Η Μιμή Ντενίση με υποδέχεται στο καλόγουστο, αστικό διαμέρισμά της απέναντι από το Πεδίον του Αρεως. Φορά μια μάλλινη μαύρη φούστα, ένα κομψό πουλόβερ και στο πρόσωπό της δεν υπάρχει ίχνος μακιγιάζ. Καθόμαστε στον κρεμ καναπέ της. Το τζάκι είναι αναμμένο. Σερβίρει γαλλικό καφέ ενώ μπροστά μας βρίσκεται μια πιατέλα γεμάτη με φρεσκοκομμένα φρούτα.
Από το βάθος του διαμερίσματος ακούγεται ανεπαίσθητα μια μελωδική φωνή. «Είναι η Μαριτίνα, η κόρη μου» εξηγεί σχεδόν συνωμοτικά. «Σε λίγο, που θα φύγει, θα σου δείξω ένα βίντεο από μια γιορτή του σχολείου, όπου τραγούδησε πριν από λίγες ημέρες. Το έχω στο κινητό. Κάνει κλασικό τραγούδι. Εχει χάρισμα».
Ηθοποιός, μεταφράστρια, συγγραφέας, η πολυσυζητημένη Μιμή Ντενίση με την κινηματογραφική ζωή, που έγινε θιασάρχις στα 22 της, παραμένει κυρίαρχη και αυτή τη θεατρική χρονιά. Το έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη», που έγραψε και σκηνοθέτησε και στο οποίο πρωταγωνιστεί, συνεχίζει για δεύτερη χρονιά να είναι sold out κάθε ημέρα σε ένα θέατρο 1.000 θέσεων, σε μια άρτια παραγωγή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Και εκείνη μεταμορφώνεται, στη σκηνή τού «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε Φιλιώ, μια αρχόντισσα Σμυρνιά που μας ξεναγεί στην πόλη που αγάπησε και δεν ξέχασε ποτέ, εξιστορώντας βήμα βήμα και την πορεία του ελληνισμού από τη δόξα στην τραγωδία.
Για δεύτερη χρονιά η παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» σπάει τα ταμεία. Πρόκειται για το λεγόμενο κοινό της Μιμής Ντενίση ή έχει προστεθεί και ένα νέο, διαφορετικό κοινό; «Ξεκίνησε δυναμικά με το κοινό μου, αλλά όπως συμβαίνει και με κάθε παράσταση, ανάλογα με το θέμα της, κερδίζει και ένα νέο, διαφορετικό κοινό. Στην παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» κάθε ημέρα βλέπω και νέα πρόσωπα. Πρόκειται για ένα ετερόκλητο κοινό: από νεαρούς με σκουλαρίκι στη μύτη, μέχρι πολύ σικ κυρίες αλλά και λαϊκούς ανθρώπους. Και αυτό είναι η μεγάλη μου χαρά. Υπήρχε ένα κοινό που πίστευε ότι είμαι κάπως απρόσιτη. Το να με δει ντυμένη πρόσφυγα, με το μαντίλι στο κεφάλι, έσπασε αυτό το τζάμι. Πάνω από όλα νομίζω, όμως, ότι είναι το ίδιο το θέμα της Μικράς Ασίας που συγκλονίζει. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά και μέσα από αυτήν την παράσταση, όπως μου είπαν και πολλοί ιστορικοί, άνοιξε αυτό το τραύμα, αυτό το τεράστιο πολιτικό θέμα. Και το βλέπω και στις αντιδράσεις. Παλιά στο καμαρίνι έρχονταν και μου έλεγαν «Συγχαρητήρια, κυρία Ντενίση». Τώρα πέφτουν στην αγκαλιά μου και μου λένε «Σε ευχαριστούμε, Μιμή»».
Δεν έχετε μικρασιατική καταγωγή. Γιατί αποφασίσατε να γράψετε ένα έργο για τη Σμύρνη; «Δεν είναι μόνο ένα έργο για τη Σμύρνη. Είναι ο καημός μου για την Ελλάδα. Στη διετία που μεσολάβησε από τότε που το έγραψα μέχρι σήμερα που παίζεται, η Ιστορία έκανε το έργο αυτό ταυτόσημο με την πραγματικότητα που ζούμε. Εκανα χρόνια έρευνα για τη συγγραφή του και κατέληξα σε αυτό: κρύβουμε την Ιστορία και γι’ αυτό επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας».
