Πείτε μου λίγα λόγια για τη «Δεύτερη φωνή», το νέο έργο που υπογράφετε με τον Θανάση Παπαθανασίου. «Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας µπαµπάς και µια µαµά που είχαν µια κορούλα και έναν γιο. Ο µπαµπάς και η µαµά γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και παντρεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, της δεκαετίας που θα άλλαζε τα πάντα στην Ελλάδα. Kάπως έτσι αρχίζει το παραµύθι της Μεταπολίτευσης. Ενα παραµύθι µε καλούς Ελληνες και τους κακούς πάντα στο εξωτερικό να απεργάζονται την καταστροφή µας. Ενα παραµύθι όπου ζήσαµε εµείς καλά και «αυτοί» καλύτερα, αλλά στις µέρες µας τελειώνει. Και το τέλος είναι πάντα πικρό».
Γιατί; «Γιατί περνάς από µια βεβαιότητα –τη βεβαιότητα της συνήθειας –στο άγνωστο. Πρέπει να µάθουµε να ζούµε αλλιώς κι αυτό µας αποσυντονίζει. Και γεννάει τέρατα και φόβους ξεχασµένους, προϊστορικούς. Αυτή την οδυνηρή µετάβαση από το «δεδοµένο και κατακτηµένο» στο αχαρτογράφητο προσπαθεί να φωτογραφίσει το έργο µας».
Μιλάτε για τα διαψευσμένα όνειρα της Μεταπολίτευσης, στρέφοντας τον καθρέφτη στο κοινό; «Τα δήθεν «αιτήµατα» της Μεταπολίτευσης δεν ήταν όνειρα. Hταν προφάσεις για να καλύψουν όπως όπως την απληστία της γενιάς µας. Δεν µας διέψευσε η πραγµατικότητα. Μας διέψευσε ο εαυτός µας. Οσο για τον καθρέφτη, θέλω να πιστεύω ότι κάθε έργο µας –ακόµη και τα πιο «ανώδυνα» –είναι καθρέφτες της ελληνικής κοινωνίας».
Είστε συνδεδεμένος με τον Θανάση Παπαθανασίου. Συγκρούσεις μεταξύ σας δεν υπήρξαν; «Συγκρούσεις πολλές. Απειρες. Αλλά καµιά τάση αποκοπής».
Τι ήταν αυτό που σας έδεσε; «Μόνο για τις ασήµαντες επιλογές µας µπορούµε να απαντήσουµε. Για παράδειγµα, γιατί αγοράσαµε αυτό το αυτοκίνητο, γιατί επιλέξαµε αυτό το παντελόνι. Αλλά τις σηµαντικές επιλογές ζωής –γιατί συνεργαζόµαστε µε αυτόν τον άνθρωπο και όχι µε κάποιον άλλο; –δεν µπορούµε να τις αιτιολογήσουµε. Λέµε γενικώς και αορίστως «έχουµε χηµεία»».
Εχετε πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό σας. Μπήκατε στον πειρασμό να γράφετε μόνο για την επιτυχία; «Αυτή η ερώτηση δεν έχει περιεχόµενο. Ολοι γράφουµε, παίζουµε ή χορεύουµε για αυτό που αντιλαµβανόµαστε ως επιτυχία. Απλώς άλλοι έχουµε και ποιοτικά κριτήρια για αυτό που ονοµάζουµε επιτυχία και άλλοι µόνο ποσοτικά».
Εχουμε διαβάσει εδώ και καιρό ότι ετοιμάζετε καινούργια ταινία. Γιατί έχει αργήσει να προβληθεί; «Δεν βρίσκουµε χρήµατα. Τόσο οι «πλούσιοι» της πατρίδας µας όσο και το επίσηµο ελληνικό κράτος δεν πιστεύουν ότι πρέπει να συνεχίσουµε στον κινηµατογράφο».
Ενώ ο ελληνικός κινηματογράφος γνωρίζει άνθηση στο πεδίο των δραματικών ταινιών, δεν συμβαίνει το ίδιο με την κωμωδία… «Δεν βλέπω άνθηση. Θα υπήρχε αν γυρίζονταν τουλάχιστον τριάντα ταινίες τον χρόνο και οι πέντε πήγαιναν εισπρακτικά καλά, όπως πήγε η ταινία του Παπακαλιάτη. Κάποιες αποσπασµατικές εµπορικές ή καλλιτεχνικές επιτυχίες εδώ κι εκεί δεν µου λένε τίποτα».
Η διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών και το τηλεοπτικό τοπίο που διαμορφώθηκε πώς σας φαίνονται; «Ο,τι κόβει δουλειές στον ήδη καταρρακωµένο κλάδο µας µε βρίσκει κάθετα αντίθετο».
Ποια είναι η μεγαλύτερη πολυτέλεια που επιτρέπετε στον εαυτό σας; «Καµία πλέον. Μόνο το φαγητό. Είναι το φαγητό πολυτέλεια;».
Ο έρωτας περνάει από το στομάχι ή από το χιούμορ; «Το σεξ είναι απόλαυση. Η αγάπη είναι ευλογία. Ο έρωτας είναι αρρώστια και καλό είναι να µην περνάει από πουθενά. Πάντως, σίγουρα δεν περνάει ούτε από την κουζίνα ούτε από το χιούµορ. Περνάει από τον σκοτεινό βυθό του ασυνείδητου».
«Δεύτερη φωνή»: Σκηνοθεσία Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Θέατρο Αποθήκη (Σαρρή 40, Ψυρρή), Τετάρτη έως Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