«Ο χρόνος μπροστά μας και ελεύθερος. And the day still young. Σηκώστε τα ρολά για να ανταμώσετε τον υπέρτατο φαροδείκτη. Ντυθείτε ή γδυθείτε, και “περιπεράστε” μαζί μου στην κουζίνα». Ετσι υποδεχόταν τους αγουροξυπνημένους αναγνώστες της η Μαρία Χαραμή στο τεύχος 4 του BHmagazino, την Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2000, στη στήλη της Περί Ορέξεως με τίτλο «Πρωινό στο κρεβάτι»: «Η καταιγιστική ευωδιά του καφέ συνιστά τη δεύτερη ευτυχία της καινούργιας ημέρας» συνέχιζε. «Η πρώτη; Μα που ξυπνήσαμε, παιδιά. Γεροί, ορεξάτοι, να κοιταζόμαστε στα μάτια με το πρόσωπο που αγαπάμε, καθώς ο κανακάρης της Αφροδίτης μάς τοξεύει με πείσμα ανυποχώρητο και σοφό. Ο έρωτας για τη ζωή: να η πρώτη και η καταληκτική ευτυχία». Αυτή την πρώτη και καταληκτική ευτυχία η αρθρογράφος είχε την τύχη να τη βιώσει όσο λίγοι, ως την τελευταία στιγμή. Εφυγε το πρωί της Παρασκευής 19 Οκτωβρίου. Οχι πλήρης ημερών, έμπλεος όμως συναισθημάτων. Πρωταγωνιστής της ζωής της, βράχος στα δύσκολα και κατ’ εξακολούθηση «guest» στο εβδομαδιαίο ραντεβού της με το αναγνωστικό κοινό, ο πολυαγαπημένος σύζυγός της Θάνος, σταθερά δίπλα της, τηρώντας τους όρκους «for better, for worse, in sickness and in health, until death do us part».

«Στα μάτια της Μαρίας Χαραμή είχα δει το κέφι και τη λαχτάρα για την καλή ζωή, αλλά και την ανησυχία για τον πόνο του συνανθρώπου. Πάντα δοτική, δεν αμελούσε να στείλει έστω και ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δωράκι και να πει μια καλή κουβέντα για όποιον τύχαινε να συναντήσει και να την κερδίσει» μου εκμυστηρεύτηκε συνάδελφος την ώρα που την αποχαιρετούσαμε το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας στο Α΄ Νεκροταφείο, υπό βροχήν. Πράγματι, όταν η Μαρία Χαραμή σε επέλεγε, σε έκανε με τις λεπτές, ευγενικές χειρονομίες της να νιώσεις ξεχωριστός.

Συμπληρώνοντας, σε ανύποπτο χρόνο, το ερωτηματολόγιο του Προυστ για εβδομαδιαίο free press, είχε απαντήσει μονολεκτικά στις ερωτήσεις «ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;»: «Η φθορά». Και «τι νοσταλγείτε περισσότερο;»: «Το αύριο». Η ίδια ήταν η ενσάρκωση του carpe diem. Γι’ αυτό και απεχθανόταν το άσκοπο κουβεντολόι από τηλεφώνου, το θεωρούσε σκέτο χάσιμο χρόνου. Ομοίως, έψεγε φανατικά τον ψυχαναγκασμό της αυγουστιάτικης ραστώνης ή των διακοπών διαρκείας. Διακοπές από τι; Αφού η ζωή και η δουλειά «είναι το ίδιο πράγμα». Εξάλλου δεν ήταν και πολύ φίλη με τον ήλιο. Απεναντίας, τρεφόταν με γραπτό λόγο και αγάπη. Ξετρύπωνε όλα εκείνα που αρταίνουν τη ζωή και πασπάλιζε με αυτά τα γραπτά της και τις προσωπικές στιγμές της.

Οταν λέμε γραπτά, στην περίπτωση της Μαρίας Χαραμή κυριολεκτούμε. Υπήρξε από τις λίγες – αν όχι η μοναδική – συνεργάτιδες που παρέδιδαν χειρόγραφα τα κείμενά τους. Από τις λίγες με αναγνωρίσιμο, διακριτό γραφικό χαρακτήρα. Και χαρακτήρα εν γένει. Διότι μπορούσες να παραδίνεσαι στα φινετσάτα κείμενά της με τους χαριτωμένους νεολογισμούς και τις περιγραφές που πολιορκούσαν με γεύσεις και αρώματα τους σιελογόνους σου ή να διαφωνείς ρητά με τις θέσεις που τόσο παθιασμένα υποστήριζε κατά καιρούς, αλλά να γυρίσεις σελίδα αδύνατον. «Γιοκ», που θα έλεγε και εκείνη. Μικρή το δέμας, αλαφροΐσκιωτη, αέρινη σχεδόν, με σήμα κατατεθέν την κουπ α λα γκαρσόν, τη βαθιά φωνή, τα μικρά μαύρα φορέματα και τα μεγάλα μαύρα κοκάλινα γυαλιά, ακόμη και αν δεν την είχες εντοπίσει στον χώρο ή δεν την είχες προλάβει στα περάσματά της από το γραφείο, πάντα την πρόδιδε το άρωμά της – μια έντονη εσάνς τριαντάφυλλου.