Τι εννοείτε; «Ας ξεκινήσουμε από το θέμα των συμμάχων τότε και σήμερα. Η Σμύρνη καιγόταν και εκείνοι δεν έριξαν ούτε μια κανονιά. Κάτι θα μπορούσε να μας διδάξει αυτό σε σχέση με το σήμερα που ζούμε. Υστερα έρχεται η απόκρυψη της Ιστορίας, 94 χρόνια μετά και τα αρχεία της Σμύρνης δεν έχουν ανοίξει. Αμφιβάλλω δηλαδή και αν θα ανοίξουν ποτέ. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι έγινε. Μήπως και σήμερα γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει; Και περνώ στον Βενιζέλο και στην αιώνια διχόνοια που μας κατατρώει. Νικητής, φέρνει στην Ελλάδα τη Συνθήκη των Σεβρών και ενώ αποφασίζει να στείλει στρατό και να προχωρήσει στη Μεγάλη Ιδέα, χωρίς απολύτως κανένα λόγο αποφασίζει να προκηρύξει εκλογές. Ολοι τον περιμένουν θριαμβευτή και τελικά δεν κατάφερε να εκλεγεί ούτε βουλευτής. Τι νόημα είχαν αυτές οι εκλογές; Οπως και τι νόημα είχε το δημοψήφισμα του Αλέξη Τσίπρα το καλοκαίρι; Μη φανταστείτε, βέβαια, ότι συγκρίνω τους δύο πολιτικούς. Ο Βενιζέλος ήταν πολιτική ιδιοφυΐα, ασχέτως από τα λάθη του».

Και ο Αλέξης Τσίπρας;
«Είναι χαρισματικός. Εχει ευγλωττία και ικανότητα να βγαίνει πάνω από τα πράγματα. Δεν έχει, όμως, καμία εμπειρία για τις καταστάσεις που χειρίζεται και επιπλέον πιστεύω ότι περιβάλλεται από λάθος ανθρώπους χωρίς άποψη και όραμα για τον τόπο. Δεν του καταλογίζω, πάντως, κακές προθέσεις. Μακριά από εμένα η συνωμοσιολογία. Τον είχα γνωρίσει παλαιότερα σε μια εκπομπή της Ελλης Στάη και μου είχε κάνει εντύπωση η εξυπνάδα του. Δεν ήταν, όμως, προετοιμασμένος για αυτό που τον περίμενε. Υποτίμησε τη σκληρότητα και την αποφασιστικότητα των Ευρωπαίων. Οι Ελληνες είμαστε ένας ταλαντούχος λαός, αλλά έχουμε ένα μεγάλο ελάττωμα: αγαπάμε να πολεμάμε το καλό και θεοποιούμε το μέτριο, κάτι που οι Ευρωπαίοι δεν το κάνουν».
Το έχετε βιώσει προσωπικά αυτό; «Το 2009 το γαλλικό κράτος μού απένειμε τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Η προσπάθεια των ΜΜΕ ήταν να εξαφανιστεί η είδηση. Την ίδια στιγμή μπορεί να γινόταν είδηση το αν έχω κόψει τα μαλλιά μου, αν τα έχω βάψει ή αν κυκλοφορώ με καινούργιο αμόρε. Αυτό για εμένα συμβαίνει επίτηδες. Εχουμε την τάση όλα τα πράγματα να τα μειώνουμε, να τα πάμε παρακάτω».

Αναφέρεστε στην τιμή που σας έκανε το γαλλικό κράτος και μπαίνω στον πειρασμό να σας ρωτήσω πώς σας φάνηκε η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα να καλέσει στη βραδινή έξοδό του με τον Φρανσουά Ολάντ τον Λάκη Λαζόπουλο…
«Εάν θεωρούν ότι αυτό που έχουμε να επιδείξουμε ως πνευματικά ανώτερο σε αυτή τη χώρα είναι ο συγκεκριμένος κύριος, καλώς έπραξαν. Κοιτάξτε, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι σήμερα, απλώς φοβήθηκαν και μένουν στα σπίτια τους. Δεν βγαίνουν, δεν μιλάνε, γιατί είναι τέτοια η κατάσταση και τόσο μεγάλη η προβολή των φελλών που δεν θέλεις καν να συμμετέχεις».

