Συντροφιά πάει να πει μαζευόμαστε γύρω από το στρωμένο τραπέζι και τρώμε παρέα. Και οι συντροφιές που σμίγουν στο βουνό είναι οι πιο δεμένες και οι πιο δυναμικές. Κράτα με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε στο μοναδικό στον κόσμο βουνό, τον Ολυμπο. Το αισθάνθηκα στα πολύ χαμηλά, βεβαίως, του θεϊκού βουνού, χειμώνα καιρό, στην ειδυλλιακή χαράδρα του Ενιπέα. Αισθάνθηκα ότι δεν είχα επαφή με το κρυστάλλινο μονοπάτι, όταν ένιωσα ένα συντροφικό χέρι να με συγκρατεί και να με προσγειώνει. Με δύο επιπλέον, πολύ πιο έμπειρα πόδια, φτάσαμε στα Πριόνια, στο καταφύγιο του Δημήτρη Κυρίτση «2.917» –όσο και το υψόμετρο της ψηλότερης κορυφής της Ελλάδας, του Μύτικα –και χωθήκαμε στη θαλπωρή του.


Η σπεσιαλιτέ από τα Πριόνια
Τα Πριόνια, στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, είναι η χαμηλότερη, αλλά η πλέον «βατή» γεύση του Ολύμπου, αφού φτάνει ως εκεί ασφαλτοστρωμένος δρόμος από το Λιτόχωρο (10 χλμ.). Η πιο εύκολη διαδρομή μέσα στη γοητεία του Ολύμπου είναι η ανάβαση από το Λιτόχωρο ως τα Πριόνια από τη χαράδρα του Ενιπέα –και αυτή δεν είναι και τόσο απλή, καθώς ο πεζοπόρος πρέπει να διατρέξει ανηφορική διαδρομή διάρκειας τεσσάρων ωρών. Τελικά, η πιο ξεκούραστη εμπειρία στον Ολυμπο είναι το τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού, αλλά προς τα κάτω, από τα Πριόνια ως το παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου (περίπου 2 χλμ.), και αυτό όταν δεν είναι παγωμένο στα ανήλιαγα τμήματά του. Και βέβαια, η πιο ζεστή εμπειρία είναι μετά, όταν η παρέα των πεζοπόρων σμίγει μέσα στο καταφύγιο και αρχίζουν να έρχονται στο τραπέζι ψωμί, ελιές, φέτα ψητή και χόρτα του βουνού μαζί με το κρασί, ενώ το πραγματικά χαρακτηριστικό φαγητό του βουνού είναι η γίδα βραστή, που αποκαλύπτεται μέσα σε μιαν αχλύ μυρωδάτων ατμών όταν ο Δημήτρης ανοίγει το καζάνι που κοχλάζει επάνω στην ξυλόσομπα. Οπως συνήθως συμβαίνει, το πιο απλό και ακατέργαστο είναι και το πιο γευστικό. Και επιπλέον, παίρνει νοστιμιά από την ατμόσφαιρα γύρω από το τραπέζι που το κρατά ζεστό.
Ο Δημήτρης μιλάει για το μαγικό βουνό όπως αναφέρεται στα καθημερινά του πράγματα. Πάνω από εδώ απλώνεται η αλυσίδα των καταφυγίων του Ολύμπου, «Σπήλιος Αγαπητός», «Γιώσος Αποστολίδης» και «Χρήστος Κάκαλος», στο οροπέδιο των Μουσών, που αναδίδουν την ατμόσφαιρα από τις ορειβατικές συντροφιές και το άρωμα του φαγητού του βουνού. Αυτά τα ψηλά καταφύγια –στο πρώτο φτάνεις από το Μονοπάτι της Σιωπής –το προχωρημένο φθινόπωρο θα τα βυθίσει στην τέλεια σιωπή, ενώ στα χαμηλότερα, στα Πριόνια, και ακόμη πιο χαμηλά στον Σταυρό, η βουή της παρέας θα συνεχίσει να αντηχεί στη χαράδρα του Ενιπέα. Και ο Δημήτρης θα συνεχίσει να ετοιμάζει τη βραστή γίδα του. Πλένει τις μερίδες της γίδας και τις βάζει στην κατσαρόλα επάνω στη φωτιά. Οταν πάρουν μια βράση, πετάει το πρώτο νερό και πλένει ξανά το κρέας καλά. Το βάζει και πάλι στην κατσαρόλα μαζί με 5-6 καρότα, 2 κρεμμύδια, 5-6 μικρές πατάτες, σέλινο, λάδι, πιπέρι, αλάτι και έναν κύβο λαχανικών. Στο τέλος προσθέτει στο φαγητό δύο κουτάλες από τον χυμό ενός λεμονιού και δύο κουταλιές αλεύρι, ομογενοποιημένα στο μίξερ, για να χυλώσει το φαγητό.
