Φωτογραφία εξωφύλλου: Andrew H. Walker/Variety/Rex/Shutterstock

«Είναι λίγο στεγνή». Μια φίλη που την έχει γνωρίσει και συμφάγει μαζί της στο Παρίσι, συνόδευσε τη διαπίστωσή της με μια χειρονομία γύρω από το πρόσωπό της για να τονίσει την αυστηρότητα και την εγκράτεια στην έκφραση συναισθήματος και την έλλειψη διαχυτικότητας. «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν είναι φιλική και ευχάριστη» έσπευσε να συμπληρώσει. Αυτή την εντύπωση δίνει σταθερά η Ιζαμπέλ Ιπέρ αν κρίνει κανείς από όσα γράφονται για αυτήν τη σπουδαία ηθοποιό στον Τύπο παγκοσμίως. Και γράφονται πολλά, γιατί στα 63 της είναι αεικίνητη και γεμάτη συναρπαστικές υποχρεώσεις σε Ευρώπη και Αμερική –ο λόγος για τον οποίο αυτή η συνέντευξη έγινε ύστερα από επιβεβλημένες αναβολές. Από τη μία, η κούρσα για τις υποψηφιότητες των Οσκαρ χάρη στην πολυσυζητημένη ταινία «Εκείνη» του Πολ Βερχόφεν την έφερνε στις ΗΠΑ (παρεμπιπτόντως, όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές η Ιπέρ κέρδισε άλλο ένα βραβείο για την ερμηνεία της, το Gotham Αward, που συχνά θεωρείται προπομπός των Οσκαρ). Από την άλλη, η παράσταση «Phaedra(s)» του Κριστόφ Βαρλικόφσκι την κρατούσε στην Ευρώπη και στο Βέλγιο λίγο προτού κατηφορίσει στην Ελλάδα και ανέβει στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, όπου θα γίνει επί τρεις ώρες η πολυμορφική μούσα του πολωνού σκηνοθέτη, η διαχρονική Φαίδρα, με αφορμή τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, τη Φαίδρα του Σενέκα, το έργο «Φαίδρας έρως» της Σάρα Κέιν, το μυθιστόρημα «Ελίζαμπεθ Κοστέλο» του Νοτιοαφρικανού Τζ. Μ. Κούτσι και τα κείμενα του Καναδολιβανέζου Ουαζντί Μουαουάντ.

Πάντως, στη συνομιλία μας, ήταν ευγενική και αρκετά ζεστή, όσο τουλάχιστον μπορεί να είναι απέναντι σε μία άγνωστη. Εμοιαζε κουρασμένη, αλλά ζωντάνεψε αμέσως μόλις άρχισε να μιλάει για τους ρόλους της. Οταν ήταν νέα και ήδη αναγνωρισμένη ηθοποιός –το πρώτο της βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών το είχε κερδίσει ήδη από το 1978, όταν δηλαδή ήταν μόλις 25 ετών, για την ταινία «Violette Nozière» του Κλοντ Σαμπρόλ –είχε πει στον κριτικό κινηματογράφου Ρότζερ Εμπερτ: «Ακόμη και όταν είσαι ο εαυτός σου υποδύεσαι έναν ρόλο. Οταν δίνω, για παράδειγμα, συνέντευξη, υποδύομαι τον ρόλο του εαυτού μου που δίνει συνέντευξη». Ποια είναι τελικά η Ιζαμπέλ Ιπέρ, αυτή η συγκλονιστική ηθοποιός, η γαλλίδα μούσα του Σαμπρόλ και του Χάνεκε, του Βαρλικόφσκι και του Γουίλσον; Είναι όντως ευγενική, φιλική, αλλά και σε πλήρη έλεγχο των ορίων των εξομολογήσεών της; «Κοιτάξτε την Γκρέτα Γκάρμπο», έλεγε την ίδια χρονιά στον Εμπερτ. «Δεν ήξερε ποια ήταν, και εν τέλει τα παράτησε». Φαίνεται τελικά πως η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν είχε ποτέ αυτό το πρόβλημα.
