον της απεραντοσύνης της θάλασσας και της μοναξιάς των βραχονησίδων. Και μετά, προβάλλουν τα φώτα του λιμανιού. Την ώρα που δένουμε, χίλιες φλόγες ανάβουν κατά τη γειτονιά της Σαντορίνης, στη χάρη του κατοικημένου Αιγαίου. Πίσω στην έρημο έμεινε μοναχό το φεγγάρι και το μονάκριβο φως του ψαράδικου τρεχαντηριού που καλάριζε παραγάδια στο απάγκιο των Δυο Βουνών. Και πολύ πιο πίσω, κάπου έξι ώρες θαλάσσιου δρόμου, τα φώτα της Κάσου. Στα θαλασσινά ταξίδια δεν υπάρχουν μόνο όσα βλέπουμε. Ξαπλώνω στην κουκέτα μου και αρχίζω να διαβάζω «Το καλοκαίρι» του Αλμπέρ Καμύ: «Να οι έρημοι τόποι όπου η σκέψη θ’ αναζωογονηθεί, ενώ το δροσερό χέρι της νύχτας θα καθησυχάζει μια ταραγμένη καρδιά»…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