Η απάντηση από τα Πιέρια
Το χέρι που ένιωσα να με συγκρατεί και να με στηρίζει στην ανάβαση ήταν του πολύ έμπειρου ορειβάτη Πέτρου Μήλιου. Το δικό του στέκι, όμως, δεν είναι εδώ στον Ολυμπο, αλλά απέναντι, στα Πιέρια, στη Σαρακατσάνα. Εκεί αναζητήσαμε το δεύτερο πιο χαρακτηριστικό φαγητό του βουνού, τη φασολάδα. Ο δρόμος που ξεστρατίζει από τη Ρητίνη (17 χλμ. ως το καταφύγιο) έχει χαλάσει τώρα και μόνο οχήματα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς μπορούν να ανέβουν σε υψόμετρο 1.860 μ. Εκεί μπορεί να σας περιμένει ο Πέτρος Μήλιος (τηλ. 697 9842 633) για να σας στρώσει το τραπέζι με το άλλο χαρακτηριστικό φαγητό του βουνού, τη φασολάδα της μητέρας του: Αποβραδίς βάζει τα φασόλια να φουσκώσουν σε κρύο νερό και το πρωί τα ξεπλένει και τα στραγγίζει. Ξεκινά το βράσιμο στο γκάζι –εδώ στο μεγάλο υψόμετρο με το σκληρό νερό απαιτείται διπλάσιος χρόνος, γι’ αυτό χυλώνει τόσο όμορφα το φαγητό. Οταν έπειτα από 4-5 ώρες τα φασόλια αρχίζουν να μαλακώνουν, προσθέτει το σέλινο, το καρότο, την κόκκινη πιπεριά, το κόκκινο πιπέρι, το ψιλοκομμένο ξερό κρεμμύδι, τα ντοματάκια ή τον ντοματοπελτέ, τις φρέσκες ντομάτες που το νοστιμεύουν, και, λίγο πριν από το τέλος, το λάδι και το αλάτι.
Εξω από το καταφύγιο, από τα τραπέζια με τους ξύλινους πάγκους, απολαμβάνεις τη θέα της κοντινής γραμμής των Πιερίων, το Χτένι, με φόντο τις κορυφές του Ολύμπου, τον Προφήτη Ηλία, τον Μύτικα και πίσω του το Σκολιό. Πάντα σε συνεπαίρνει η θέα των κορυφών του θεϊκού βουνού, αλλά δεν φαντάζεσαι ότι υπάρχει δρόμος να φτάσεις τόσο κοντά τους χωρίς τις ικανότητες και την προσπάθεια δεινού ορειβάτη.
Πεζοπορία και 4×4
Κατεβήκαμε από τις κατάφυτες πλαγιές των Πιερίων για να κινηθούμε σε μία από τις πιο ωραίες ελληνικές στράτες που μπορεί να διατρέξει ο περιηγητής, μεταξύ θεών και μουσών, ως τον Αγιο Δημήτριο και το Κτήμα Μπέλλου (www.ktimabellou.gr). Από εκεί ξεκινήσαμε την πορεία μας με τον Λάζαρο Μπέλλο σε ένα άλλο τοπίο, στην πλαγιά του Ολύμπου από τη μεριά του Κοκκινοπλού, ως τη Μεγάλη Γούρνα και το πέτρινο μικρό καταφύγιο Χριστάκη, σε υψόμετρο 2.450 μ., μια ανάσα ή, καλύτερα, μία ώρα καλό περπάτημα, από την κορυφή Σκολιό, από βατό μονοπάτι, χωρίς τις φοβερές δυσκολίες για τους αμύητους των κορυφών του Ολύμπου.
Και στην καλύβα Χριστάκη βρήκαμε την καλή συντροφιά του Αρη Μπράτσιου, που θα διανυκτέρευε εκεί, να τρώει και να πίνει γύρω από το τζάκι. Και το τραγούδι δεν άργησε να ακουστεί: «Ανέβηκα στον Ολυμπο κι αγνάντεψα τριγύρω / τριγύρω γύρω θάλασσα, στη μέση πεδιάδα / κι από μεριά κλεφτόπουλα» ή «Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται / κι ο νους μου από τα σένα, δεν συμμαζώνεται». Πράγματι, είχε αρχίσει να σουρουπώνει εδώ επάνω στη Μεγάλη Γούρνα, μιάμιση ώρα δύσκολου και απαιτητικού δρόμου, με όχημα 4×4 φυσικά, μακριά από τον «πολιτισμό» και τα σύννεφα του νου. Εδώ είναι πολύ κοντά σου πραγματικά σύννεφα και όλα φαντάζουν καθαρά και πιο νόστιμα, ειδικά τα κεφτεδάκια της κυρίας Αλεξάνδρας που τόσο ανοιχτόκαρδα μας φίλεψε μαζί με τόσα άλλα. Το έχουν αυτό οι συντροφιές του βουνού και πάνω απ’ όλα αυτή είναι η απίθανη νοστιμιά τους.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