Στην παράσταση του Βαρλικόφσκι, που θα δούμε σύντομα στη Στέγη, το έργο έχει συντεθεί από διαφορετικά κείμενα, εκ πρώτης όψεως όχι και τόσο συναφή με τη Φαίδρα και την ιστορία της. Ποιος είναι ο συνδετικός ιστός τους; «Υπάρχουν τρεις πολύ διαφορετικές Φαίδρες στην παράσταση. Η πρώτη είναι περισσότερο πολιτική και προκύπτει από το κείμενο του Ουαζντί Μουαουάντ, όπου παρουσιάζεται ως μετανάστρια. Μας θυμίζει την ιστορία με τον Θησέα και το πώς εκείνος σκότωσε όλη την οικογένειά της προτού γίνει άνδρας της. Η δεύτερη Φαίδρα σκιαγραφείται μέσα από το κείμενο της Σάρα Κέιν και είναι περισσότερο μια νοικοκυρά, μια μικροαστή που ερωτεύεται τον άνδρα της κόρης της. Είναι μια πιο ερωτική οπτική της Φαίδρας. Στο τρίτο μέρος, όπου παρουσιάζονται αποσπάσματα από την «Ελίζαμπεθ Κοστέλο», η Φαίδρα γίνεται μια φεμινίστρια η οποία μιλάει για την επιθυμία και την επιρροή των θεών επάνω στους ανθρώπους. Η σύνθεση των κειμένων καλύπτει πολλές θεματικές που αφορούν μια ηρωίδα γένους θηλυκού γενικότερα. Τη μετανάστρια, την πολιτικοποιημένη, τη νοικοκυρά, τη διανοούμενη».
Ο απαγορευμένος έρωτας της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο περνάει σε δεύτερο πλάνο; «Υπάρχει στο επίκεντρο της ιστορίας, καθώς όλη η παράσταση πραγματεύεται το θέμα της ερωτικής επιθυμίας, του πόθου που μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο. Είναι ένα οικουμενικό statement για τον απαγορευμένο έρωτα όπως περιγράφεται στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη. Η Σάρα Κέιν σκληραίνει το φως που ρίχνει στους οικογενειακούς δεσμούς και τις σχέσεις, καθώς ο Ιππόλυτος κοιμάται με την πεθερά του αλλά και με τη θετή αδελφή του. Μεγεθύνει αυτήν την τρομακτική εικόνα του έρωτα που υπάρχει ούτως ή άλλως στον αρχετυπικό μύθο και την εξωθεί σε ένα επίπεδο ακόμη πιο άγριο, πιο βάναυσο. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο από την άλλη, ως μια διανοούμενη που είναι, το εξετάζει από την οπτική τού τι σημαίνει να είσαι γυναίκα και να είσαι ελεύθερη να διαχειριστείς την ερωτική επιθυμία σου».
Οπότε η Φαίδρα είναι μια ιδέα και όχι ένας χαρακτήρας; «Ναι, απολύτως. Ο Βαρλικόφσκι δεν περιορίζεται στην αυστηρή αναπαράσταση της αρχετυπικής Φαίδρας, αλλά παίρνει τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί χάρη στην ιστορία της στο συλλογικό φαντασιακό: ο έρωτας, ο θάνατος, η ενοχή, η ντροπή, όλα τα συναισθήματα που συνδέονται συνήθως με τη συγκεκριμένη ηρωίδα. Παίρνει την καρδιά του μύθου, τη διευρύνει διακειμενικά και κάνει ένα οικουμενικό σχόλιο για τον έρωτα, όπως και για τις γυναίκες. Ο Ευριπίδης είναι πολύ σύγχρονος, όπως όλοι οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί, πρέπει να πω. Οταν έκανα τη «Μήδεια» μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση πόσο επίκαιρο ήταν το έργο του, οι ιδέες του αλλά και το εκφραστικό ιδίωμά του. Στο βάθος τους, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ».
Σε σχέση με τη διαχείριση της ερωτικής επιθυμίας, το τι θεωρείται φυσιολογικό και τι καθορίζεται από ακλόνητη, όπως αποδεικνύεται, κοινωνική κατασκευή, κάποια πράγματα φαίνεται ότι αλλάζουν, κάποια μένουν τα ίδια. Αναγκάζεται, τελικά, ακόμη και σήμερα ο άνθρωπος να θυσιάσει την προσωπική επιθυμία για να παραμείνει ενταγμένος σε ένα σύστημα που υπερβαίνει τον εαυτό του και τις επιθυμίες του; «Δεν είναι όλοι οι έρωτες σκανδαλώδεις ή απαγορευμένοι. Ορισμένες φορές, όμως, ναι, πρέπει να αγωνιστείς για τον έρωτα. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση δύο ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες, που έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας, που έχουν το ίδιο φύλο. Σε ορισμένες κοινωνίες πρέπει να δώσεις αγώνα για την αγάπη σου. Στην περίπτωση της Φαίδρας το απαγορευμένο του έρωτα σχετίζεται με την αιμομιξία, τουλάχιστον όπως έχει επικρατήσει, καθώς στην ουσία κάτι τέτοιο δεν ισχύει γιατί ο Ιππόλυτος είναι ο πρόγονός της. Σε κάθε περίπτωση, εκείνη αισθάνεται ότι παραβαίνει έναν θεμελιώδη κανόνα, ο οποίος δεν πρέπει ποτέ να παραβιάζεται. Βασανίζεται από ενοχή και ντροπή και δικαίως, γιατί τελικά πρόκειται για ένα μέλος της οικογένειάς της».