Το καλοκαίρι πριν από το δημοψήφισμα νιώσατε ότι βρεθήκαμε προ μιας νέας Μικρασιατικής Καταστροφής;
«Βρεθήκαμε ή βρισκόμαστε; Ελπίζω ότι δεν θα έχουμε τέτοια κατάληξη. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι όπως και τότε έτσι και σήμερα έχουμε ένα θέμα με μια διεθνή εμπλοκή διαφορετικών δυνάμεων. Τότε όλα ξεκίνησαν γύρω από το Ανατολικό Ζήτημα, σήμερα το πρόβλημα είναι η Συρία. Πέρυσι, παίζοντας στο έργο, κάθε βράδυ έκλαιγα έχοντας στο μυαλό μου τις εικόνες των σμυρνιών προσφύγων. Εφέτος, οι εικόνες που έχω στο μυαλό μου είναι αυτές των προσφύγων που είδα απέναντι από το σπίτι μου, στο Πεδίον του Αρεως, στην πλατεία Βικτωρίας. Πήγα να τους συναντήσω. Εγώ δάκρυζα και εκείνοι είχαν μια καρτερικότητα στο βλέμμα. Μου χαμογελούσαν. Θέλησα να τους δώσω χρήματα. «Oχι, έναν γιατρό φέρε μας» μου είπαν. Τα παιδιά τους ψήνονταν στον πυρετό».
Σήμερα, Κυριακή 20 Δεκεμβρίου, είναι και οι εσωκομματικές εκλογές στη Νέα Δημοκρατία… «Τι να πω; Είναι κρίμα αυτή τη στιγμή να υπάρχει μια εσωκομματική διαμάχη, ένας μικρός εμφύλιος. Το καλοκαίρι είχαμε τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα της Νέας Δημοκρατίας. Πάντα ένας διχασμός…».
Η παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» θα μεταφερθεί στη μικρή οθόνη; «Ναι, αυτή τη στιγμή συνεργάζομαι με τον διάσημο θεατρικό συγγραφέα Μάρτιν Σέρμαν. Ηρθε, είδε την παράσταση και μου είπε: «Mιμή, αυτό πρέπει να γίνει διεθνής σειρά». Ξεκινήσαμε να γράφουμε για μια μίνι σειρά επτά-οκτώ επεισοδίων, τώρα βέβαια μας έχει προταθεί να γίνει ταινία. Δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουμε. Πάντως, θα γυριστεί στα αγγλικά για το διεθνές κοινό. Εχουμε σχηματίσει μια υπέροχη ομάδα με την ΟλυμπίαΔουκάκη, τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, τον Γιώργο Αρβανίτη στη φωτογραφία και τη σκηνοθεσία. Τα γυρίσματα θα ξεκινήσουν μέσα στο 2016. Είναι κάτι που επιθυμώ να γίνει, όχι για εμένα τόσο, όσο για την Ελλάδα. Γιατί προβάλλοντας αυτό το θέμα, ίσως καταλάβουν και κάποιοι ξένοι γιατί η χώρα μας δεν είναι πάντα και τόσο ευγενική προς την Ευρώπη. Γιατί και η Ευρώπη δεν υπήρξε ευγενική προς αυτήν σε πολλές περιπτώσεις».
