Στο Μανχάταν θεωρείσαι σήμερα αποσυνάγωγος αν δεν έχεις ένα αντίτυπο του «Primates of Park Avenue: A Memoir» (Τα πρωτεύοντα θηλαστικά της Λεωφόρου Παρκ: Μια αυτοβιογραφία). Μιλώντας για έξι χρόνια με περισσότερες από 100 γυναίκες, η αμερικανίδα ερευνήτρια Γουένσντεϊ Μάρτιν εισέβαλε στους θυλάκους τρυφηλού βίου της Νέας Υόρκης, αποκαλύπτοντας privé στιγμές αλλά και ρωγμές από τον απροσπέλαστο κόσμο των προνομιούχων του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού (που το 2016 θα κατέχει πάνω από το 50% του παγκόσμιου πλούτου, σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam).
Σε αυτή την ιδιάζουσα, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, ανθρωπολογική μελέτη του σύμπαντος σε ένα μικρό κομμάτι του Μανχάταν –χονδρικά, βόρεια της 59ης Οδού, μεταξύ της 5ης Λεωφόρου και της Λέξινγκτον, με ραχοκοκαλιά την Παρκ –παρουσιάζονται ατόφια τα ήθη και τα πάθη των Glam (φανταχτερών) SAHM (Stay-At-Home-Mothers, μαμάδων που επιλέγουν να μείνουν στο σπίτι). Ετσι αποκαλεί η συγγραφέας όλες αυτές τις εκτυφλωτικά προνομιούχες γυναίκες, συνήθως 30 και άνω, με «ισχυρά» πτυχία από ελίτ πανεπιστήμια των ΗΠΑ, παντρεμένες με μεγιστάνες και συμβούλους επενδύσεων, κολλαγονούχες μητέρες που αναζητούν το τέλειο μάθημα TRX πιλάτες αλλά και το τέλειο play date για τα παιδιά τους (όσο πιο πολλά, τόσο πιο εκκωφαντικό το μήνυμα μιας εμπορευματοποιημένης και εξαιρετικά ανταγωνιστικής μητρότητας). Είναι εκείνες οι πριγκίπισσες της «αργόσχολης τάξης», που, μακριά από τις οικονομικές έγνοιες των κοινών θνητών, «πνίγουν» τη ρηχότητα της ύπαρξής τους στο μάνατζμεντ του σπιτιού και της οικογένειας, σε παιδικά πάρτι και φιλανθρωπικά γκαλά, σε εξαντλητικές δίαιτες και χούφτες συνταγογραφημένα αντικαταθλιπτικά (το Xanax, βέβαια, έχει την τιμητική του, είναι, θα έλεγε κανείς, το μαγικό χαπάκι de rigueur).
Στο βιβλίο αποτυπώνονται όλα τα συμπτώματα μιας αυθεντικής εκπροσώπου της leisure class. Η ψύχωση με την εμφάνιση δεν εκπλήσσει. Τα ανώτατα κοινωνικά στρώματα του Μανχάταν παραδίδονται αμαχητί σε μια εμμονική «κουλτούρα επίδειξης του σώματος» (body-display culture). Εξ ου και οι ορδές στα υπερστούντιο γυμναστικής Physique 57 (με ετήσια συνδρομή 4.000 δολάρια) και SoulCycle («που έφερε την επανάσταση στην ποδηλασία εσωτερικού χώρου»), ο διατροφικός ψυχαναγκασμός (τα προϊόντα χωρίς λιπαρά και με χαμηλή θερμιδική αξία είναι πλέον θλιβερά passé, τώρα όλα είναι οργανικά, βιοδυναμικά και πλούσια σε αντιοξειδωτικά), το εναγώνιο σπριντ ευγονικής που παράγει ανέκφραστα, εμποτισμένα στο μπότοξ πρόσωπα κ.ο.κ. Η πίεση γίνεται συχνά αφόρητη.

Σύμφωνα με τη Μάρτιν, οι Glam SAHM είναι διατεθειμένες «να σκοτωθούν» (ενδεχομένως και να σκοτώσουν) προκειμένου να αποκτήσουν το σώμα μιας άτεκνης και κατά μία δεκαετία νεότερής τους γυναίκας, ενώ ακόμη και όταν πηγαίνουν να πάρουν το παιδί από το σχολείο ντύνονται σαν να σπεύδουν σε black tie γκαλά στο Mητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Νέας Υόρκης. «Είναι αυτονόητο ότι η ένταση δεν είναι η ίδια με εκείνη που νιώθεις όταν βιώνεις την ανέχεια ή την ανεργία» γράφει η αμερικανίδα ανθρωπολόγος (προσπαθώντας απελπισμένα να κρατήσει τις ισορροπίες). «Ομως αν τη δεις με ουδέτερη ματιά, πρόκειται για μια ασφυκτική πίεση που απορρέει από το φύλο τους (gendered pressure) και η οποία τους επιβάλλει να είναι διαρκώς ελκυστικές και εκτεθειμένες στη βιτρίνα». Μοιάζουν, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι «Financial Times», με «νευρικά άλογα κούρσας, στιλπνά και μυώδη».