Υπάρχει τραγικός παραλογισμός στο εμμονικό πάθος; «Αν επιλέξει κανείς να δει τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, ναι, υπάρχει. Ευτυχώς, δεν υπομένουν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου αυτήν την κατάρα, δεν κουβαλούν όλοι αυτό το φορτίο. Ευτυχώς».
Οι κριτικοί έχουν γράψει ότι διαθέτετε μια μοναδική ικανότητα αυτοαποκάλυψης στην παράσταση. Τη βρίσκετε εύστοχη εσείς αυτήν την επισήμανση; «Τι θα πει «αποκαλύπτω τον εαυτό μου;». Δεν είναι προσωπική κατάκτηση, αυτό είναι ο ορισμός της υποκριτικής. Αν δεν αποκαλύπτεις πράγματα για τον εαυτό σου, καλύτερα να αλλάξεις επάγγελμα».
Βάσει των ερμηνειών σας και όσων έχετε αποκαλύψει μέσα από αυτές κατά καιρούς, σας έχουν αποδώσει χαρακτηρισμούς όπως «εγκεφαλική», «ψυχρή», «εγκρατής», μεταξύ άλλων. Τι σκέφτεστε όταν τα διαβάζετε αυτά; Το μωσαϊκό των ρόλων που έχετε ενσαρκώσει τι σας έχει αποκαλύψει για τον εαυτό σας; «Να σας πω την αλήθεια, δεν το σκέφτομαι. Αυτή είναι μια εξωτερική πρόσληψη του εαυτού μου. Δεν σκέφτεσαι πώς σε αντιλαμβάνονται οι άλλοι, ο τρόπος με τον οποίο βιώνεις τα πράγματα βρίσκεται σε μια διαφορετική διάσταση. Είναι απολύτως κατανοητό να συμβαίνει, αλλά πρόκειται περισσότερο για μια θεωρητική προσέγγιση του εαυτού μου και όχι κάτι με το οποίο μπορώ να σχετιστώ».
Συνδυάζετε το θέατρο και το σινεμά με μεγάλη επιτυχία. Δεν είναι το πιο συνηθισμένο φαινόμενο στις περιπτώσεις ηθοποιών που έχουν μεγάλη κινηματογραφική καριέρα. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; «Συμφωνώ μαζί σας. Νιώθω ότι έχω καταφέρει κάτι ασυνήθιστο με το να συνδυάζω το θέατρο και τον κινηματογράφο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είμαι πολύ περήφανη για τους ανθρώπους με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Για εμένα το θέατρο ήταν πάντα μια υπέροχη δημιουργική περιπέτεια, και με αυτό εννοώ ότι δούλεψα με μεγάλους οραματιστές του είδους όπως ο Μπομπ Γουίλσον, ο Βαρλικόφσκι ή ο Κλοντ Ρεζί. Ποτέ δεν αντιμετώπισα το θέατρο ως μια ρουτίνα. Το είδος της υποκριτικής είναι διαφορετικό γιατί η σκηνή σε κάνει εξ ορισμού διαφορετικό ηθοποιό. Προσωπικά, όμως, δεν πιστεύω ότι διαφέρω πολύ από το ένα είδος στο άλλο. Η εμμονή μου και η μόνιμη αναζήτησή μου αφορούν πάντα την ανακάλυψη μιας ποιότητας ειλικρίνειας είτε παίζω για το θέατρο είτε για τον κινηματογράφο».