Στο ελληνικό θέατρο τι σας ενοχλεί; «Πρώτον, η κατηγορία «πολύ καλλιτέχνες». Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν και τον διαχωρισμό μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού θεάτρου. Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο. Ο φίλος μου, ο Ιαν Μακ Κέλεν, που τον θεωρώ από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του κόσμου, παίζει «Μάκβεθ» και μετά δεν έχει κανένα πρόβλημα να παίξει τον Σκρουτζ. Ανέβαζαν, που λέτε, αυτοί οι «πολύ καλλιτέχνες», για παράδειγμα, «Οθέλλο» ή «Μάκβεθ». Ο «Οθέλλος» τους ή ο «Μάκβεθ» τους, όμως, έπρεπε απαραιτήτως να είναι «πειραγμένος» και όχι κανονικός. Τη σιχαίνομαι τη λέξη πειραγμένος. Δείχνει ότι ντρέπεσαι για αυτό που κάνεις. Πήγαινε, λοιπόν, το καημένο το κοινό να δει Σαίξπηρ και έβλεπε τον Οθέλλο με μαγιό. Σιχαινόταν το θέατρο. Και έτσι φτάσαμε στο άλλο άκρο και δημιουργήθηκε και η κατηγορία «καρακίτς», όπως την ονομάζω εγώ, όπου ένας καθαρά τηλεοπτικός θίασος ανέβαζε μια φαρσοκωμωδία του χειρίστου είδους. Και ο κόσμος πήγαινε εκεί, έλεγε τουλάχιστον ότι θα γελάσει. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθεί το λεγόμενο mainstream θέατρο που ήταν ο Αλεξανδράκης, ο Φέρτης, η Καρέζη, η Μελίνα, ακόμη και ο Κουν από ένα σημείο και έπειτα. Το ξεκαθαρίζω, δεν μιλώ εναντίον του πειραματικού θεάτρου. Αλλά δεν μπορούν όλοι να γίνουν Λευτέρης Βογιατζής. Τι να κάνουμε τώρα;».
Τα παιδικά σας χρόνια ήταν ευτυχισμένα; «Πολύ. Ο πατέρας μου ήταν στρατηγός, ήρωας του αλβανικού έπους. Και η μητέρα μου ήταν και είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα, καθηγήτρια Αγγλικών και διερμηνέας. Πολλοί νομίζουν ότι ήμουν ένα σοβαρό παιδί, αλλά εγώ ήμουν πολύ άτακτη. Αυτό που με έσωζε μάλλον ήταν ότι ήμουν καλή μαθήτρια και βιβλιοφάγος, όπως είμαι και σήμερα. Βέβαια, πάντα εξαντλούσα τις πρωινές απουσίες. Με ετοίμαζε η μητέρα μου για να πάω στη στάση, να πάρω το σχολικό για το κολέγιο, και εγώ γυρνούσα κρυφά πίσω και κοιμόμουν, λέγοντας στο σχολείο ότι ήμουν άρρωστη. Θυμάμαι της τηλεφώνησαν κάποια στιγμή από το σχολείο και της είπαν: «Tι κρίμα να είναι τόσο καλή μαθήτρια η Μιμή, αλλά και τόσο φιλάσθενη». «Mα η Μιμή είναι θηρίο» απάντησε εκείνη».
Χάσατε τον πατέρα σας πριν από μερικά χρόνια. Αλλαξε η ζωή σας; «Εγώ που ποτέ δεν αισθανόμουν κάποιο βάρος ηλικίας, όταν τον έχασα, το 2008, ένιωσα ότι μεγάλωσα σε ένα βράδυ. Δεν ήταν ένας συμβατικός άνθρωπος ο πατέρας μου. Θυμάμαι μου είχε πει: «Μιμή μου, έτσι που τα κατάφερες και στη ζωή σου και στην καριέρα σου, ένας άνδρας για να σταθεί δίπλα σου πρέπει να είναι πιο δυνατός από εσένα. Ετσι όπως τα έκανες, ούτε επίθετο σου χρειάζεται ούτε άλλη υποστήριξη». Και αυτά τα λόγια δεν τα περιμένεις από έναν άνθρωπο της εποχής του».
Εσείς είστε συντηρητική; «Είμαι ένα ροκ άτομο κάτω από ένα ταγέρ».
Αλήθεια, είστε υπέρ του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια; «Εννοείται. Για εμένα αυτή η κουβέντα δεν θα έπρεπε καν να γίνεται».