Βέβαια, στο Upper East Side η «περίοπτη κατανάλωση» (όπως είχε βαφτίσει το 1899 ο αμερικανός οικονομολόγος Θορστάιν Βέμπλεν τις προκλητικές δαπάνες χάριν γοήτρου) εκτονώνεται πρωτίστως στα παιδιά. Πρόκειται για μια «εντατική μητρότητα» (intensive mothering) ή για μια ακραίας μορφής «λατρεία των απογόνων» (descendant worship). Η αγωνία για τα play dates (συχνά σε δωμάτια τόσο ψηλοτάβανα που χωρούν ολόκληρο πλαστικό κάστρο-τραμπολίνο), τα παιδικά πάρτι με σχοινοβάτες και βόλτες με πόνι (όταν οι ανάγκες το απαιτούν, παιδάκια προσχολικής ηλικίας μεταφέρονται στα αριστοκρατικά Χάμπτονς του Λονγκ Αϊλαντ με ιδιωτικά τζετ), η επιλογή ενός καταρτισμένου «συμβούλου παιδικού σταθμού» (nursery consultant) που θα διδάξει στο παιδί πώς να συνυπάρχει με τα άλλα παιδιά, ενώ θα εξασφαλίσει και την έγκαιρη εγγραφή του στον σωστό, μόνο για «one-percenters» (υπερπλούσιους), βρεφονηπιακό σταθμό κ.ο.κ. Περιγράφοντας αυτές τις μητέρες, η Γουένσντεϊ Μάρτιν δεν διστάζει σε ένα σημείο του βιβλίου της να παραφράσει τον βρετανό ορνιθολόγο Ντέιβιντ Λακ: «… έμοιαζαν να ξεπετάνε τις σκοτεινές φτερούγες τους, τα κοφτερά ράμφη και τα αμείλικτα, λαμπερά μάτια τους, μάτια πουλιού, για την ακρίβεια θηλυκού, που επωάζει τα νεογνά του».
Πάνω από όλα, βέβαια, τα πρωτεύοντα θηλαστικά (πιθηκοειδή ή άλλα) της Park Avenue ζουν για μια τσάντα Birkin του οίκου Hermès. H «πάθηση» δεν είναι σε καμία περίπτωση αποκύημα της φαντασίας της Μάρτιν, όπως έσπευσαν κάποιοι να υπονοήσουν. Σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «Vanity Fair» τον περασμένο Ιούνιο –«Ρωτήσαμε δέκα αληθινές U.E.S. (σ.σ.: Upper East Side) μαμάδες (και έναν σύζυγο) για το «Primates of Park Avenue»» -, όταν ζεις εκεί, οφείλεις να την έχεις (και την εμμονή και την τσάντα). Από τις δέκα ερωτώμενες του προαναφερθέντος ρεπορτάζ, οι έξι μίλησαν παθιασμένα για την Birkin, όσο για τo σχόλιο του ενός και μοναδικού συζύγου, θα μπορούσε να προέρχεται από διήγημα του «αμερικανού Τσέχοφ» Τζον Τσίβερ (ανατόμου των παθών της ανώτερης μεσαίας τάξης των 50s και 60s, στα προάστια της βορειοανατολικής ακτής των ΗΠΑ). «To όλο ζήτημα με την Birkin είναι πέρα για πέρα αληθινό. Είναι η καταστροφή της ύπαρξής μου. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο». Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή της τσάντας-συμβόλου του οίκου Hermès κυμαίνεται μεταξύ 5.000 και (πολύ πιο πάνω από) 100.000 ευρώ, ενώ η λίστα αναμονής μπορεί να φτάσει και τα έξι χρόνια. Οπως όμως έγραφε πρόσφατα το BBC: «Είναι πλέον τέτοια η ζήτηση, που δεν υπάρχει λίστα αναμονής με την «κλασική» έννοια του όρου. Είναι μια λίστα επιθυμιών, όχι μία ακόμη λίστα παραγγελιών».