Πρόσφατα προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες η ταινία «Εκείνη», στην οποία πρωταγωνιστείτε. Σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί, ο σκηνοθέτης Πολ Βερχόφεν προσπάθησε αρχικά να δώσει τον ρόλο της πρωταγωνίστριας, Μισέλ, σε αμερικανίδα ηθοποιό, αλλά όσες προσέγγισε αρνήθηκαν γιατί βρήκαν την ηρωίδα –το θύμα ενός βιασμού που αντιμετωπίζει την κατάσταση με ασυνήθιστη ψυχραιμία –ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Εσείς τι σκεφτήκατε όταν διαβάσατε το βιβλίο «Oh…» του Φιλίπ Ντιζάν, στο οποίο βασίστηκε; «Μου άρεσε πάρα πολύ. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να γίνει μια πολύ καλή ταινία και ο ρόλος της πρωταγωνίστριας θα ήταν εξαιρετικός. Το πήγα στον γάλλο παραγωγό και εκείνος το πήγε στον Βερχόφεν. Από την αρχή δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για το αν έπρεπε ή όχι να το κάνω».
Οπότε εσείς πήγατε στον Βερχόφεν και δεν ήρθε εκείνος σε εσάς; «Πήγε ο παραγωγός μου σε αυτόν».
Τι γνώμη σχηματίσατε για τη Μισέλ; «Σκέφτηκα ότι ήταν μια γυναίκα που παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον. Οτι είναι ένας χαρακτήρας μεταφεμινιστικός, η οποία δεν είναι ούτε θύμα αλλά ούτε και η κλασική εκδικήτρια. Είναι ενδιαφέρον ότι υπό μία έννοια είναι ο άνδρας της υπόθεσης. Και αυτό γιατί οι πράξεις και οι κινήσεις της θα μας φαίνονταν φυσιολογικές αν προέρχονταν από έναν άνδρα. Είναι οικονομικά ανεξάρτητη, η οικογένειά της εξαρτάται από αυτήν, δίνει χρήματα σε όλους, μένει μόνη της, δεν φοβάται να είναι μόνη της, αγοράζει ακόμη και όπλο προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Από την άλλη, ο τρόπος της είναι διαφορετικός από εκείνον ενός άνδρα, δεν συμπεριφέρεται ως μια καρικατούρα αρσενικού γένους. Δεν είναι ο θηλυκός Τζέιμς Μποντ που θα πάρει το όπλο και θα σκοτώσει τον θύτη της. Είναι μια ταινία που λέει επίσης πολλά για τις οικογενειακές σχέσεις, καθώς όσο προχωράει βλέπεις πώς το παρελθόν, του πατέρα της για παράδειγμα, παρεισφρέει στο μέλλον. Τελικά, όμως, είναι μια ταινία όπου ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει την ιστορία της όπως επιθυμεί».
Είναι ενδιαφέρον, επίσης, ότι ενώ διαθέτει ένα σωρό αποκρουστικά, θα έλεγε κάποιος, στοιχεία –είναι ελεγκτική, σκληρή, προδίδει τη φίλη της -, δεν βγαίνει τελικά αντιπαθής. Καταβάλλετε συνειδητή προσπάθεια για να συμβεί αυτό; «Θέλησα να την κάνω πιο προσιτή. Δεν πιστεύω, όμως, ότι είναι συμπαθής ή αντιπαθής. Δεν τη βρήκα ποτέ αντιπαθή, αντιμετωπίζει απλώς με μια αδιαφορία όσα της συμβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι που την κάνει ενδιαφέρουσα, ότι μετατρέπει δηλαδή αυτό το φρικτό γεγονός σε κάτι μπανάλ. Φυσικά, έχει ένα σχέδιο κατά νου, όπως θα αποδειχθεί. Ισως τη σπρώχνει κάτι από το παρελθόν ή την ελκύει κάτι από το μέλλον. Ισως και πάλι ίσως, δεν είμαι καθόλου σίγουρη για αυτά που λέω, διότι όσο την υποδυόμουν δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για το ποια ήταν τα κίνητρά της».
Υπάρχει έντονο και το στοιχείο του σαδισμού και του μαζοχισμού στην ταινία, όπως και στη «Δασκάλα του πιάνου» του Χάνεκε… «Ο Βερχόφεν δεν αφήνει τίποτε απέξω. Δεν επιλέγει το ένα έναντι του άλλου, διερευνά τις φαντασιώσεις οι οποίες υπάρχουν στο μυαλό πολύ περισσότερων ανθρώπων από όσο θα περίμενε κανείς, καθώς είναι δύσκολο να παραδεχτεί κάποιος ότι τον ελκύει η ακραία σεξουαλικότητα».