Μεγαλώσατε σε ένα αστικό περιβάλλον. Πώς δέχτηκαν οι γονείς σας την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός; «Εγινα γνωστή προτού γίνω συνειδητά ηθοποιός. Είχα μπει στη Φιλοσοφική. Φανταζόμουν πάντα τον εαυτό μου να ακολουθεί μια ακαδημαϊκή καριέρα. Τελικά, αντιπρύτανης στη Σχολή Καλών Τεχνών έγινε η αδελφή μου, η Σοφία. Ξεκίνησα εντελώς για πλάκα, σαν πάρεργο θα έλεγα, να κάνω το μοντέλο στον Ντίμη Κρίτσα, που έντυνε τη μητέρα μου. Επειτα έκανα ένα διαφημιστικό με τον Διαγόρα Χρονόπουλο και από εκεί με είδε ο Βασίλης Γεωργιάδης και ζήτησε να μου κάνει δοκιμαστικό για τον «Γιούγκερμαν». Πήρα τον ρόλο. Το ανακοίνωσα στον πατέρα μου λέγοντας: «Aνοιξε την τηλεόραση στις 7.30. Θα με δεις δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη.Οταν τελείωσε το επεισόδιο με ρώτησε αν θέλω να γίνω ηθοποιός. Του απάντησα ότι θα έπαιζα αυτή τη σεζόν και αν έβλεπα ότι μου άρεσε θα πήγαινα σε δραματική σχολή, όπως και έκανα. «Aν το αποφασίσεις», μου είπε, «ή θα γίνεις της προκοπής, δηλαδή η πρώτη, ή άλλαξε επίθετο»».
Η γνωριμία σας με τον Γιάννη Φέρτη έγινε αργότερα; «Ναι. Γνωριστήκαμε στην πρώτη ανάγνωση του «Συμβολαιογράφου». Toν ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Αυτό το παρουσιαστικό, αυτή η φωνή. Εκείνος, πάλι, δεν μου έδινε καμία σημασία. Ολο πλάκες μού έκανε και κόντρες. Πέρασε καιρός να εκδηλωθεί. Είναι κλειστός άνθρωπος ο Γιάννης. Τελικά παντρευτήκαμε».
Είχατε ένα δύσκολο διαζύγιο, όμως. «Δύσκολο από την άποψη ότι εγώ τον αγαπούσα τον Γιάννη όταν χωρίσαμε. Δεν ήμουν, όμως, πλέον ερωτευμένη. Είχα ερωτευτεί ήδη τον Αντώνη Τρίτση, γιατί υπήρχε μεγάλη απόσταση μεταξύ μας. Εκείνος, νομίζω, κατάλαβε πόσο με αγαπούσε αφού χωρίσαμε. Κατά τη διάρκεια του γάμου μας εγώ ήμουν αυτή που ασχολιόμουν. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μια πυγμαλιωνική σχέση. Ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος που μου έμαθε τι σημαίνει θεατρικό ήθος. Σήμερα έχουμε πολύ καλές σχέσεις».
Θα θέλατε να παίξετε ξανά μαζί; «Εγώ, με μεγάλη μου χαρά. Εκείνος, δεν ξέρω…».
Πάντα λέτε ότι ο Αντώνης Τρίτσης ήταν ο μεγάλος σας έρωτας… «Ο Αντώνης ήταν ο έρωτας που ονειρεύεται η κάθε γυναίκα. Ο άνδρας που ήταν γοητευτικός, που ήταν σέξι, που ήταν πανέξυπνος, που ήταν μορφωμένος, που ήταν αθλητικός, που ήταν και νευρόσπαστο, βέβαια. Μιλάγαμε όλη νύχτα, μου έγραφε γράμματα, του έγραφα, ερχόταν στο θέατρο και κρατούσε το χέρι μου στην κουίντα. Θυμάμαι είχε φύγει ξαφνικά τότε στη Βαγδάτη με τον πόλεμο χωρίς να μου το πει και ανοίγω το CNN και τον βλέπω να πηδά ανάμεσα σε κάτι βόμβες. Λέω «Χριστέ μου, δεν μπορεί να είναι αυτός». Δεν ξέρω μέσω ποιας πρεσβείας μού έστειλε μήνυμα ότι ήταν απαραίτητο να πάει. Μυθιστορηματική σχέση».

Η ζωή σας θα ήταν διαφορετική αν ζούσε;
«Τον έχασα όταν ήμασταν στα πρόθυρα του γάμου. Είπαμε, όμως, «σχέση-μυθιστόρημα». Είχα ράψει το νυφικό μου στη Σήλια Κριθαριώτη, το έχω κρατήσει, οι άδειες είχαν βγει. Και μετά έγινε αυτό. Πήγα στο νοσοκομείο. Είχε ακόμη τις αισθήσεις του. «Eσύ δεν έπρεπε να έλθεις εδώ» μου είπε. «Δεν θέλω να με θυμάσαι έτσι». To βράδυ που έφυγε έκλαιγα ασταμάτητα. Είχα ανεβάσει σαράντα πυρετό, άσπρισε μια τούφα από τα μαλλιά μου. Πρώτη είχε έρθει η Μελίνα. Κάθησε μαζί μου όλο το βράδυ. Yποτίθεται ότι δεν μιλούσαν, για αυτό που είχε γίνει τότε με τη δημαρχία. Τον αγαπούσε και την αγαπούσε. Ο θάνατός του με τσάκισε. Αφησα το θέατρο. Ταξίδεψα πολύ και ρίχτηκα ξανά στη δουλειά για να το ξεπεράσω».