Μία από τις εκπλήξεις του βιβλίου είναι ο κατάφωρος φυσικός διαχωρισμός στο σύμπαν του Upper East Side βάσει φύλου. Την ώρα δηλαδή του δείπνου, οι Glam SAHM, αυτές οι αψεγάδιαστες «γκέισες του Μανχάταν», αυτοεξορίζονται. Συγκεντρώνονται νωχελικά μακριά από τους συζύγους τους, όλες μαζί, στη μία άκρη του τραπεζιού, διότι (όπως καταθέτει μία εξ αυτών): «Εχει πιο πολλή πλάκα, και δεν χρειάζεται να βαριόμαστε ακούγοντας τις ατελείωτες συζητήσεις τους για αθλητικά και οικονομικές αναλύσεις». «Oπως συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα η ανθρωπολόγος μέσα μου, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για αυτή την εθελούσια απομάκρυνση από τους άνδρες» έγραφε πριν από λίγους μήνες η ίδια η Μάρτιν σε επεξηγηματικό της έρευνάς της άρθρο της στους «New York Times», με τίτλο «Poor Little Rich Women»: «Διοργανώνονταν γυναικείες βραδιές με άφθονο αλκοόλ και women’s only γεύματα, κατ’ οίκον επιδείξεις μόδας και events «shopping για καλό σκοπό». Οπως επίσης και καφέδες για μαμάδες και women’s only δείπνα σε πολυτελή σπίτια. Στην ημερήσια διάταξη, βέβαια, ήταν και τα μόνο για κορίτσια «fly away» πάρτι σε ιδιωτικά αεροπλάνα, όπου όλες οι μετέχουσες πακετάριζαν και φορούσαν ρούχα του ιδίου χρώματος». Μιλώντας με περισσότερες από 100 τέτοιες γυναίκες, η «πρωτευοντολόγος» του Μανχάταν θα διαπιστώσει ότι αυτή η απομόνωση είναι επιλογή: «Οπως όμως «επιλέγεις» να μη δουλεύεις ή όπως μια γυναίκα της φυλής των Ντόγκον (σ.σ.: στη Δυτική Αφρική) «επιλέγει» να απομονωθεί σε μια καλύβα λόγω εμμήνου ρύσεως, έτσι και εδώ ένιωσα ότι ο διαχωρισμός με βάση το φύλο ήταν μια κατάσταση που έφερνε στην επιφάνεια μια βαθύτερη, αποκαλυπτική πραγματικότητα που απλώς μεταμφιεζόταν σε απλή προτίμηση –σαν να γλεντάς σε έναν μασκέ χορό «Save Venice», από εκείνους στους οποίους οι γυναίκες αυτές προσκαλούνταν κάθε άνοιξη».
Τι γίνεται, όμως, με τους άνδρες στο Upper East Side του Μανχάταν; Η Μάρτιν τους περιγράφει σαν εκλεκτικούς και επιφυλακτικούς παρατηρητές των μόνιμα εκτεθειμένων στη βιτρίνα Alpha Females. «Οι γυναίκες έχουν αυτά τα φανταστικά κορμιά, τα υπέροχα ρούχα, όμως η απουσία φλερτ είναι εκκωφαντική» τονίζει. «Οσο για τους άνδρες, μοιάζουν σε σταθερή βάση αφηρημένοι ή βαριεστημένοι μπροστά σε αυτόν τον μόνιμο μπουφέ από… εκθαμβωτικές γυναίκες που τσιμπολογούν με το ράμφος το φτέρωμά τους για να τους τραβήξουν την προσοχή».
Κάπου εδώ βρίσκεται όλο το «ζουμί» του «Primates of Park Avenue». Κάτω από το πέπλο της μπλαζέ σεμνοτυφίας με την οποία τα πτωχά «πλουσιοκόριτσα» περιφέρουν την ελευθερία τους από τη βάσανο της καθημερινής επιβίωσης («Θα μπορούσα, αν ήθελα, να δουλέψω» είναι το μότο τους) κρύβεται η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι ζουν με τον τρόμο ότι οι σύζυγοί τους θα τις απατήσουν ή θα τις εγκαταλείψουν (και όλο αυτό το high life θα καταποντιστεί όπως διαπίστωσε εσχάτως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η 53χρονη Ναταλία Ποτάνινα, επί 30 ολόκληρα χρόνια σύζυγος του ισχυρότερου ρώσου ολιγάρχη Βλαντίμιρ Ποτάνιν, η οποία μετά το διαζύγιο αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να περισώσει το μερίδιό της από την αυτοκρατορία). Η ανασφάλεια που νιώθουν οι Glam SAHMS, παρότι απαλλαγμένες «από την ανάγκη να βρουν πόρους ζωής μέσα σε μια ανταγωνιστική πάλη με τους συνανθρώπους τους» (όπως σημείωνε ο Βέμπλεν στη «Θεωρία της αργόσχολης τάξης» του 1899), είναι απύθμενη και διαβρωτική.
