«Είναι ένας κολοσσός της Ιστορίας» δήλωνε για τον Βλαντίμιρ Πούτιν ο Μιχαήλ Σιντόροφ, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 16 Σεπτεμβρίου 2013, για τις ανάγκες ενός από τα φημισμένα πορτρέτα ηγετών του περιοδικού «Time». «Δεν είναι ακόμη ισότιμος του Στάλιν, αλλά τον πλησιάζει». Χωρίς αμφιβολία, οι εξελίξεις των τελευταίων 12 μηνών θα έφεραν το αντικείμενο του θαυμασμού του Σιντόροφ ακόμη πιο κοντά στο είδωλό του. Αλλωστε, μέχρι πέρυσι ο Πούτιν θύμιζε τον «πατερούλη» κυρίως για το σιδερένιο χέρι με το οποίο αντιμετώπιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους ή για την αμέριστη φροντίδα με την οποία σμίλευε την προσωπική του εικόνα. Πλέον, έχει στο ενεργητικό του και τις εδαφικές κατακτήσεις, εφόσον από τις 21 Μαρτίου 2014 πήρε πίσω από την Ουκρανία τη χερσόνησο της Κριμαίας, προσαρτώντας τη στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά το «δημοψήφισμα» των αυτονομιστών της περιοχής.
Στην εποχή ενός «Στάλιν Β΄» είναι ταιριαστό ίσως να αντιστοιχεί ένας «Ψυχρός Πόλεμος Β΄». Γιατί η ουκρανική κρίση θύμισε σε πολλά επιμέρους σημεία της το ρεπερτόριο ξεχασμένων δεκαετιών. Οι συγκεντρωμένοι του Φεβρουαρίου στο Κίεβο θύμιζαν τους διαδηλωτές κατά των κομμουνιστικών καθεστώτων στη Βουδαπέστη του 1956 ή στην Πράγα του 1968. Η κατάρριψη της πτήσης ΜΗ 17 των Μαλαισιανών αερογραμμών τον Ιούλιο ήταν σαν απόηχος της κατάρριψης του κορεατικού τζάμπο από σοβιετικά μαχητικά το 1983. Το ρωσικό εμπάργκο του Αυγούστου έναντι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης έμοιαζε με αντίγραφο της αμερικανικής περιθωριοποίησης της Κούβας το 1962. Βέβαια, η Ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο για όσους διαβάζουν λανθασμένα τη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ περί τραγωδίας και φάρσας, αν πιστέψουμε όμως τη σκληρή γλώσσα των «Financial Times», το απαισιόδοξο εξώφυλλο του «Time» της 6ης Αυγούστου ή τις δηλώσεις του ρώσου πρωθυπουργού Ντιμίτρι Μεντβέντεφ, ζούμε ήδη τις πρώτες ημέρες ενός «Β΄ Ψυχρού Πολέμου».
Επιστροφή στο χάος
Η αλήθεια είναι ότι η προσάρτηση της Κριμαίας –παρά την αυθαίρετη σοβιετική εκχώρησή της στην Ουκρανία το 1954, τα δημογραφικά δεδομένα και τις φιοριτούρες περί αυτοδιάθεσης –είχε κάτι από το χαοτικό τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν παράξενες φιγούρες σαν τον ιταλό φουτουριστή ποιητή και ιδιόρρυθμο φασίστα Γκαμπριέλε ντ’Ανούντσιο έγραφαν το διεθνές δίκαιο στα παλιά τους τα παπούτσια αποσπώντας πραξικοπηματικά αλύτρωτα εδάφη. Από την εποχή όμως που ο ποιητής-δικτάτορας διαφέντευε επί έναν χρόνο το Φιούμε (σημερινή Ριέκα της Κροατίας) έχουν περάσει 95 χρόνια και μετά το σημείο τομής του 1989 ο χάρτης της Ευρώπης είχε πάψει να διαμορφώνεται με εξωθεσμικές διαδικασίες, με τη συνδρομή μάλιστα της Ρωσίας.
