«Το φυσικό αέριο σπανίζει. Το αργό πετρέλαιο εξαντλείται. Η ανάθεση του τελευταίου πυρηνικού σταθμού χρονολογείται από τον Ιούλιο του 1973. Εναλλακτικά καύσιμα που να προβάλλουν ως πειστικές λύσεις δεν υπάρχουν». Διαβάζοντας κανείς το κύριο άρθρο του περιοδικού «Time» της 21ης Ιουλίου 2003 θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες (και μαζί τους ο υπόλοιπος κόσμος) βρίσκονταν ήδη στα πρόθυρα ενός ενεργειακού Αρμαγεδδώνα και στο επόμενο βήμα θα δρασκέλιζαν το κατώφλι του. Αν προσέθετε δε και τις μονίμως απαισιόδοξες προβλέψεις για τη διαφαινόμενη από τότε κλιματική αλλαγή, μόνη εφικτή λύση θα έμοιαζε η μαζική προληπτική μετανάστευση σε ακατοίκητα νησιά του Ειρηνικού – όχι ως μορφή σωτηρίας, αλλά ως απλή εξοικείωση με το άνυδρο και στεγνό από καύσιμες ύλες μέλλον. Ωστόσο, το μέλλον με ενεργειακούς όρους αποδεικνύεται τελικά μια έννοια ακόμη πιο απρόβλεπτη και από το κανονικό. Αν τα 50s η αισιοδοξία των ειδικών επέβαλλε τυφλή πίστη σε μια πάμφθηνη πυρηνική ενέργεια και στα 70s οι σύγχρονοι των «παιδιών των λουλουδιών» βαυκαλίζονταν με το όραμα ανεξάντλητων ηλιακών συσσωρευτών, στα 00s ήταν η σειρά των παραπάνω σεναρίων καταστροφής να ζυγιστούν και να βρεθούν ελλιπή. Σήμερα, καθώς πλήθος νέων τεχνολογιών παραδοσιακής, καθαρότερης ή ανανεώσιμης ενέργειας τίθενται καθημερινά στη βάσανο της δοκιμής, το ενεργειακό τοπίο της επόμενης δεκαετίας φαντάζει απρόσμενα φωτεινό.

Νεόπλουτοι σε υδρογονάνθρακες

Δικαίως οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αξιώνουν το βραβείο success story των τελευταίων πέντε ετών. Από την εποχή που η κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων συνδυαζόταν με ρεκόρ τιμών βενζίνης που υπερέβαινε το 1 δολάριο το γαλόνι και χαρακτηριστικές διαμαρτυρίες των πολυπληθών ιδιοκτητών SUV, μοιάζει να έχει περάσει πολύ περισσότερος χρόνος από την πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα. Η εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου στις Πολιτείες του Τέξας και της Βόρειας Ντακότα, καθώς και η διάδοση της τεχνολογίας της «υδραυλικής θραύσης» (hydraulic fracturing ή fracking), η οποία επέτρεψε την πρόσβαση στα άπλετα αλλά ως τώρα δυσπρόσιτα αποθέματα σχιστολιθικού φυσικού αερίου (shale gas), έφεραν την Αμερική πολύ κοντά στο άπιαστο την εποχή Μπους ιδανικό της ενεργειακής ανεξαρτησίας. Αν η πρόσφατη πρόβλεψη της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας (ΔΕΕ) επαληθευτεί, οι ΗΠΑ θα ξεπεράσουν τη Ρωσία ως παραγωγός φυσικού αερίου το 2015, θα υποσκελίσουν τη Σαουδική Αραβία ως παραγωγός πετρελαίου το 2017, ενώ το σύνολο της Βόρειας Αμερικής (Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδάς) ως το 2030 θα έχει αποκτήσει θετικό ισοζύγιο χρήσης του, εξάγοντας περισσότερο από όσο θα εισάγει. «Η δυναμική των παγκόσμιων συστημάτων ενέργειας μεταβάλλεται» σχολίαζε λακωνικά την επαύριον της δημοσίευσης της είδησης στους «New York Times», τον Νοέμβριο του 2012, ο οικονομικός διευθυντής της ΔΕΕ, Φατίχ Μπιρόλ.

Νεόπλουτοι σε ιδέες

Μια παράλληλη πρόβλεψη της ΔΕΕ στην ίδια έκθεση, βέβαια, είναι λιγότερο πανηγυρική – αυτή που διαβλέπει ότι η παγκόσμια δαπάνη ενέργειας θα αυξηθεί κατά 35%-46% ως το 2035. Παρόμοια δραματική εκτίναξη προφανώς δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα. Οι αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας και της Μέσης Ανατολής θα θεραπεύσουν τις ανάγκες τους προσφεύγοντας στους «βρώμικους» υδρογονάνθρακες, σε περισσότερο άνθρακα και πετρέλαιο, ωστόσο η πρωτοβουλία της κινεζικής ηγεσίας να εξαγγείλει επενδύσεις της τάξης των 70 δισ. δολαρίων τον χρόνο σε τεχνολογίες βιοκαυσίμων, πυρηνικής, ηλιακής και αιολικής ενέργειας είναι ενδεικτική ευρύτερων τάσεων, σύμφωνα με τα όσα έγραφε ο Κλίφορντ Κράους στους «New York Times» της 24ης Απριλίου 2013.

