Οταν έδυσε ο ήλιος και ήρθε το βράδυ της 29ης Ιουνίου στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος, έκαιγε ακόμη μια φωτιά και γύρω της ήταν παρατεταγμένη μια διμοιρία των ΜΑΤ. Οσοι διαδηλωτές είχαν μείνει να κρατάνε τα πανό μπροστά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη σταμάτησαν τις κουβέντες μεταξύ τους όταν άναψαν τα φώτα της Βουλής και άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. Στη Σταδίου κάποιοι κάθονταν σε καρέκλες που βρέθηκαν εκεί πεταμένες μετά το καθιερωμένο κυνηγητό που είχε τελειώσει μισή ώρα νωρίτερα. Κοιτούσαν τους δρόμους που ήταν σπαρμένοι με σπασμένα μάρμαρα σαν να παρακολουθούσαν τα γεγονότα από την τηλεόρασή τους, τα μάτια τους είχαν αρχίσει μόλις να συνέρχονται από τα δακρυγόνα που έκαιγαν ακόμη την ανάσα. Στην είσοδο του μεγάλου ξενοδοχείου της πλατείας κάποιος είχε γράψει «Πολυτέλεια τέλος». Την ίδια στιγμή, στην ταράτσα του, ο Ρίτσαρντ Κουέστ του CNN ξεκίνησε την εκπομπή του στις 9.00 μ.μ. ακριβώς, τονίζοντας τις λέξεις με τον τρόπο που συνηθίζει: «Δραστική λιτότητα, λαϊκή εξέγερση και μια πόλη σε χάος» ξεκίνησε να λέει, ενώ η κάμερα του ειδησεογραφικού καναλιού έπαιρνε πανοραμικά πλάνα της πλατείας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τα γεγονότα στο Σύνταγμα είχαν καταγραφεί από ερασιτεχνικές και επαγγελματικές κάμερες, φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα. Στο τέλος της η καλύτερη οπτική γωνία ήταν από ψηλά και μακριά. Ακριβώς όπως είναι όταν βλέπεις την Ελλάδα από το εξωτερικό.

Εκείνη την ημέρα που επικυρωνόταν από τη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο, στην πλατεία Συντάγματος υπήρχαν περισσότεροι ξένοι δημοσιογράφοι από το συνηθισμένο. Τα ξένα media εκτός από τους κανονικούς ανταποκριτές τους είχαν στείλει και ρεπόρτερ, κυρίως του οικονομικού ρεπορτάζ. Κάποιοι, όπως η Οζλέμ Τοπτσού της γερμανικής «Die Zeit», δεν είχαν ξαναέρθει στην Αθήνα: «Ο κόσμος μού φάνηκε θυμωμένος και απογοητευμένος, αλλά και λίγο αφελής. Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι συνδιαλέγονταν και δοκίμαζαν την άμεση δημοκρατία, αλλά στα ερωτήματα πραγματικής πολιτικής και εναλλακτικών στο κατεστημένο δεν είχαν καμία ιδέα εκτός από το να επαναλαμβάνουν “θέλουμε να φύγουν οι πολιτικοί, θέλουμε άμεση δημοκρατία”». Η Μαρία Αντόνια Σάντσεζ Βαλέχο της «El Pa s», από την άλλη πλευρά, επισκέπτεται την Αθήνα σχεδόν κάθε χρόνο για διακοπές και από τον Δεκέμβριο του 2008 και μετά, σταθερά για ρεπορτάζ. «Τα τελευταία χρόνια βλέπω μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια και αστικές περιοχές, όπως η Ομόνοια και το Μεταξουργείο, σε μεγάλη δυσπραγία. Κλειστά μαγαζιά, άνεργοι στον δρόμο, κακοδιαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Επίσης, βλέπω τη μεσαία τάξη όλο και πιο φτωχή». Ο Ντάνιελ Χάουντεν του «Independent» έχει ζήσει στην Ελλάδα πέντε χρόνια. Εφυγε το 2004, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς: «Εδώ έχω εισπνεύσει τα περισσότερα δακρυγόνα από τις 50 χώρες όπου έχω κάνει ρεπορτάζ. Αλλά για πρώτη φορά με αντιμετώπισαν με την ίδια ξενοφοβία που επιφυλάσσουν οι Ελληνες για τους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη. Ως ελληνόφωνο και φιλέλληνα, με θύμωσε το γεγονός ότι με απειλούσαν και με προσέβαλλαν όταν προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά μου μιλώντας με τον κόσμο».