Για κάποιους η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα συντρίμμια της Σοβιετικής Ενωσης είχε φέρει το «τέλος της Ιστορίας» –θρυλική διατύπωση που έφτιαξε και στοίχειωσε ταυτόχρονα την καριέρα του Φράνσις Φουκουγιάμα. Εκτοτε, βέβαια, η επιστροφή του εθνικισμού ανά την Ευρώπη και η κρίση του 2008 απέδειξαν ότι ούτε οι ιδεολογίες τελείωσαν ούτε η οικονομία της αγοράς θριάμβευσε οριστικά και αμετάκλητα. Ομως η συνεργασία των δύο υπερδυνάμεων στη δεκαετία του ’90 έμοιαζε τουλάχιστον να επιβεβαιώνει όσους έβλεπαν στην έκβαση του Ψυχρού Πολέμου την επανάληψη του τέλους των Ναπολεόντειων Πολέμων: ένα είδος συνεδρίου της Βιέννης α λα 1815 και μια «Ιερά Συμμαχία» νικητών και ηττημένων πρόθυμη να χειραγωγήσει τον κόσμο διασφαλίζοντας τη διεθνή ειρήνη. Σε αυτό το διάστημα ο ΟΗΕ λειτούργησε λιγότερο ως ιδεολογικοπολιτική αρένα και περισσότερο ως διαιτητής διαφορών επιλύοντας κάποιες κρίσεις, αποτυγχάνοντας σε άλλες και εγκαθιδρύοντας το δόγμα της «ανθρωπιστικής επέμβασης».
Στο μεταξύ, όμως, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα Ρωσίας και ΗΠΑ άρχισαν να αποκλίνουν εκ νέου (αν είχαν συγκλίνει ποτέ), αποκαλύπτοντας βαθιά ρήγματα που είχαν πρόχειρα καλυφθεί με άμμο. Η πρόθεση της Γεωργίας να ακολουθήσει έναν οδικό χάρτη για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ οδήγησε σε έναν σύντομο πόλεμο πέντε ημερών με τη Ρωσία το 2008. Ακολούθησε το 2010 η υιοθέτηση από τον ρωσικό στρατό ενός επίσημου δόγματος σύμφωνα με το οποίο η εξάπλωση του ΝΑΤΟ αποτελεί την κύρια εξωτερική απειλή για τη χώρα. Το 2012 ο Πούτιν εξήγγειλε ένα πρόγραμμα πλήρους επανεξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων κόστους 800 δισ. δολαρίων με ορίζοντα το 2020. Αυτό που βλέπουμε σήμερα, σημείωνε τον περασμένο Μάρτιο στον «Guardian» ο Ντμίτρι Τρένιν, διευθυντής του think tank «Carnegie Moscow Center» του κληροδοτήματος Κάρνεγκι, είναι το επίμετρο όσων ζητημάτων αφέθηκαν να κακοφορμίσουν στον επίλογο του Ψυχρού Πολέμου: η εσωτερική συνοχή της Ουκρανίας, η θέση των ρωσικών μειονοτήτων στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, η ένταξη της Ρωσίας στην ευρωατλαντική κοινότητα. Για τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσία επέλεξε να πολιτευθεί στην ουκρανική κρίση, πιστεύει ο Τρένιν, «αναμφίβολα θα πληρώσει υψηλό τίμημα, και άλλοι όμως θα υποχρεωθούν να πληρώσουν ό,τι τους αναλογεί».