Στη ζωή σας αργότερα μπήκε ένας ακόμη σημαντικός άνδρας, ο πρόεδρος της Τσεχίας Βάτσλαβ Χάβελ. «Τον πρόεδρο Χάβελ, μολονότι η σχέση μας υπήρξε ερωτική, τον θεωρούσα πάντα έναν μεγάλο φίλο. Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, ένας μεγάλος φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Η σχέση μας ήταν περισσότερο πνευματική, κουβέντες γύρω από το θέατρο και τη φιλοσοφία. Μου γνώρισε όλους τους διανοούμενους της Τσεχίας, από τον Μίλος Φόρμαν, τον σκηνοθέτη του «Aμαντέους» και της «Φωλιάς του κούκου», μέχρι τον Γίρι Μένζελ, τον σκηνοθέτη της ταινίας «O άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν»».

Τον Μίλαν Κούντερα τον γνωρίσατε;
«Ναι, μάλιστα πήρα και αυτόγραφο: ένα για την αδελφή μου τη Σοφία και ένα για τη Μαλβίνα. Τον συναντήσαμε με τον Βάτσλαβ στο Παρίσι. Ηταν τσακωμένοι. Ο Βάτσλαβ τον θεωρούσε προδότη επειδή έφυγε με τη ρωσική εισβολή ενώ εκείνος έμεινε εκεί και φυλακίστηκε. Ο Κούντερα, πάλι, πίστευε ότι έκανε καλύτερη δουλειά από το εξωτερικό και ότι ο Βάτσλαβ παρέμεινε και έγινε πρόεδρος. Στη συνάντηση είχα πάρει και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Αρχισαν να μιλούν και να ξεδιπλώνεται όλη η Ιστορία της Τσεχίας μπροστά μας. Και οι Τσέχοι πίνουν πολύ. Λογομάχησαν, ύστερα συμφιλιώθηκαν, μέθυσαν και άρχισαν να τραγουδούν τσέχικα τραγούδια. Εγώ και ο Βαγγέλης δεν πίνουμε σταγόνα αλκοόλ. Είχαμε καθήσει σε μια γωνιά. Η ώρα είχε πάει πέντε. Του λέω «Πάμε να φύγουμε, αυτοί θα τελειώσουν το πρωί»».
Κρατάτε πάντα τις καλές αναμνήσεις από τους άνδρες που πέρασαν από τη ζωή σας; «Αν δεν το κάνεις αυτό, είναι σαν να πετάς ένα κομμάτι από τον εαυτό σου. Με τον πρώην σύζυγό μου, τον Σωτήρη Πολύζο, μπορεί να χωρίσαμε, αλλά όλο μαζί είμαστε σήμερα. Τον αγαπώ και είμαστε φίλοι. Μπορούμε ξαφνικά να γίνουμε εχθροί;».
Εχετε πέσει στα πατώματα για κάποιον άνδρα; «Βεβαίως και έχω πέσει. Πολλές φορές, μάλιστα, και έκλαιγα, και χτυπιόμουν».
Φανταζόσασταν πάντα τον εαυτό σας μητέρα; «Πάντα ήθελα ένα παιδί, απλώς οι συνθήκες, ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα υγείας, ήταν πάντα αντίξοες για εμένα. Ισως επειδή ήταν τελικά καρμικό να γίνω η μαμά της Μαριτίνας και η Μαριτίνα το δικό μου παιδί».