Η Μάρτιν θα γράψει χωρίς τον παραμικρό οίκτο: «Εφθασα να πιστεύω ότι η οικονομική εξάρτησή τους από τους συζύγους τους κρατούσε πολλές από τις γυναίκες που γνώριζα ξύπνιες τα βράδια, είτε οι ίδιες το συνειδητοποιούσαν είτε όχι». Οπως θα της εξηγήσει μια ψυχολόγος του Μανχάταν, η τυπική σύζυγος του Upper East Side «καταλήγει να νιώθει περιθωριοποιημένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, κατακλυσμένη από τον φόβο ότι μόνη της δεν είναι σε θέση να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό της και τα παιδιά της». Για να αναπληρώσει, λοιπόν, την ανασφάλεια και τον χρόνο της, εφευρίσκει μικρές, χρήσιμες κενότητες που θα της χαρίσουν την αυταπάτη ότι είναι η CEO του σπιτιού της και της οικογενειακής ζωής. Tην ίδια, δηλαδή, ώρα που ο άνδρας της έχει video conference, είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου κορυφαίου ιδιωτικού σχολείου και βγάζει εκατομμύρια, εκείνη (καταπίνοντας Xanax) διοργανώνει φιλανθρωπικά γκαλά, πωλεί cupcakes, συντάσσει και διορθώνει ενημερωτικά δελτία κ.ο.κ.: «Οπως στην έρημο Καλαχάρι και στο τροπικό δάσος, έτσι και στο Upper East Side οι πόροι είναι το παν. Αν δεν φέρεις στο σπίτι βλαστούς και ρίζες, η ισχύς στον γάμο σου μειώνεται. Οπως βέβαια και στον κόσμο».
Και κάπου εδώ η Μάρτιν απασφαλίζει τη χειροβομβίδα της ανθρωπολογικής έρευνάς της αποκαλύπτοντας την πρακτική του ετήσιου «wife bonus» (συζυγικό μπόνους). Περιλαμβάνεται σε προγαμιαία (ενίοτε και μεταγαμιαία) συμβόλαια και παραχωρείται στη σύζυγο ως ανταμοιβή της παραγωγικότητας και των επιδόσεών της (π.χ., συνετή διαχείριση του οικογενειακού μπάτζετ, «κλείσιμο» θέσης στον πρέποντα παιδικό σταθμό κ.ο.κ.). Πολλοί θα επιτεθούν στη Μάρτιν αμφισβητώντας την ύπαρξη ενός τόσο σεξιστικού (ακόμη και για τα δεδομένα του Upper East Side) πριμ, η ίδια όμως ισχυρίζεται ότι πολλές γυναίκες δεν φοβήθηκαν να της το εκμυστηρευτούν, χαμηλόφωνα, διότι παραμένει σαφώς ένα θέμα ταμπού. Το bonus είναι πρωτίστως το «διαβατήριο» προς μια επίφαση οικονομικής αυτονομίας και ισότιμου partnership σε έναν γάμο επαίσχυντων ανισοτήτων: δεν σου επιτρέπει, για παράδειγμα, μόνο να κλείνεις τραπέζι στο ρεστοράν «per se» αλλά να «αγοράσεις» ένα τραπέζι 10.000 δολαρίων στο φιλανθρωπικό γεύμα που διοργανώνει μια φίλη. «Εμαθα», καταλήγει η Μάρτιν στο προαναφερθέν άρθρο της στους «New York Times», «ότι οι σύζυγοι των κυρίαρχων του Σύμπαντος μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις ερωμένες –είναι και αυτές εξαρτημένες και σχετικά αποδυναμωμένες».