{{{ moto }}}

Κανείς από τους δημοσιογράφους με τους οποίους μίλησα δεν θεώρησε τις διαδηλώσεις του καλοκαιριού αδικαιολόγητες και όλοι διέκριναν τις ομάδες των «Αγανακτισμένων» από αυτούς με τις κουκούλες. Για τον Χάουντεν είναι σημαντικό ότι «η πρώτη ομάδα ασκούσε τα δικαιώματά της, ενώ η δεύτερη ήταν απλώς οι γνωστοί κακοποιοί. Το να σπας τα μαγαζιά και τα μάρμαρα προκειμένου να τα πετάξεις στην Αστυνομία είναι εξαιρετικά ανούσιο. Το να καις τα βαν των ξένων σταθμών, επίσης, είναι κατάλοιπο ενός τεμπέλικου αντιδυτικού αισθήματος που έχει ανεχθεί η ελληνική κοινωνία για πολύ καιρό».

Τα ερωτήματα σχετικά με την ελληνική κρίση είναι τα ίδια από τότε που ξεκίνησε στις αρχές του 2010 και γυρίζουν ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια σε όλα όσα διαβάζουμε και συζητάμε από τότε. Οι απαντήσεις αλλάζουν κάθε δύο-τρεις μήνες και αυτές που δίνουμε στην Ελλάδα έχουν πολύ συναίσθημα και μερικές φορές πολλή μικροπολιτική για να τις εμπιστευτείς απόλυτα. Το πιο βασικό ερώτημα εξακολουθεί να είναι το εξής: Θα χρεοκοπήσουμε; «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία» λέει ο Ρίτσαρντ Κουέστ. «Αν δεις τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου που η Standard & Poor’s έχει χαρακτηρίσει επιλεκτική χρεoκοπία, θα διαπιστώσεις ότι, όταν αυτή εφαρμοστεί, η Ελλάδα θα θεωρείται ότι έχει κάνει ακριβώς αυτό. Αν θα ακολουθήσει μια ευρύτερη χρεοκοπία; Είναι αναπόφευκτο. Eχετε ένα χρέος που αυξάνεται, χωρίς τη δυνατότητα να το αποπληρώσετε και ακόμη έναν χρόνο ύφεσης με την οικονομία να συστέλλεται κατά 5%. Από τη στιγμή που άρχισε το πρόβλημα, πριν από 18 μήνες, η Ελλάδα χρειαζόταν βοήθεια. Η Ισπανία και η Ιταλία, για παράδειγμα, ούτε χρειάζονται διάσωση ούτε θα έπρεπε. Οι ευρωπαϊκές αρχές δεν ήθελαν να το αναγνωρίσουν, παρά το γεγονός ότι οι σύμβουλοί τους τους έλεγαν ότι θα πρέπει να δράσουν άμεσα. Το ίδιο πάει να γίνει και τώρα. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι δεν θα χρεοκοπήσει, μέχρι τελικά να γίνει αυτό και να πει: “Α, δεν είναι ακριβώς χρεοκοπία”».

Ο Κουέστ θεωρεί ότι η χρεοκοπία είναι απαραίτητη και ότι έπρεπε εδώ και καιρό να έχει γίνει. Μου περιγράφει το ελληνικό πρόβλημα με ένα παράδειγμα που νομίζω ότι θα μπορούσε να συνοψίσει την οπτική του μέσου ενημερωμένου Ευρωπαίου: «Η Ελλάδα είναι σαν μια χοντρή κυρία που βλέπει στον δρόμο μια λεπτή και για να γίνει σαν εκείνη βάζει έναν κορσέ. Τραβάει και τραβάει, και ξαφνικά μοιάζει με τη λεπτή. Αλλά τελικά ο κορσές σπάει, επειδή δεν έχει κάνει τίποτε στην πραγματικότητα για να χάσει τα κιλά. Στα καλά χρόνια δεν έγιναν οι δομικές αλλαγές για να γίνει πιο ανταγωνιστική η οικονομία. Οι αλλαγές αυτές γίνονται τώρα in extremis, με την πίεση της διάσωσης και της λιτότητας, και αυτό είναι η τραγωδία».