Πράγματι, οι σχετικές στήλες του διεθνούς Τύπου και οι δικτυακές πύλες πολλών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων βρίθουν πρωτοπόρων εφαρμογών σε δοκιμαστικό ή εμπορικό στάδιο. Στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον ερευνητές αναπτύσσουν τεχνικές που επιτρέπουν σε βακτήρια να παράγουν ενέργεια από βιοδιασπώμενα στοιχεία αποβλήτων, όπως σημείωνε τον περασμένο χειμώνα ο Τζόζεφ Στρόμπεργκ σε αφιέρωμα του ιστότοπου του αμερικανικού Ιδρύματος Σμιθσόνιαν. Ο Ντάνιελ Νοσέρα, καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, τελειοποιεί το λεγόμενο «τεχνητό φύλλο», μια λεπτή πλάκα σιλικόνης μεγέθους πιστωτικής κάρτας, η οποία χρησιμοποιεί ηλιακή ενέργεια προκειμένου να διασπάσει το νερό στα συστατικά του στοιχεία, οξυγόνο και υδρογόνο, αποθηκεύοντας το τελευταίο σε κυψέλες για μελλοντική χρήση. Ο πολύς Μπιλ Γκέιτς επενδύει κάποια από τα ανενεργά δισεκατομμύριά του στην εταιρεία TerraPower και στην υπόσχεσή της να κατασκευάσει σύντομα έναν αντιδραστήρα σχάσης που θα ανατροφοδοτείται από την επεξεργασία των καταλοίπων του, μειώνοντας τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης διασποράς πυρηνικών υλικών και επιμηκύνοντας τη ζωή των υπαρχόντων κοιτασμάτων ουρανίου. Η αμερικανική κυβέρνηση ήδη επιδοτεί με 452 εκατ. δολάρια την εξέλιξη των λεγόμενων «μοναδιαίων αντιδραστήρων» (modular reactors), μικρών αερόψυκτων μοντέλων διαμέτρου 4 μ. και ύψους 25 μ., τα οποία θα μπορούσαν να παραχθούν μαζικά με κόστος 10%-15% των σημερινών μεγαθηρίων, αποδίδοντας περίπου το 1/6 της ισχύος τους. Τα πλεονεκτήματα στην περίπτωση αυτή εστιάζονται στην ευχέρεια της αντιμετώπισης ενός πιθανού ατυχήματος, εφόσον μια μικρού μεγέθους εγκατάσταση ψύχεται πολύ ευκολότερα, στην οικονομία καυσίμου και στην ευελιξία της προσθαφαίρεσης μονάδων, ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε φορέα.

Νεόπλουτοι σε αντιφάσεις

Στο μεταξύ, αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα, μια κοινοπραξία στο Αμβούργο έθετε σε λειτουργία στις 24 Απριλίου το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που αντλεί την ενέργειά του από φύκια: το πενταώροφο «Βιο-Νοήμον Πηλίκο» (Bio-Intelligent Quotient, B.I.Q.), όπως είναι το επίσημο όνομα του προγράμματος, χρησιμοποιεί 129 γυάλινα φατνώματα όπου άλγες επικάθονται, φωτοσυνθέτουν και το προϊόν τους αποθηκεύεται στους κατάλληλους συλλέκτες, τροφοδοτώντας εν συνεχεία τα 15 διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Οι «βιοαντιδραστήρες» του B.I.Q. αποτελούν προς το παρόν περισσότερο διανοητικό πειρασμό, είναι η αλήθεια, παρά πρόκληση προς τις δοκιμασμένες εναλλακτικές πηγές ενέργειας («σε επενδυτικό κόστος δεν συγκρίνεται με τα καθιερωμένα μαζικά συστήματα που υφίστανται ήδη στην αγορά» παραδεχόταν στους «New York Times» o Γιαν Βουρμ, ένας από τους βασικούς σχεδιαστές του), υποδεικνύουν όμως το τεράστιο εύρος των ιδεών που κυκλοφορούν εκεί έξω και τροφοδοτούν την ελπίδα ότι κάτι κινείται και στην Ευρώπη, όπου οι διαμάχες για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων καθυστερούν την αναπλήρωση των παλαιών πηγών ενέργειας.