Σύνθετη ιεροτελεστία να επιμελείσαι τη στήλη της. Κατέφθανε σε φάκελο: δύο ροζ bespoke επιστολόχαρτα διπλωμένα στη μέση ή – πιο συχνά – δύο απλά κομμάτια χαρτί σε φαιά απόχρωση, χωρίς γραμμές, «tabula rasa». Στην πρώτη σελίδα τίτλος, στη δεύτερη το κείμενο. Ποτέ τρίτη – δεν παρασυρόταν εκτός ορίου λέξεων. Γράμματα καλλιγραφικά, τακτικώς ερριμμένα με μπλε σκούρο μαρκαδοράκι, ανέβαζαν τον πήχη δυσκολίας για τις δακτυλογράφους μας.

Επαγγελματίας ως την τελευταία στιγμή, η Μαρία Χαραμή δεν σταμάτησε να εργάζεται. Απόδειξη η δημοσιευμένη στήλη της στο τεύχος της προηγούμενης Κυριακής, που πήρε τον δρόμο για το τυπογραφείο λίγο προτού πληροφορηθούμε το κακό νέο. Συνεπέστατη, ουδέποτε αθέτησε διορία παράδοσης. Το έκανε για πρώτη και τελευταία φορά προ δεκαημέρου. Οσοι μπορούσαν να διαβάσουν πίσω από τις γραμμές και παρακολουθούσαν ανελλιπώς τα γραπτά της, είχαν διαισθανθεί ότι, εδώ και καιρό, έδινε δύσκολη μάχη, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να συνθηκολογήσει με τον εχθρό επ’ ουδενί λόγω. Με δικά της λόγια, από το τεύχος 599 του BHmagazino: «Προ καιρού αδιαθέτησα. Τότε ήταν που κατάλαβα πως η χαρά δεν αναβάλλεται. Δεν μετατίθεται για αργότερα. Oταν θα ’χουμε γιάνει. Διότι ίσως δεν προλαβαίνουμε. Κάθε μέρα, κάθε ώρα έχει τη δική της γευστική σφραγίδα. Ακόμη και με δυσκολίες, ακόμη και με αναπηρίες, με υστέρημα δυνάμεων, πρέπει να χαιρόμαστε. Οι γύρω μας πρέπει να κρατήσουν μιαν ευχάριστη εικόνα μας. Καλημέρα σας λοιπόν, να περάσετε μιαν ωραία Κυριακή».

Ολοι εμείς οι συνάδελφοι της Μαρίας Χαραμή στο BHmagazino και στα υπόλοιπα περιοδικά του «Βήματος» αποχωριζόμαστε μια ξεχωριστή πένα και έναν χαρισματικό, θετικό άνθρωπο που ενέπνευσε όσους τη ζούσαμε από πιο κοντά με την αξιοπρέπεια και τη διακριτικότητά της, καθώς και με τα αποθέματα θάρρους, ελπίδας και πάθους για ζωή με τα οποία υποδεχόταν κάθε ευλογημένη μέρα.

Αντίο, γειτόνισσα

Από τη Θάλεια Τσιχλάκη

Το πρωί εκείνης της παρασκευής, 19 Οκτωβρίου, το τηλέφωνο δεν σταμάτησε να χτυπάει. Η είδηση του θανάτου της Μαρίας Χαραμή συγκλόνισε όσους τη γνωρίζαμε, ακόμη και αν οι συγκυρίες της ασθένειάς της την είχαν κρατήσει μακριά από τους περισσότερους από μας. Στην αρχή με παραξένεψε που τόσοι άνθρωποι ζητούσαν να μάθουν από εμένα λεπτομέρειες που και εγώ αγνοούσα. Εδώ και χρόνια, βέβαια, οι σελίδες μας στο BHmagazino ήταν σαν δυο αντικριστά παράθυρα στην ίδια γειτονιά. Η μία θα μπορούσε να κοιτάει τα γραφτά της άλλης και να ξέρει όλα όσα δεν είπαμε τα τελευταία χρόνια.