Είναι πια προφανές σε όλους ότι το πρόβλημα χρέους είναι ευρωπαϊκό, αλλά, όπως διακρίνει η Σάντσες Βαλέχο, στην Ελλάδα είναι και δομικό: «Είναι μια κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική κρίση, όχι μόνο οικονομική. Αιτία της είναι η αποτυχία του συστήματος και οι δεκαετίες λειτουργίας ενός πελατειακού κράτους». Ο Μάρκους Γουόκερ της «Wall Street Journal» προσθέτει σε αυτό και ευθύνες στους ευρωκράτες: «Η Ελλάδα πληρώνει το τίμημα για την πιστωτική φούσκα και οι πραγματικοί ένοχοι είναι οι σχεδιαστές του ευρώ που δεν προέβλεψαν ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί. Αυτός ο σχεδιασμός, σε συνδυασμό με τις αδυναμίες στο ελληνικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, δημιούργησαν την κρίση». Για τον Αντίτια Τσακραμπόρτι του «Guardian» αυτή η φούσκα δημιουργήθηκε μετά το 2000 με τον εξής τρόπο: «Αυτό που συνέβη στη δεκαετία του ευρώ ήταν ότι οι μισθοί στη Γερμανία σταμάτησαν να αυξάνονται. Οπότε οι τραπεζίτες που έβλεπαν ότι οι επιχειρήσεις δεν αναπτύσσονταν και οι καταναλωτές δεν ξόδευαν, προσανατολίστηκαν προς τη Νότια Ευρώπη. Ετσι η αυτοσυγκράτηση της Γερμανίας δημιούργησε μια φούσκα στην περιφέρεια, σε Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Ισπανία». Σε αυτήν τη μέση άποψη υπάρχουν προφανώς και οι φωνές από τα δεξιά, όπως, για παράδειγμα, των αμερικανών αναγνωστών της «Journal»: «Ο μέσος Αμερικανός ίσως θεωρεί ότι η Ελλάδα ήταν μια σοσιαλιστική χώρα που χρηματοδοτούσε ένα μεγάλο κράτος πρόνοιας και τώρα πληρώνει το τίμημα. Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι οι Ελληνες δεν έδωσαν προσοχή στα συστημικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ίδιοι τα τελευταία χρόνια, αλλά έτρωγαν σουβλάκι και διασκέδαζαν» λέει ο Γουόκερ. Για τον Τσακραμπόρτι «αυτά είναι βλακείες. Τα εξώφυλλα τoυ “Spiegel” που έγραφαν πόσο τεμπέληδες είναι οι Ελληνες δείχνουν πόσο βάρος θεωρούν οι Γερμανοί τα τελευταία 15 χρόνια την υπόλοιπη ευρωζώνη, ενώ στο παρελθόν, επί Κολ και Σρέντερ, πίστευαν ότι την είχαν ανάγκη. Η Ελλάδα δεν παίρνει αυτό που της αξίζει. Μήπως τώρα και η Ισπανία και η Πορτογαλία παίρνουν αυτό που τους αξίζει; Μπορείς να κριτικάρεις την κυβέρνηση, βέβαια, για το ότι δεν έκανε τις απαραίτητες αλλαγές στον κρατικό τομέα. Αν επισκεφθεί κανείς την Ελλάδα, καταλαβαίνει πόσο λίγα προσφέρει στον πολίτη το κράτος. Αν είσαι σοβαρά άρρωστος, τότε είσαι μόνος σου».

Στην αρχή της κρίσης ήταν πολλοί εκείνοι που έλεγαν ότι αυτό το ξαφνικό σοκ ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν αυτή η χώρα για να καταλάβει ότι πρέπει να αλλάξει. Δεν υπάρχει κανείς που να μη διατυπώνει την αφοσίωσή του στην ιδέα της αλλαγής. Οπως λέει και ο Τσακραμπόρτι, «το κοινό θέμα, είτε ανήκεις στον χώρο σκέψης του Λαπαβίτσα είτε της Μπακογιάννη, είναι ότι το κράτος πρέπει να αλλάξει». Για τον Κουέστ: «Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν δομικές αλλαγές αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα μαζί με τη λιτότητα. Αν οι συντάξεις κόβονται και οι πολίτες καταλαβαίνουν ότι είναι αναγκαίο, αν δουλεύουν περισσότερες ώρες, αν λένε ότι θα χρεώνω λιγότερο για αυτό, αν πληρώνουν τους φόρους τους. Αν γίνουν αυτά, τότε η Ελλάδα θα έχει ισχυρότερη οικονομία. Αν το μόνο που γίνεται είναι να κόβονται μισθοί, τότε το μόνο που συμβαίνει είναι η ύφεση και σε δύο χρόνια θα είστε στο ίδιο σημείο». Η Σάντσες Βαλέχο θεωρεί ότι η λιτότητα είναι απαραίτητη για αυτές τις αλλαγές: «Δυστυχώς για τους φορολογούμενους η λιτότητα θα βαθύνει βραχυπρόθεσμα την κρίση αποτρέποντας την ανάπτυξη, αλλά ελπίζουμε να χτίσει ένα νέο οικονομικό μοντέλο κατάλληλο για τον 21ο αιώνα». Ο Χάουντεν δεν συμφωνεί: «Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει δρόμος έξω από την κρίση χωρίς ανάπτυξη. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα αξιόπιστο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για να αποπληρώσει το χρέος της και έναν βραχυπρόθεσμο μηχανισμό για να τονώσει την ανάπτυξη. Ταυτόχρονα οι πιο ήσυχοι και πιο προοδευτικοί Ελληνες θα πρέπει να συμμετάσχουν πια ενεργά σε συζητήσεις, όπως αυτή για την Παιδεία, που έχουν παραδοθεί στις πιο φωνασκούσες και ηλίθιες τάσεις μέχρι τώρα». Ο Τσακραμπόρτι δεν βρίσκει ποια θα μπορούσε να είναι πλέον η εναλλακτική: «Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και η τρόικα νιώθει ότι μπορεί να της επιβληθεί. Αν είχατε αρνηθεί με επιτυχία τη λιτότητα, θα έπρεπε να είχατε βρει συμμαχίες με χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Τα μέτρα που αναγκάστηκε να πάρει ο Παπανδρέου πιστεύω ότι στραγγαλίζουν την οικονομία και αφήνουν τις κρατικές εταιρείες να αγοραστούν σε τιμή ευκαιρίας από ξένες. Αυτό δεν είναι ούτε παραγωγικό, ούτε δημοκρατικό, ούτε ηθικό».