«Αργά αλλά σταθερά οδεύουμε προς έναν Β΄ Ψυχρό Πόλεμο» έλεγε στις 20 Μαΐου ο ρώσος πρωθυπουργός Ντιμίτρι Μεντβέντεφ. Δήλωση άλλης βαρύτητας από παρόμοιες αμερικανών γερουσιαστών όπως της Νταϊάν Φαϊνστάιν των Δημοκρατικών –παραδοχή από τα πλέον επίσημα χείλη πλην των προεδρικών -, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκφράζει μια μείξη αποδοχής της πραγματικότητας και υπόρρητης προειδοποίησης προς τη Δύση. Εχει ωστόσο και μια δεύτερη ανάγνωση που ταιριάζει γάντι στο προφίλ του Βλαντίμιρ Πούτιν και των νεοαπολυταρχικών του ακολούθων –αυτή της «ισχυρής Ρωσίας», η οποία είναι ξανά ένας εφάμιλλος αντίπαλος του δυτικού μπλοκ. Στην πραγματικότητα, η σημερινή προβολή των διπλωματικών αψιμαχιών στο προ του 1989 παρελθόν στοχεύει και σε εσωτερική κατανάλωση –στις ψευδαισθήσεις μεγαλείου τύπου Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων με τις οποίες ο ένοικος του Κρεμλίνου κλείνει συχνά το μάτι στη ρωσική κοινωνία.
Εν τέλει, όπως και ο original Ψυχρός Πόλεμος, η επανάληψή του θα είναι, αν μη τι άλλο, μια άσκηση στην προπαγάνδα. Η Ρωσία είναι ακόμη μια τηλεοπτική κοινωνία, όπου το μονοπώλιο των ΜΜΕ δεν έχει διαρραγεί αποφασιστικά από τα κοινωνικά μέσα και οι φιλοπουτινικοί σταθμοί, κρατικοί και ιδιωτικοί, αποτελούν τη βασική πηγή πληροφόρησης του 90% της χώρας. Ετσι ερμηνεύεται και το γιατί έπειτα από μια σύντομη αμφιταλάντευση στη μετεκλογική περίοδο του 2012 η κοινή γνώμη ανταμείβει τον ρώσο ηγέτη με δημοτικότητες της τάξης του 86%, είκοσι μονάδες περισσότερες από ό,τι πριν από την ουκρανική κρίση.
Νέα δεδομένα, νέα μεγέθη
Πώς θα ήταν, όμως, ενδεχομένως ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος; Ο Πολ Σόντερς, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έγραφε στο περιοδικό «The National Interest» ότι μια παρόμοια εξέλιξη θα είχε αρκετές διαφορετικές παραμέτρους από ό,τι στο παρελθόν. Ο αμερικανικός στρατιωτικός προϋπολογισμός είναι σήμερα επτά φορές υψηλότερος από εκείνον της Ρωσίας, οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης 16 φορές μεγαλύτερες –και, όπως συμπληρώνει ο Σάιμον Σούστερ του «Time», η ρωσική, με το 45% των εισαγωγών της να καλύπτονται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αποδεικνύεται ευάλωτη στις συνέπειες μιας ξαφνικής κρίσης: η πτώση των τιμών το 2008, για παράδειγμα, έφερε απότομη μείωση 8% του ΑΕΠ. Στον ιδεολογικό τομέα δεν υπάρχει ένα εναλλακτικό πολιτικό σύστημα που να επικαλείται επαναστάσεις και καλύτερα αύριο, δεν υπάρχουν όμως και διπλωματικοί άρρητοι κανόνες του παιχνιδιού αποδεκτοί και από τους δύο αντιπάλους, ενώ η σημερινή γεωπολιτική κατάσταση είναι ίσως λιγότερο ευνοϊκή για τη Δύση. Παρόμοιες αμφιβολίες ωθούν τον Σάντερς στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια ψυχρή αναμέτρηση πιθανότατα δεν θα διαρκέσει δεκαετίες όπως η προηγούμενη, έχει όμως άδηλο επίλογο. Κυρίως, επειδή η απουσία κανόνων καθιστά τον παράγοντα των πυρηνικών όπλων από τελεία του πρώτου Ψυχρού Πολέμου ερωτηματικό του δεύτερου.
