Οι πόλεις, καθώς είπε ο μεγάλος αλεξανδρινός ποιητής, σε ακολουθούν τυλιγμένες με την αχλύ του μύθου τους. Και ο κατά μία άποψη Καβάφης της Πράγας, ο Φραντς Κάφκα, έβλεπε καθημερινά μια ολόκληρη ζωή αυτή την εκπληκτική πόλη τυλιγμένη στην αχλύ της γοητείας της, ζούσε τον μύθο της: «»Είναι ήδη εφτά», είπε στον εαυτό του με το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού, «είναι ήδη εφτά κι ακόμα τόση ομίχλη»», μονολογεί ο ήρωάς του στη «Μεταμόρφωση». Αυτό το αραχνοΰφαντο, βασιλικό πέπλο της γοητείας της Πράγας τυλίγει και τον ταξιδιώτη. «Η Πράγα δεν σε αφήνει να φύγεις. Ούτε εσένα ούτε εμένα», επαναλαμβάνει μαζί με τον λογοτέχνη της αισθαντικής μελαγχολίας.
Μα μπορεί ένας τόσο «σκοτεινός» συγγραφέας να είναι ξεναγός του ευτυχισμένου επισκέπτη της όμορφης πόλης, μόνο και μόνο επειδή δεν απομακρύνθηκε από αυτή ποτέ στη ζωή του; Ναι, μπορεί να είναι, γιατί οι σταθμοί της ζωής του Φραντς Κάφκα σηματοδοτούν και τη διαδρομή του περιηγητή μέσα στην πόλη, αλλά, κυρίως, επειδή η Πράγα αποπνέει αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα του συγγραφέα, την αισθαντική μελαγχολία: «Επειδή αγαπώ τα πευκοδάση, πέρασα από μέσα τους, κι επειδή μ’ αρέσει να κοιτάζω τ’ άστρα, άστρα υψώθηκαν σιγανά στον ουρανό για χάρη μου, όπως το συνηθίζουν. Αρκετά πιο πέρα, απέναντι από τον δρόμο μου και πέρα απ’ τον ποταμό, έκανα κι υψώθηκε ένα θεόρατο βουνό. Τούτη η θέα, όσο κι αν είναι συνηθισμένη, μου έδωσε τέτοια χαρά, που, σαν μικρό πουλί, πετώντας στα κλαδιά των θάμνων, λησμόνησα να βγάλω το φεγγάρι, που βρισκόταν πίσω απ’ το βουνό, ολοφάνερα οργισμένο για αυτή την καθυστέρηση».


Τοπίο στην ομίχλη

Η Πράγα και ο Κάφκα υποψιάζουν τον περιηγητή, δεν τον αποπλανούν για να ξεχάσει την καθημερινότητά του, αλλά τον εκπαιδεύουν να τη δει αλλιώς. Το πραγματικό ταξίδι δεν είναι φυγή από την καθημερινότητα, αλλά μια νέα γωνία απ’ την οποία μπορείς να δεις τη ζωή. Και η Πράγα είναι πάμπλουτη σε τέτοιες γωνίες και μπαρόκ σκοπιές. Να, τώρα κοιτάζεις γύρω σου από το παρατηρητήριο του Γοτθικού Πύργου (τέλη 14ου αιώνα) της Παλιάς Πόλης, στη μία άκρη της θρυλικής Γέφυρας του Καρόλου. Παρακολουθείς τις αιχμηρές, κόκκινες, ωχρές και στο χρώμα του μπρούντζου, στέγες και τους πύργους να λογχίζουν την πρωινή ομίχλη και να αναδύονται από τον λαβύρινθο της Παλιάς Πόλης. Η ομίχλη πετά μαλακά σαν λευκός γλάρος επάνω από τα νερά του Μολδάβα που αργοσαλεύουν κάτω από τη Γέφυρα του Καρόλου και «τρέχει» προς την απέναντι όχθη, στον Πύργο του Μικρού Μέρους. Πίσω αναδύονται, λες από θάλασσα μυστηρίου, το Κάστρο της Πράγας, με επιστέγασμα τις αιχμηρές απολήξεις του Καθεδρικού του Αγίου Βίτου με τους καταρράκτες χρωμάτων των εντυπωσιακών βιτρό. Αυτά όλα τα συνδέει η βασιλική διαδρομή, η πομπή στέψης των βασιλέων της Πράγας, και είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός και φορτισμένος περίπατος μιάμισης ώρας που μπορεί να κάνει ο περιηγητής στην πόλη.
Φαντάσου ότι βρίσκεσαι στο 1743 και είσαι μέλος της πομπής στέψης της Μαρίας Θηρεσίας. Ακολουθείς το ιππικό με τους φανταχτερούς σχηματισμούς, τις στολές και τα λάβαρά τους, τους έφιππους τυμπανιστές, τις 80 χρυσοποίκιλτες άμαξες και τους λαμπροφορεμένους λόρδους της Βοημίας και ξεκινάς μαζί τους από την πλατεία Δημοκρατίας, περνάς από το Δημοτικό Μέγαρο και κάτω από τον Πυργίσκο της Πυρίτιδας, και βγαίνεις σε έναν από τους παλαιότερους δρόμους της Πράγας, την οδό Σέλετνα, με μπαρόκ και ροκοκό σπίτια, που τραβά μέχρι την πλατεία της Παλιάς Πόλης, με το διάσημο αστρονομικό ρολόι του δημαρχείου που μιμείται τις τροχιές του Ηλιου και της Σελήνης. Μέσω της οδού Καρλόβα βγαίνεις στη Γέφυρα του Καρόλου. Περνάς κάτω τον Πύργο της Παλιάς Πόλης και σεργιανάς στη Γέφυρα του Καρόλου, ανάμεσα σε γλυπτά που το καθένα έχει να διηγηθεί μια ιστορία και στους πλανόδιους μικροπωλητές και μουσικούς ή χειριστές μαριονέτας που δίνουν την παράστασή τους. Από τον Πύργο του Μικρού Μέρους, στην άλλη άκρη της γέφυρας, βγαίνεις χωρίς κανονιοβολισμούς τώρα, στη σφιχτοδεμένη γειτονιά μπροστά από την εντυπωσιακή μπαρόκ Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, και ανηφορίζεις για την Πύλη του Αγίου Ματθαίου του Κάστρου και τον Ναό του Αγίου Βίτου.
Ο πυρετός του χρυσού