Είναι απαραίτητο να διαθέτετε ενσυναίσθηση ως άνθρωπος προκειμένου να δημιουργείτε πειστικούς χαρακτήρες; «Πρέπει να με αγγίζει αυτό που κάνω και αυτό που λέω. Το θέατρο και η υποκριτική σού επιτρέπουν να διεισδύσεις σε πολλά διαφορετικά επίπεδα της ανθρώπινης πολυπλοκότητας. Η συμπόνια δεν θα ήταν ο μόνος τρόπος μέσω του οποίου μπορείς να συνδεθείς με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνεις. Η βιαιότητα και η ειρωνεία μπορούν να το κάνουν αυτό –υπάρχει πολλή ειρωνεία στη γλώσσα της Σάρα Κέιν που ανέφερα προηγουμένως, για παράδειγμα. Οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις στο έργο της μπορεί να είναι ακόμη και ανυπόφορα νοσηροί, αλλά συχνά είναι και αστείοι, όπως συμβαίνει και στην ταινία».
Είναι αλήθεια ότι ο Βερχόφεν έμαθε γαλλικά για να σας σκηνοθετήσει; «Μιλούσε ήδη γαλλικά, απλώς τα βελτίωσε. Ηθελε να είναι απρόσκοπτη η επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς και στο συνεργείο, οπότε δεν είπε ούτε μία λέξη στα αγγλικά όσο γίνονταν τα γυρίσματα. Ηταν εντυπωσιακό, ήθελε να μπορεί να σχετιστεί με την ταινία σαν να ήταν και ο ίδιος Γάλλος. Και στο τέλος αυτό φαίνεται ότι είναι η ταινία του: γαλλική».
Τι σημαίνει ότι μια ταινία είναι «γαλλική»; «Οτι υπάρχει σε αυτή μια βαθύτατη σύνδεση με την ειρωνεία, ότι υπάρχει πολύ χιούμορ. Η ειρωνεία πολύ συχνά είναι άμεσα εξαρτημένη από τον τρόπο που λες κάτι, δεν μπορείς να την αποσυνδέσεις από τη γλώσσα, είναι τοπικό χαρακτηριστικό».
Εσείς θα φτάνατε άραγε σε αυτό το βάθος ερμηνείας αν δεν μιλούσατε στη γλώσσα σας; «Δεν το σκέφτηκα ποτέ, δεν μου πέρασε από το μυαλό. Την ειρωνεία που αναφέρω μπορεί κανείς να τη συναντήσει και σε άλλες γλώσσες, αλλά δεν θα είχε κανένα νόημα να κάναμε αυτήν την ταινία στη Γαλλία και να μιλούσαμε αγγλικά. Νόημα θα είχε να την έκανε κάποιος στην Αμερική με ηθοποιούς που μιλάνε αγγλικά».
Το όνομά σας ακούγεται έντονα για τις υποψηφιότητες στα Οσκαρ χάρη σε αυτόν ακριβώς τον ρόλο… «Μην μπούμε σε αυτό το θέμα, δεν θέλω να μιλήσω για αυτό, είναι πολύ νωρίς! Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως η ταινία αποτελεί την επίσημη συμμετοχή της Γαλλίας για τα Οσκαρ…».
Ναι, αλλά η ερώτησή μου ήταν κατά πόσο επικυρώνουν την αξία μιας ηθοποιού. Εσείς, για παράδειγμα, έχετε κερδίσει δύο βραβεία στις Κάννες και έχετε υπάρξει υποψήφια πολλές φορές για ένα σωρό άλλα βραβεία, όπως για τα Σεζάρ (δεκαπέντε φορές υποψηφιότητες, μία νίκη). «Σας είπα, δεν θέλω να μπω καθόλου σε αυτήν την περιοχή».
Η άλλη ηρωίδα που υποδύεστε, στην ταινία «Το μέλλον» της Μία Χάνσεν-Λοβ, η οποία προβάλλεται αυτόν τον καιρό στην Ελλάδα, μοιάζει να είναι πολύ διαφορετική. Αλλά τελικά μόνο επιφανειακά, καθώς και αυτή με τη σειρά της δεν συμπεριφέρεται με τρόπο αναμενόμενο όταν την εγκαταλείπει ο σύζυγός της. Σας ελκύουν, τελικά, οι ηρωίδες που στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα χειραφέτησης; «Οχι, όχι. Δεν έχω διάθεση να στέλνω κανένα μήνυμα. Οπως λέει ο φίλος μου, ο Μίκαελ Χάνεκε: «Τα μηνύματα είναι για τα ταχυδρομεία». Δεν πιστεύω ότι οι ταινίες στέλνουν μηνύματα, οι ταινίες εγείρουν ερωτήματα. Είναι διαφορετικό. Οι δύο ηρωίδες στις ταινίες που αναφέρετε έχουν όντως κάποια κοινά. Σε κάθε ταινία έχεις από μία γυναίκα, μία γάτα, μία τρελή μάνα. Και οι δύο αξιοποιούν τη μοναχικότητά τους. Είναι δύο γυναίκες που προχωράνε προς τα εμπρός, προχωράνε, προχωράνε ό,τι κι αν συμβαίνει. Είναι ηρωίδες του μεταφεμινισμού υπό μία έννοια, αλλά δεν θα έλεγα ότι με ελκύουν για αυτόν τον λόγο συγκεκριμένα».
