Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την τέχνη; «Η μητέρα μου διηγείται συνήθως μία ιστορία. Στον θάλαμο του μαιευτηρίου η νοσοκόμα κρατούσε μια χρωματιστή πετσέτα. Ενώ όλα τα μωρά έκλαιγαν, εγώ παρακολουθούσα τις κινήσεις που έκανε με αυτή. «Aυτός θα γίνει καλλιτέχνης» αποφάνθηκε».
Φαντάζομαι ότι στο σχολείο συνεχώς ζωγραφίζατε… «Ναι. Πρόσφατα μάλιστα μια καθηγήτριά μου μού αποκάλυψε κάτι που με πίκρανε. Στην Α’ Γυμνασίου είχαν κάνει συμβούλιο στο σχολείο για να με αποβάλουν. Θεωρούσαν προβληματικό το γεγονός ότι ζωγράφιζα συνέχεια. Πλήρης ακρωτηριασμός της φαντασίας».
Σήμερα δημιουργείτε έργα από αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικού. Γιατί επιλέξατε αυτό το υλικό; «Αυτή η ιδέα γεννήθηκε πριν από 17 χρόνια στη Νέα Υόρκη, όπου πλέον κατοικώ μόνιμα. Ζούμε στην εποχή του αλουμινίου. Πήρα λοιπόν ένα υλικό που συμβολίζει τον καταναλωτικό μας πολιτισμό, έσπασα τη φόρμα του και δημιούργησα τέχνη μέσα από αυτό. Πρόκειται για μια τεχνική που έχω πατεντάρει εδώ και χρόνια. Φτιάχνω ένα είδος μεταλλικού υφάσματος. Το πρώτο έργο που δημιούργησα, θυμάμαι, ήταν ένα βασιλικό κοστούμι της Ελισάβετ Α’».
Η έκθεσή σας «Μαρία Κάλλας – Μήδεια – Αργοναύτες» φιλοξενήθηκε στο Εθνογραφικό και Ιστορικό Μουσείο των Ανακαλύψεων της Πορτογαλίας. «Ναι. Δέχθηκα μια πρόσκληση από την Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών της Λισαβόνας. Νομίζω ότι ο επιμελητής μου Αριστοτέλης Καραντής έκανε εξαιρετική δουλειά. Η μεγάλη ντίβα είχε ερμηνεύσει την τραγική Μήδεια και έτσι προσπάθησα να εξερευνήσω τον νοητό άξονα που συνδέει τον μύθο των Αργοναυτών με τους ποντοπόρους πορτογάλους εξερευνητές».
Ποια έκθεσή σας θεωρείτε σταθμό στην καριέρα σας; «Την έκθεση με τα κοστούμια της Μαρίας Κάλλας που παρουσίασα πριν από κάποια χρόνια. Θα πω κάτι, ελπίζω να μην ακουστεί αλαζονικό. Ενιωσα ότι με έναν περίεργο τρόπο οι μοίρες μας ενώθηκαν. Με αυτή την έκθεση κέρδισα τον παγκόσμιο Τύπο, σαν να πήρα ένα κομμάτι από τη φήμη της. Την ίδια στιγμή έζησα την απόλυτη θλίψη. Εχασα τον καλό μου φίλο, τον έλληνα ηθοποιό του Μπρόντγουεϊ Τζορτζ Μπεστ Κωστάκο».
Φανταζόμουν πως θα διαλέγατε την έκθεση «Φως στο Σκοτάδι», όπου εμπνευστήκατε από το έργο Δομήνικου Θεοτοκόπουλου… «Σίγουρα ήταν μια πολύ σημαντική έκθεση για εμένα. Σκεφτείτε ότι τα έργα μου παρουσιάστηκαν δίπλα στα αυθεντικά αριστουργήματα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στο Κρατικό Museo del Greco στο Τολέδο της Ισπανίας. Και λυπάμαι πολύ που αυτή η έκθεση δεν παρουσιάστηκε στην Ελλάδα».
Γιατί συνέβη αυτό; «Δεν γνωρίζω. Πηγαίνω όπου με καλούν. Μέχρι αυτή τη στιγμή έχω εκθέσει σε μέρη όπως το Κρατικό Μουσείο του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ισαάκ στην Αγία Πετρούπολη, το Εθνικό Μουσείο Γυναικών στις Τέχνες στην Ουάσιγκτον, στο Ανάκτορο Χόφμπουργκ στη Βιέννη. Από τον τόπο μου δεν έχω δεχτεί κάποια πρόταση. Θα ήθελα πάντως να δημιουργήσω ένα μουσείο με τα έργα μου στην Ελλάδα. Να μου πείτε, μπορεί να την πατήσω, σαν τον καημένο
τον Ιόλα».
Στην Ελλάδα δεν αγαπάμε την τέχνη; «Τη θεωρούμε κάτι περιττό. Η ελληνική σύγχρονη τέχνη δεν υποστηρίζεται, ενώ έχουμε χαρισματικούς καλλιτέχνες. Και είναι λάθος. Θα μπορούσαμε να κερδίσουμε πολλά μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας. Εχω βρεθεί πολλές φορές στη δυσάρεστη θέση να παρακαλώ έλληνες διπλωμάτες να έρθουν στα εγκαίνια μιας έκθεσής μου. Και όχι για εμένα, αλλά για το καλό όνομα της Ελλάδας».
Εχετε βγάλει χρήματα από την τέχνη σας; «Ναι. Ομως ό,τι έχω κερδίσει επιστρέφει στη δουλειά μου. Η τεχνική που χρησιμοποιώ έχει τεράστιο κόστος και μια έκθεση μπορεί να στοιχίσει χιλιάδες ευρώ. Γι’ αυτό το κράτος πρέπει να υποστηρίζει τους καλλιτέχνες. Ποτέ βέβαια δεν συνέβαινε. Ακόμη και ο Βαν Γκογκ δεν είχε χρήματα να αγοράσει τις μπογιές του».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