Ενώ οι ΗΠΑ εφάρμοσαν ταχύτατα προγράμματα εξόρυξης σχιστολιθικού φυσικού αερίου, οι πιο διαδεδομένες στην Ευρωπαϊκή Ενωση περιβαλλοντικές ανησυχίες εμπόδισαν την επέκταση της «υδραυλικής θραύσης», μεθόδου που ενέχει κινδύνους μόλυνσης του γειτονικού των πετρωμάτων υδροφόρου ορίζοντα. Ετσι, την ίδια στιγμή που η τιμή του φυσικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες κατρακυλούσε κατά 67% σε σχέση με το 2008 και η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πετρελαιοπαραγωγός εταιρεία, η Royal Dutch Shell, συνήπτε εντός του 2013 συμβόλαιο αξίας 10 δισ. δολαρίων με την κυβέρνηση της Ουκρανίας προκειμένου να προβεί σε έρευνες εντοπισμού σχιστολιθικού φυσικού αερίου, η Γαλλία απαγόρευε το 2011 την τεχνική της υδραυλικής θραύσης αποκλείοντας από την αγορά μερικά από τα πλουσιότερα αποθέματα της ηπείρου. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, στοιχεία συμβουλευτικών εταιρειών επί ενεργειακής πολιτικής, όπως η σκωτσέζικη Woods Mackenzie, υποδηλώνουν ότι τεχνικοί λόγοι (έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, διαφορές ρυθμιστικού πλαισίου από χώρα σε χώρα) καθιστούν σήμερα το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης διπλάσιο στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ.

Παράλληλα, στη Γηραιά Ηπειρο τρέχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο πρόγραμμα ανάπτυξης «πράσινων» πηγών ενέργειας. Μπορεί στην τριετία της κρίσης που μεσολάβησε από το 2010, όταν η Ευρωπαϊκή Ενωση υιοθέτησε τον στόχο της πραγμάτωσης του 20% της ενεργειακής της παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ως το 2020, η συγκεκριμένη πολιτική προτεραιότητα να υποχώρησε αρκετές θέσεις, ωστόσο η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε στις 27 Μαρτίου 2013, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι 25 από τα 27 κράτη-μέλη είχαν ήδη υπερβεί, έστω και οριακά, τους προβλεπόμενους στόχους για τη δεδομένη χρονική στιγμή. Εξού και η αιώνια αντιρρησίας Βρετανία, ο υπουργός Οικονομικών της οποίας Τζορτζ Οσμπορν ευνοεί μια πολιτική ραγδαίας ανάπτυξης φυσικού αερίου (dash for gas) με την ανοικοδόμηση 20 σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, έκρινε πρόσφορη τη στιγμή να ταχθεί στα τέλη Μαΐου εναντίον οποιασδήποτε αύξησης του ποσοστού ως το 2030. Το προαιώνιο πρόβλημα της Ενωσης: αν κάτι διαπιστωμένα λειτουργεί, ποιος ο λόγος να το βελτιώσεις;

Οικόπεδα στο Αιγαίο

Και η Ελλάδα; Θαμπωμένη μάλλον από το οικόπεδο 12 της Κύπρου, πορεύεται εδώ και περίπου έναν χρόνο στον αστερισμό των υδρογονανθράκων, ελπίζοντας σε εισοδήματα φυλακισμένα στο υπέδαφος κάπου μεταξύ Μεσογειακής Ράχης και Λεκάνης του Ηροδότου, νότια της Κρήτης και νότια του Καστελόριζου, αντίστοιχα. Σύμφωνα με παλιότερες εκτιμήσεις του πρώην υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Γιάννη Μανιάτη στο ΒΗmagazino: «Τα επόμενα 20 με 30 χρόνια η Ελλάδα θα έχει δημόσια έσοδα από υδρογονάνθρακες ύψους τουλάχιστον 150 δισ. ευρώ». Εκτός, πάντως, από τις ενδείξεις που καθιστούν την περιοχή ως την πλέον «πετρελαιοπιθανή» του αιγαιακού χώρου, υπάρχουν και οι αντικειμενικές δυσκολίες της γειτνίασης με την Τουρκία. Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και πρώην υπουργός ΠΕΚΑ της περυσινής υπηρεσιακής κυβέρνησης Πικραμμένου, Γρηγόρης Ι. Τσάλτας, αφού παρατηρούσε πως «στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουμε πάθει κάτι που αποκαλώ ΑΟΖίτιδα», σημείωνε ότι «το φυσιολογικό θα ήταν οι χώρες να οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο και να διευθετήσουν εκεί τις διαφορές τους με βάση το δίκαιο της θάλασσας και να αποφασίσει το δικαστήριο πώς μπορεί να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο». Ας σημειωθεί εδώ ότι στην εποχή της «ΑΟΖίτιδας» η Ελλάδα, αθόρυβα, έφτανε κατά τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ στη δεύτερη θέση μεταξύ των 27 σε ηλιακή θέρμανση και στην 8η σε φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Ιουνίου 2013