Είναι περισσότερο απαιτητικό να υποδύεστε έναν συνηθισμένο ή έναν ακραίο χαρακτήρα; «Για εμένα, αν ο ρόλος είναι καλός και αν είναι και ο σκηνοθέτης καλός, αν δουλεύω δηλαδή με σπουδαίους ανθρώπους όπως ο Πολ Βερχόφεν ή η Μία Χάνσεν-Λοβ, δεν με πολυνοιάζει το είδος του χαρακτήρα. Με αφορά περισσότερο το πώς κάνω αυτό που κάνω και όχι το είδος της γυναίκας που ενσαρκώνω. Θέλω να πιστεύω ότι δεν υποδύομαι χαρακτήρες αλλά ανθρώπους, και κάποια στιγμή θέλω αυτοί οι άνθρωποι να είναι σαν και μένα, γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να είσαι αληθινός. Οταν χτίζεις έναν χαρακτήρα, όσο πιο πολύ κοιτάς μέσα σου, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχεις να συμβεί αυτό. Δεν θέλω να περιορίζω τον εαυτό μου, παίρνω ό,τι είναι να πάρω από τη μυθοπλασία και μετά φέρνω τα πράγματα σε μένα».
Τελικά, οι ρόλοι που έχετε υποδυθεί σας ακολουθούν στην καθημερινότητά σας; Την επηρεάζουν με κάποιον τρόπο; «Κάποιες φορές ναι, όταν πρόκειται για πολύ ενδιαφέροντα άτομα όπως αυτές οι δύο γυναίκες, οι οποίες πιστεύω στέλνουν καλή ενέργεια στους ανθρώπους. Σκέφτομαι αυτές τις ταινίες και αισθάνομαι ότι ορισμένα στοιχεία μου, που ενδεχομένως βρίσκονταν σε λήθαργο, αφυπνίζονται και έρχονται στην επιφάνεια. Δεν θα σας πω ποια».
Εχετε συνεργαστεί με σκηνοθέτες από πολλές χώρες, όπως η Ουγγαρία, η Νότια Κορέα, οι Φιλιππίνες. Θα σας ενδιέφερε να συνεργαστείτε με έναν έλληνα σκηνοθέτη; «Ναι, θα το ήθελα πολύ! Εχω δει τον «Αστακό» (σ.σ.: του Γιώργου Λάνθιμου), που μου άρεσε πολύ, ήταν μια ταινία πολύ δημοφιλής σε όλη την Ευρώπη. Είμαι πάντα έτοιμη για την επόμενη νέα εμπειρία και αυτό περιλαμβάνει και τη συνεργασία μου με ανθρώπους που δεν γνωρίζω».
Στις συνεντεύξεις σας που έχω διαβάσει, αποφεύγετε συστηματικά να σχολιάζετε θέματα πολιτικής φύσεως. Δεν γίνεται, όμως, να μην έχετε κάτι να πείτε για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ιδίως από τη στιγμή που ο κίνδυνος ελλοχεύει στη Γαλλία… «Μόνο φόβο μπορεί να προκαλεί αυτή η προοπτική, ιδίως ύστερα από όσα συνέβησαν πρόσφατα στις ΗΠΑ. Είναι η στιγμή που πρέπει να είμαστε όλοι παρόντες προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα».
Να ένας χαρακτήρας, η Μαρίν Λεπέν, η οποία είναι αρνητικό πρότυπο χειραφέτησης. «Ναι, δεν είναι όλες οι γυναίκες κατάλληλες για να αλλάξουν τον κόσμο, και αυτή είναι η τελευταία μου λέξη».
«Phaedra(s)»: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (λεωφ. Συγγρού 107), 20-22 Δεκεμβρίου, στις 20.00.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