Το Χρυσό Σοκάκι του Κάστρου είναι από τους πλέον γραφικούς και μυστηριακούς δρόμους της Πράγας. Εμεναν χρυσοχόοι και αλχημιστές που προσπαθούσαν να μετατρέψουν διάφορα υλικά σε χρυσό, αλλά και λογοτέχνες, όπως ο Γιάροσλαβ Σάιφρτ και ο Φραντς Κάφκα, που γήτευαν τις λέξεις για να γίνουν χρυσές σελίδες. Ο Κάφκα είχε ξεκινήσει τις σύντομες διαδρομές του στην Πράγα από την Παλιά Πόλη. Ελεγε σε έναν συνομιλητή του κάποτε καθώς κοίταζε από το παράθυρό του την πλατεία: «Εδώ ήταν το γυμνάσιό μου, εκεί, στο κτίριο απέναντι, το πανεπιστήμιο και λίγο πιο αριστερά το γραφείο μου. Σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο (και με το δάχτυλό του διέγραψε μια κλειστή καμπύλη) περικλείεται ολόκληρη η ζωή μου». Το σπίτι της οδού Cihelná 2b λειτουργεί τώρα ως μουσείο, αλλά το σπίτι που γεννήθηκε, στην Εβραϊκή Συνοικία, στη σημερινή πλατεία Φραντς Κάφκα, λειτουργεί ως εστιατόριο με το όνομά του. Εδώ, σε αυτή τη συνοικία, ετάφη όταν πέθανε, σε ηλικία 41 μόλις ετών, στο Νέο Εβραϊκό Κοιμητήριο: «Ο δρόμος μου είναι ο τελευταίος που έχει κάτι από την ατμόσφαιρα της πόλης· παραπέρα το τοπίο διαλύεται σε κήπους και βίλες, σε παλιούς πλούσιους κήπους. Τα χλιαρά βράδια αναδίδεται ένα τόσο δυνατό άρωμα, που δεν το έχω αναπνεύσει πουθενά αλλού».
Με τον Κάφκα, που ποτέ δεν «απάτησε» την πόλη του, θα συμφωνήσει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Τζον Μπάνβιλ, ο οποίος γράφει στο βιβλίο του «Πράγα. Πορτρέτα μιας πόλης» (εκδ. Μεταίχμιο): «Οι πόλεις ασκούν μια ισχυρή, αλλόκοτη μαγεία και τίποτε δεν είναι τόσο αλλόκοτο όσο η γοητεία που ασκεί η Πράγα στο φυλλοκάρδι του ταξιδιώτη που νοσταλγεί τον τόπο του, που νοσταλγεί όχι την πατρίδα του, αλλά την πόλη στις όχθες του Βλτάβα που άφησε πίσω. Κι αν κάποτε ξαναγυρίσει, νιώθει ενοχές, που λησμόνησε, που παραμέλησε, που στάθηκε άπιστος»…

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