Για την παραδοσιακή Αριστερά, μία από τις λύσεις ήταν από την αρχή η έξοδος από το ευρώ. Δεν βρίσκω κανέναν από τους δημοσιογράφους που ήταν στην Αθήνα τον Ιούνιο να συμφωνεί. «Ας μου πει κάποιος πώς η Ελλάδα μπορεί να φύγει από το ευρώ» λέει ο Κουέστ. «Δεν υπάρχει κανένας τέτοιος μηχανισμός. Ακόμη και αν έβρισκαν έναν τρόπο να σπάσουν τους κανόνες, αυτό θα δημιουργούσε άπειρα προβλήματα. Θα έπρεπε μέσα σε μια νύχτα να επιστρέψετε στη δραχμή, οι τιμές να μετατραπούν σε αυτήν με μία ισοτιμία, αλλά εσείς θα χρησιμοποιούσατε ευρώ, διότι αυτά θα είχατε στην τσέπη σας. Αν έχεις λεφτά σε μια ελληνική τράπεζα και καταλάβεις ότι επιστρέφει η δραχμή, θα τα μετέφερες πιο γρήγορα από όσο μπορείς να πεις “Παπανδρέου”. Σύμφωνα με την έκθεση της UBS, το κόστος για να φύγεις από το ευρώ θα ήταν το 40% του ΑΕΠ. Θα ήταν μνημειώδης καταστροφή». Ο Αλέν Σαλ της «Le Monde» σκέφτεται ότι «ίσως τότε να ευνοηθούν οι εξαγωγές σας, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτές είναι μόνο το 10% του ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να αυξηθεί, αλλά θα πρέπει να εισάγετε με τιμές ευρώ».

Παρ’ όλο που έχουμε όλοι καταλάβει ότι ο χειμώνας που έρχεται θα είναι χειρότερος από τον προηγούμενο, εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε αν σε έναν χρόνο από τώρα θα είμαστε πιο αισιόδοξοι. Ο Γουόκερ πιστεύει ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο «η Ελλάδα θα έχει αναδιαρθρώσει το χρέος της με ένα μεγάλο κούρεμα, ίσως στο 50%. Αλλά η οικονομία θα είναι σε ύφεση, διότι ύστερα από αυτό κανείς δεν θα θέλει να τη δανείσει. Θα πρέπει να περιοριστεί το κράτος και αυτό θα σημαίνει περισσότερη κοινωνική δυστυχία, ανεργία, θα κλονιστεί το πολιτικό σύστημα, ίσως και η ελληνική Δημοκρατία. Αλλά σε μια χώρα που έχει ζήσει χούντα, δεν νομίζω ότι θα θέλει κανείς να πειραματιστεί με ένα αυταρχικό πολίτευμα».

Το παράδειγμα της χρεοκοπίας και της ανάκαμψης της Αργεντινής έχει γίνει πια περίφημο στη χώρα μας, αλλά τη χρονιά που συνέβαινε αυτό οι Ελληνες ήταν πολύ απασχολημένοι με το Χρηματιστήριο για να εκφράσουν δημόσια κάποιου είδους αλληλεγγύη. Οι ευρωπαίοι πολίτες με τους οποίους μίλησα ένιωσαν όλοι την ανάγκη να μου πουν ότι κατανοούν τη δυστυχία και ότι είναι δύσκολο να μιλάς για αυτήν χρησιμοποιώντας πολλούς οικονομικούς όρους. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να εκτιμηθεί.

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 9 Οκτωβρίου 2011.