Κάθε που κατέβαζα το ακουστικό έρχονταν στο μυαλό μου όλα όσα είχαμε πει κατά καιρούς. Τη συνάντησα για πρώτη φορά σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Σαντορίνη, λίγο πριν από το 1990. Εντελώς τυχαία ανακάλυψα πως μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για τα ψάθινα καπέλα, για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, για το αβγοτάραχο και για τους σκάρους. Μερικούς μήνες αργότερα, την επισκέφθηκα στο σπίτι της, στην οδό Ρηγίλλης τότε, για να της πάρω μια συνέντευξη για το περιοδικό «Γεύση και ποιότητα ζωής». Εκεί ανακαλύψαμε πως ως παιδιά μπορεί και να είχαμε ονειρευτεί σχεδόν τα ίδια πράγματα. Ηταν η εποχή που γράφαμε ακόμη για το φαγητό με τον ενθουσιασμό και τον ρομαντισμό των νεανικών μας χρόνων και έτσι γοητεύτηκα, όπως όλοι οι φανατικοί αναγνώστες της, από το στυλ της και τον κομψό τρόπο που κένταγε το κείμενό της, αναμειγνύοντας στον καμβά της όλα τα επίπεδα της γλώσσας, μη διστάζοντας να επινοήσει και δικές της λέξεις όπου η ελληνική δεν διέθετε ακόμη αυτές που θα περιέγραφαν με ακρίβεια τις απολαύσεις του ουρανίσκου.

Τέλος εποχής, σκέφτηκα. Η Μαρία Χαραμή, η γυναίκα που διατύπωσε με τόσο ξεκάθαρο και δικό της τρόπο τους κανόνες της ευζωίας, που καθιέρωσε το στυλ ως τρόπο επικοινωνίας με τους αναγνώστες της, φεύγει ακριβώς τη στιγμή που οι άνθρωποι γύρω μας θεωρούν πλεονασμό την ευγένεια και τις αρχές του υλικού πολιτισμού.

Η ίδια έζησε την ευτυχία, ακόμη και στα δύσκολα, ακολουθώντας με συνέπεια όλα όσα προέτρεπε το κοινό της να πράττει. Και στο τελευταίο ακόμη κείμενό της, που δημοσιεύθηκε όταν πια είχε φύγει, μπορούσες να ανακαλύψεις σε κάθε λέξη της το πάθος της για τη ζωή. Το ένιωθες πως δεν σταμάτησε ούτε μια στιγμή να αναζητεί την εσωτερική της αλήθεια, αλλά και να παροτρύνει τους αναγνώστες της να βρουν τη χαρά στα μικρά πράγματα της καθημερινότητας.

Μπορεί να ξεκίνησε την καριέρα της ως «κουζινογράφος», όπως της άρεσε κάποτε να αποκαλεί τον εαυτό της, αλλά στις σελίδες της ανακάλυπτες δεκάδες συμβουλές για την πραγματική ευτυχία που βρίσκεται μέσα μας, στο εδώ και τώρα, κι όχι κάπου αλλού, σε μια φανταστική πραγματικότητα που ίσως να μην υλοποιήσουμε ποτέ.

Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα τη μικρή τριανταφυλλιά, που με κάποιο κείμενό της για τις χαρές της κηπουρικής με είχε παροτρύνει να φυτέψω. Είδα πως είχε μόλις πετάξει ένα υπέροχο ροζ τριανταφυλλάκι. Το έκοψα και το έβαλα ανάμεσα στις σελίδες μας, σαν εκείνο το χέρι που δεν πρόλαβα να της απλώσω. Μπορεί να μη μου δόθηκε η ευκαιρία να της το πω ξανά, όμως μέσα μου ξέρω πως της χρωστάω μια σημαντική χάρη. Κάποτε, στα δύσκολα της δικής μου ζωής, δεν μου χάιδεψε τα αφτιά. Με την οικειότητα που είχαμε και την ντομπροσύνη της, προτίμησε να μου τα «χώσει» με έναν δικό της τρόπο. Τα είπαμε σαν δύο αστές. Με ευπρέπεια, αλλά και με ένταση. Η σύντομη κουβέντα μας συνέβαλε στη δική μου αφύπνιση. Τότε, θαρρώ μου είπε και για την αγαπημένη δασκάλα της. Χωρίς να μου εξηγήσει τι και πώς. Ο εσωτερικός μου εαυτός άκουσε ακόμη και όσα δεν διατύπωσε με λόγια. Την άκουσα, την ευχαριστώ, την τιμώ και την αποχαιρετώ.