Είστε καταπιεστική ως μητέρα; «Η Μαριτίνα είναι 15 χρόνων. Κάποιες φορές την καταπιέζω. Είναι ένα πολύ καλό παιδί. Μπορεί να αντιδράσει στιγμιαία. Αλλωστε είναι έφηβη. Αν δεν αντιδράσει τώρα, πότε θα κάνει την επανάστασή της; Στα 60 της; Πάντως, ούτε η μία ούτε η άλλη αντέχουμε να είμαστε τσακωμένες. Και η καταπίεσή μου έχει να κάνει με θέματα όπως τι ώρα θα έρθει, με ποιους θα βγει, τι γράφει στο Facebook. Oλες οι μαμάδες ανησυχούν. Εδώ ανησυχεί ακόμη η δικιά μου. Και ξέρετε, τελικά γινόμαστε σαν τη μαμά μας».
Είναι το «είναι» διαφορετικό από το «φαίνεσθαι» της Μιμής Ντενίση; «Εντελώς. Ο κόσμος θεωρεί ότι είμαι κάπως βαριά, πολύ σοβαρή. Πέφτω θύμα του φιζίκ, λοιπόν, γιατί εγώ είμαι πάντα αυτή που θα αρχίσω τα αστεία σε μια παρέα. Υστερα, αντίθετα με αυτό που φαίνεται, είμαι ουσιαστικά μοναχική, γιατί δεν είμαι μόνο σκέτη ηθοποιός. Μου αρέσει να παίζω κάτι που το έχω γράψει, το έχω συλλάβει και μπορώ να το σκηνοθετήσω. Και η δημιουργία απαιτεί μια μοναχικότητα. Η οικογένειά μου και το παιδί μου πολλές φορές αγανακτούν το καλοκαίρι στον Θεολόγο όταν κάθομαι και γράφω με τις ώρες. Την ίδια στιγμή, όμως, μου αρέσει να είμαι κομψή, κοινωνική, γιατί αυτό θέλει το κοινό από εμένα. Αλλά το περιτύλιγμα, αυτό που βλέπετε, μου παίρνει μόνο μισή ώρα την ημέρα για να το προετοιμάσω».
Τροφοδοτείτε δηλαδή η ίδια αυτό το διαφορετικό φαίνεσθαι. Γιατί; «Επεδίωξα αυτή την εικόνα, γιατί κατάλαβα από την αρχή τι ήθελα να κάνω. Αν ειδικά στις αρχές της καριέρας μου προχωρούσα βασισμένη πάνω στο δικό μου γούστο, μάλλον θα πήγαινα σε έργα δυσνόητα. Με ενδιέφερε όμως το μεγάλο κοινό, όχι από ματαιοδοξία, αλλά επειδή πιστεύω και στον παιδαγωγικό χαρακτήρα του θεάτρου, στα ωραία έργα, με την ωραία αισθητική, με τα ωραία μηνύματα. Επρεπε να φέρω το κοινό κοντά μου, να το πλανέψω. Χρειάζεται καμιά φορά να δώσεις ένα ωραίο περιτύλιγμα, για να φτάσεις στην ουσία των πραγμάτων. Ετσι γίνεται και με την παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη». Σκεφτείτε αν ξεκίναγα το έργο με την καταστροφή. Δεν θα το έβλεπαν 300.000 θεατές, αλλά 100. Ξεκινώ, λοιπόν, με την ομορφιά της, με τα τραγούδια της, με τους έρωτές της, με τη μαγεία της και μέσα από αυτό περνούν και όλα τα πολιτικά μηνύματα. Εμένα με ενδιαφέρει και ο καθηγητής από τη Σορβόννη που ήρθε να με δει προχθές, αλλά και η κυρία που ήρθε από το χωριό της. Και αν θέλετε, είμαι πολύ ικανή να πάρω ένα έργο του Ντέιβιντ Χέαρ ή ένα ακόμη πιο παράξενο και να πάω σε ένα μικρό θέατρο και να με δουν 100 άνθρωποι, αλλά δεν νομίζω ότι αυτοί με έχουν καμία ανάγκη».
Εχετε δεχτεί πολλές επιθέσεις. Σας έβαλαν ποτέ σε μια διαδικασία να αναρωτηθείτε για τον εαυτό σας; «Οι επιθέσεις που δέχτηκα δεν ήταν γενικού τύπου. Προέρχονταν από ένα συγκεκριμένο άτομο και το περιβάλλον του. Αλλά εγώ δεν έγινα ηθοποιός για ένα μόνο άτομο, έγινα ηθοποιός για ένα ολόκληρο κοινό. Και η μεγαλύτερη απόδειξη του ταλέντου είναι ότι για πολλά χρόνια χιλιάδες άνθρωποι έρχονται να σε δουν».