Αξίζει να σηµειωθεί ότι η 49χρονη Γουένσντεϊ Μάρτιν, η συγγραφέας αυτού του ιδιότυπου υβριδίου που βρίσκεται στο μεταίχμιο αυτοβιογραφίας και «ελευθεριάζουσας» κοινωνιολογίας, είναι βέβαια ένα λανθάνον primate από μόνη της (σημειωτέον ότι στο δικό της διαμέρισμα στην Park Avenue μια ντουλάπα προοριζόταν αποκλειστικά για τις τσάντες της, ανάμεσά τους φυσικά και μία… Birkin). Αφότου έγραψε (το 2013) το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Stepmonster» –εκ των stepmother (μητριά) και monster (τέρας) -, αντλώντας από τη δική της θητεία ως μητριά για τις δύο θυγατέρες του συζύγου της, η Μάρτιν αντιλήφθηκε γρήγορα πως το να γίνεις «the talk of the town» δεν είναι και πυρηνική φυσική. Αρκεί ένα PhD στη Συγκριτική Λογοτεχνία και στις Πολιτισμικές Σπουδές (με έμφαση στην Ανθρωπολογία) από το Γέιλ, ένα κοινωνιολογικά «πιασάρικο θέμα» (στην προκειμένη περίπτωση, το στίγμα που κουβαλούν οι θετές μητέρες) και ένας φιλόδοξος εκδότης ικανός να αναγνωρίσει το εκρηκτικό μείγμα.
Οταν λοιπόν μετακόμισε με τον σύζυγό της, Τζόελ Μόζερ, σύμβουλο επενδύσεων, από το West Village στο Upper East Side (υποτίθεται για να είναι πιο κοντά στο Σέντραλ Παρκ και να βρει ένα καλό δημόσιο σχολείο για τα παιδιά), δεν είχε παρά να είναι ευαίσθητη στα σήματα από έναν φυσικό βιότοπο. «Οταν προσγειώθηκα στο Upper East Side, διέκρινα έναν ακραίο περφεξιονισμό» έλεγε η ίδια προ εβδομάδων στην «Washington Post» ποζάροντας με κόκκινο Chanel φόρεμα και champagne blonde μαλλιά. «Eπρεπε να βρω έναν τρόπο να «σπάσω» τον κώδικα. Ενιωθα τόσο διαφορετική από τις άλλες γυναίκες». Κάμποσες χιλιάδες αντίτυπα μετά (το «Primates of Park Avenue» φιγουράρει σήμερα πρώτο στη λίστα με τα μπεστ σέλερ των «New York Times», στην κατηγορία «Fashion, Manners and Customs»), η Γουένσντεϊ Μάρτιν από το Μίσιγκαν έχει ήδη υπογράψει συμβόλαιο με την MGM (για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου) και επιμένει να περιγράφει εαυτόν ως «κριτικό πολιτισμού με ψηλοτάκουνα».
Επιπλέον, δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση ότι όλο αυτό το σούσουρο γύρω από τον «ρεαλισμό» της κοινωνιολογικής μελέτης της (κάποιοι την κατηγορούν για κατασκευή στερεοτύπων, για ανακρίβειες και υπερβολές) έχει ήδη συμβάλει τα μάλα στο να γίνουν και οι δικοί της γιοι δεκτοί στα «σωστά» σχολεία, στο να είναι και η ίδια σε θέση να πληρώνει την ετήσια συνδρομή του Physique 57. «Είμαστε κατενθουσιασμένοι –και διόλου κατάπληκτοι –που το «Primates» προκάλεσε μία τόσο ζωντανή ανταλλαγή απόψεων γύρω από την τάξη, τη μητρότητα, το σεξ και το χρήμα», «σιγοντάρει» και εκπρόσωπος του εκδοτικού της οίκου, Simon & Schuster. «Ανεξάρτητα από το αν οι αναγνώστες ορμώνται από τη φιλοδοξία ή από την κουτσομπολίστικη περιέργεια, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την τρομερή σαγήνη γύρω από την ίδια τη Γουένσντεϊ και την κοινότητα που απεικονίζει».
Ενα μόνο ποταπό συναίσθημα δεν αφυπνίζει το πόνημα της Γουένσντεϊ Μάρτιν για τα πρωτεύοντα θηλαστικά του Upper East Side στο Μανχάταν (που βέβαια θα μπορούσαν κάλλιστα να ζουν στο Μπελ Ερ του Λος Αντζελες ή στο Νάιτσμπριτζ του Λονδίνου): τον γνήσιο, τον αβίαστο, τον πούρο φθόνο. Δεν θα θέλαμε επ’ ουδενί λόγω να είμαστε στη θέση τους. Οπως θα γράψει η ελληνικής καταγωγής Βανέσα Γρηγοριάδη στους «New York Times», «Τα «Primates of Park Avenue» είναι μια καλή υπενθύμιση ότι, όσο και να ζηλεύουμε τους πλούσιους, και αυτοί μοχθούν καθημερινά για μια θέση στη δική τους κοινωνική ιεραρχία».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