Προχωρώντας ένα βήμα τη συζήτηση από την «αναμέτρηση» στη «σύγκρουση», ο θεωρούμενος πρύτανης των ιστορικών του Ψυχρού Πολέμου, Τζον Λιούις Γκάντις, θα αποφαινόταν την άνοιξη στους «Los Angeles Times» ότι η διαμάχη των υπερδυνάμεων ήταν μηχανισμός αποφυγής: «Το νόημα ακριβώς του Ψυχρού Πολέμου ήταν η αποφυγή μιας ευθείας στρατιωτικής σύγκρουσης. Και η όλη ιστορία είναι η ιστορία του αμοιβαίου σεβασμού της μίας πλευράς για τη σφαίρα επιρροής της άλλης». Για τον Γκάντις η συμβουλή του 2014 στον Μπαράκ Ομπάμα παραμένει εκείνη του τοτέμ της αμερικανικής διπλωματίας, Τζορτζ Κέναν, ο οποίος έθεσε τους θεμέλιους λίθους της στρατηγικής ανάσχεσης της Σοβιετικής Ενωσης το 1947: σθεναρή αντιπαράθεση διανθισμένη με υπομονή. Μέχρι στιγμής ο πρόεδρος φαίνεται να τον ακούει: έχει αποφύγει προσεκτικά να προφέρει κάθε επίθετο συγγενές με το κρύο. Μεθοδικός παίκτης ή κατώτερος των περιστάσεων, θα κριθεί στο μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, η τρέχουσα διαμάχη Δύσης και Ρωσίας είναι περισσότερο ψυχροπολεμική στους τύπους παρά στην ουσία. Για να αναγεννήσεις από τις στάχτες του τον Ψυχρό Πόλεμο δεν αρκούν μια εδαφική προσάρτηση, ένα καταρριφθέν αεροπλάνο, ένα εμπάργκο, κονβόι φορτηγών που διασχίζουν σύνορα χωρίς άδεια, αυτονομιστές και δημοψηφίσματα, McDonald’s υπό διωγμό, εκατέρωθεν λεονταρισμοί και προπαγανδιστικά βέλη στον διεθνή Τύπο. Εστω και αν λείπουν ένας Τσε Γκεβάρα, ο Τζον Κένεντι, το κυνήγι μαγισσών του Τζο Μακάρθι, η θεωρία του ντόμινο, ο κομμουνισμός και ο εσμός της κομματικής νομενκλατούρας, για να αναβιώσει ο Ψυχρός Πόλεμος εκείνο που χρειάζεται απαραίτητα είναι δύο υπερδυνάμεις. Και η δεύτερη υπερδύναμη του 21ου αιώνα δεν έχει την έδρα της στη Μόσχα.

Οι υπερδυνάμεις του Ειρηνικού

Κατά ειρωνική συγκυρία, οι «Financial Times» ανακοίνωναν έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στις 20 Φεβρουαρίου, τη στιγμή ακριβώς που η κυβέρνηση του Βίκτορ Γιανουκόβιτς κλονιζόταν ανεπανόρθωτα και η ουκρανική κρίση που σοβούσε ετοιμαζόταν να εισέλθει σε φάση ραγδαίων εξελίξεων. Ωστόσο, μπορεί στη βραχεία διάρκεια η διαμάχη Ρωσίας και Δύσης να κλέβει το όνομα, μεσοπρόθεσμα όμως ο Τζεφ Ντάιερ ίσως να αποδειχθεί ορθός: η αυξανόμενη ισχύς της Κίνας (σύμφωνα με τους υπολογισμούς του «Economist» θα αποτελεί την πρώτη οικονομία του κόσμου το 2021), μεταφρασμένη σε ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων, οδηγεί νομοτελειακά σε ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στον Ειρηνικό Ωκεανό. Και εδώ τόσο οι αφορμές (Ταϊβάν, Ιαπωνία) όσο και η γειτνίαση ναυτικών μονάδων κάνουν τις τριβές πολύ πιο επικίνδυνες σε μια περιοχή που μεταπολεμικά, γράφει ο Ντάιερ, οι ΗΠΑ είχαν συνηθίσει να «μεταχειρίζονται ως ιδιωτική τους λίμνη». Αν οι δύο υπερδυνάμεις του 21ου αιώνα κυριευθούν από την ανασφάλεια εκείνων του 20ού, το ρολόι θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στα χρόνια της παγκόσμιας ανησυχίας.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Αυγούστου 2014