Θεωρείτε ότι πληρώσατε σε έναν βαθμό την αστική σας καταγωγή; «Ας ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς τι σημαίνει αστική τάξη στην Ελλάδα. Αστός δεν σημαίνει πλούσιος, σημαίνει μορφωμένος και με αγωγή γενιές πίσω. Εγώ το είχα καμάρι που η γιαγιά μου είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Τι να κάνουμε τώρα; Θυμάμαι στις αρχές κάποιος κριτικός είχε γράψει ότι δεν μπορώ να καταλάβω το θέατρο γιατί θέλω να είμαι καλοντυμένη, τα σκηνικά να είναι άψογα, ενώ το θέατρο θέλει ακαταστασία και βρωμιά. Είχε βγει και με είχε υπερασπιστεί η Ροζίτα Σώκου. Αν ντυνόμουν με αμπέχονο, κρέμαγα ένα ταγάρι και εντασσόμουν σε μια αριστερή οργάνωση στο πανεπιστήμιο, ίσως κάποιοι να με έβλεπαν διαφορετικά. Μα εγώ θα ήμουν ψεύτικη. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ δημοκράτη. Ποτέ δεν μου άρεσε η ένταξη σε ένα κόμμα. Και μπορείτε να ρωτήσετε. Ως θιασάρχις, τόσα χρόνια, δεν χρωστάω ούτε ένα ένσημο σε έναν ηθοποιό. Σε αντίθεση με πολλούς δήθεν αριστερούς».
Η ζωή συνεχίζει να σας εκπλήσσει; «Φυσικά. Μπορεί αύριο να ερωτευτώ ξανά, να μεγαλώσει η κόρη μου, να παντρευτεί και να γίνω γιαγιά με τέσσερα εγγόνια. Πάντα είμαι ευτυχισμένη. Πηγαίνω στη δραματική σχολή που έφτιαξα και είναι το καμάρι μου, κάνω μάθημα στα παιδιά και αναγεννιέμαι. Θέλω δίπλα μου θετικούς ανθρώπους. Ετσι διαλέγω και τον θίασό μου. Δεν μου αρκεί να έχουν μόνο ταλέντο οι ηθοποιοί, πρέπει να είναι και καλοί άνθρωποι. Δεν θέλω δίπλα μου ταλαντούχα τέρατα. Υστερα σκέφτομαι πάντα το επόμενο βήμα μου».
Μετά τη Σμύρνη, τι ακολουθεί; «Είναι κάτι που αποκαλύπτω για πρώτη φορά. Θα κάνω το σίκουελ της παράστασης. Θα πάρω αυτήν την ίδια οικογένεια των προσφύγων του έργου και θα δείξω τι αντιμετώπισαν στην Ελλάδα μετά τον ερχομό τους μέχρι τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Καθημερινά στο καμαρίνι έρχονται δεκάδες άνθρωποι. Μου διηγούνται τις ιστορίες των γονιών τους και των παππούδων τους. Μια ημέρα ήρθε στο καμαρίνι μια κυρία. Μου είπε: «Η οικογένειά μου σώθηκε και τα αδέλφια μου ήρθαν εδώ για να φαγωθούν μεταξύ τους στον Εμφύλιο. Δεν σκοτώθηκαν από Τούρκους και σκοτώθηκαν από Ελληνες»».
Κυρία Ντενίση, το Μιμή βγαίνει από το Δήμητρα; «Ναι. Το βαπτιστικό μου είναι Δήμητρα-Σοφία. Αν είχα μυαλό, Δήμητρα θα με λέγανε, αλλά τότε ήμουν παιδάκι και με φώναζαν Μιμή, οπότε μου έμεινε. Εντάξει, βέβαια, έχει μια μοναδικότητα. Τουλάχιστον στο θέατρο, όταν λες Μιμή σκέφτεσαι εμένα». l

«Σμύρνη μου αγαπημένη»: Τετάρτη με Κυριακή στο «Θέατρον», Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» (Πειραιώς 254, Ταύρος, τηλ. 212 2540 300).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