Μετά το μυθιστόρημα «Υπουργός νύχτας» επιστρέφετε στα διηγήματα με το «Ντεπό» (αμφότερα από
τις εκδόσεις Πατάκη).
«Το διήγηµα είναι θωρηκτό τσέπης. Για να το πω αλλιώς:
δεν είναι το υποβρύχιο, αλλά η τορπίλη, που κάνει την τελική ζηµιά. Θέµα πυκνής γόµωσης
σε ελάχιστο χώρο, κι ευστοχία».

Οι ήρωές σας, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ζουν τη δική τους μεγαλειώδη στιγμή. Συμβαίνουν, αλήθεια, στην καθημερινότητά μας τέτοιες στιγμές αποκάλυψης; «Συνέχεια. Αλλά πρέπει
να είσαι σε κατάσταση θάµβους
για να δεις µια τέτοια στιγµή.
Να υπάρχει άνωθεν επίσκεψις. Αλλιώς δεν συµβαίνει τίποτε. Ολα φαίνονται σαν νοβοπάν».

Στο βιβλίο επαναλαμβάνεται το μοτίβο του κυνηγού ο οποίος μετανοεί και χαρίζει τη ζωή στο άτυχο ζώο που ετοιμάζεται να σκοτώσει. Γιατί; «Τα ζώα είναι ανυπεράσπιστα. Στο έλεός µας. Μάλλον είναι δική µου ενοχή κι απολογία, λόγω του ότι µικρός σκότωνα µε σφεντόνα πουλιά, δηλαδή αγγέλους. Η τύψη αυτή δεν θα µ’ εγκαταλείψει».

Για ακόμη μία φορά η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστούν στα διηγήματά σας. Τι αγαπάτε σε αυτές; «Ο τόπος στη λογοτεχνία είναι προσχηµατικός. Δεν έχει σηµασία. Φτιάχνεται πλασµατικά, για να υπηρετεί την αφήγηση. Η ονοµασία του τόπου (που είναι πάντα ρευστός και αλλοιούµενος) σ’ εµένα είναι πιο πολύ τιµητική, κι όχι ουσιώδης. Θα µπορούσα αντί να βάλω τη δράση σ’ ένα µοναστήρι του Αθω, να τη βάλω σ’ ένα των Μετεώρων. Το αποτέλεσµα θα ήταν το ίδιο».

Το βιβλίο συνδιαλέγεται με το παρελθόν. Τι νοσταλγείτε;
«Δεν νοσταλγώ, µάλλον επινοώ συνθετικά κι αφαιρετικά ένα άλλο παρελθόν –σηµασία έχει δηλαδή η αφήγηση και µόνο ό,τι συµβαίνει µέσα σε αυτήν. Τι είναι το παρελθόν; Μια αφαίρεση, κάθε φορά. Εδώ το παρόν δεν µπορούµε να συλλάβουµε. Ποιος ξέρει τελικά τι έγινε στο Βατοπαίδι;».

Δύο διηγήματα είναι αφιερωμένα σε ιστορίες από τον Εμφύλιο. Σήμερα που η κουβέντα έχει ανοίξει ξανά, πιστεύετε ότι τα τραύματα είναι ακόμη νωπά; «Αν υπάρχουν πληγές ανοιχτές, γράφω για να βοηθήσω να κλείσουν. Ξέρω ότι είναι αυταπάτη. Οσοι κρατούν ανοιχτά τα τραύµατα, το κάνουν για καπηλεία ή από απλό φανατισµό».

Αλήθεια, πώς θα περιγράφατε την Ελλάδα σε κάποιον που δεν ξέρει τίποτε για τη χώρα μας; «Είναι µια καλλονή που πάσχει από κατάθλιψη».

Ποιο βιβλίο άλλαξε τον τρόπο σκέψης σας; «Διάβασα το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ στα 13 µου. Ανοιξαν οι ουρανοί. Με χτύπησε κεραυνός κι αποφάσισα ότι µόνο αυτό αξίζει να κάνω πραγµατικά στη ζωή µου: να γράφω».

Βάλτε μας στο δημιουργικό σας εργαστήριο. Τι χρειάζεστε για να γράψετε; «Μοναξιά, κοµπιούτερ, τα σκυλιά και τις γάτες µου, επάρκεια σε τσιγάρα, καφεΐνη και λίγο αλκοόλ. Δεν αντέχω, πια, πάνω από δυο ποτήρια την ηµέρα. Και δυο πολύχρονους φίλους µου, να µε συµβουλεύουν όταν χρειάζεται. Να µε διορθώνουν χωρίς έλεος».

Αλήθεια, πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της γραφής για εσάς; «Κατά βάση γεννιέσαι µε αυτό το κουσούρι, του γραψίµατος. Μετά έρχεται µια στιγµή, όπως είπα, ένα βιβλίο, κάτι, και προκύπτει η έλλαµψη. Η διά βίου απόφαση. Ο ζήλος κατ’ επίγνωση. Είναι νόσηµα θώρακος, αυτοάνοσο».

Σε ποιον βαθμό πιστεύετε στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής; «Ολα λίγο-πολύ διδάσκονται, άρα και οι (άπειρες) τεχνικές της γραφής. Αν δεν έχεις, όµως, το Αγγιγµα από πριν, είναι τζάµπα παιδεµός. Αλλιώς κάθε φιλόλογος θα ήταν κι ένας Ντοστογέφσκι».

Ποιο είναι το καλύτερο σχόλιο που σας έχει κάνει ποτέ αναγνώστης σας; «Μου είπε µια κυρία: «Εξαιτίας του βιβλίου σας έκαψα τα ρεβίθια»».

Για ακόμη μία φορά οι πολιτικοί παρελαύνουν από τη ΔΕΘ. Τελικά υπάρχει κάποιο νόημα σε όλο αυτό; «Να ‘χαµε να λέγαµε, και γόπες να φουµέρναµε». l

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