Γιάννης Μπέζος: «Ο Εμφύλιος άρχισε το 1821 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα»


Αυτό για το οποίο δεν σε προετοιμάζει η, κυρίως, κωμική τηλεοπτική και θεατρική παρουσία του Γιάννη Μπέζου είναι το ψαρωτικό ύφος του. Μέχρι να γελάσει για πρώτη φορά, και γελάει ξαφνικά και δυνατά, η σοβαρότητά του σχεδόν σε φοβίζει. Σε μερικές ημέρες θα βρεθεί στην Επίδαυρο με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Εκκλησιάζουσες», την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος. «Οι «Εκκλησιάζουσες» είναι έργο της παρακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Εχει να κάνει με μια περίοδο η οποία εφάπτεται στη σημερινή πραγματικότητα: η Αθήνα είναι ηττημένη και ζει με τα λεφτά των Περσών» έλεγε ο ίδιος λίγες ημέρες πριν από το δημοψήφισμα. Είναι επίσης ένα έργο που μιλάει για την ερωτική χειραφέτηση και την κοινοκτημοσύνη των γυναικών, για την ανατροπή των καθεστώτων και για την ανάγκη για αλλαγή. Είναι άλλο ένα επίκαιρο, διαχρονικό αριστοφανικό έργο.

Κύριε Μπέζο, υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από την παράστασή σας; «Το θέατρο δεν έχει χαρακτήρα ή αποστολή εκπαιδευτική. Εχει αποστολή να αφυπνίσει, να κάνει τους ανθρώπους να ανησυχήσουν, να ψυχαγωγηθούν, να πάρουν δουλειά για το σπίτι δηλαδή. Αυτό προσπαθεί να κάνει ο ποιητής και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς. Βέβαια, έχουν μεσολαβήσει δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, θα δούμε ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα, διότι και οι παππούδες μας ήταν κάπως σαν εμάς: επιρρεπείς στη δημαγωγία, πολυλογάδες, δικομανείς, τους άρεσε το παραμύθι, αλλά είχαν και κάποια μέτρα και σταθμά τα οποία σήμερα δεν έχουμε. Στις μέρες τις καλές οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν και κάτι που λέγεται μέτρο και βεβαίως είχαν και κάποιους ηγέτες φωτισμένους. Επί της ουσίας, όμως, δεν έχει αλλάξει κάτι. Είναι το κλίμα; Είναι τα χώματα που πατάμε; Είναι πολλά αυτά που κατά τη γνώμη μου έχουν μεγάλη σημασία, αλλά δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έργο δίνει ένα μήνυμα».
Σε μια επικαιρότητα που αλλάζει ραγδαία ώρα με την ώρα, αναγκαστήκατε να κάνετε παρεμβάσεις στο κείμενο; «Δεν έκανα αλλαγές ούτε αναφέρομαι σε σημερινά πράγματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, που δεν σχετίζονται με την πολιτική. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάτι τέτοιο, διότι, όταν το κάνεις, χάνει το έργο ένα μέρος από το κύρος του. Η τέχνη απευθύνεται στον καθένα ξεχωριστά και στο τέλος κάθε θεατής μπορεί να αντιληφθεί ό,τι ο ίδιος θέλει. Εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που αποζητά ο ποιητής, το να καυτηριάσουμε όχι συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά συγκεκριμένες συμπεριφορές. Στον Αριστοφάνη κατ’ εξοχήν πολιτικές συμπεριφορές, επειδή είναι θέατρο με δημόσιο λόγο. Θα ήταν μια εύκολη λύση να ονοματίσουμε τους πολιτικούς ή τους παράγοντες της ελληνικής ζωής, και γίνεται κατά κόρον αυτό τα τελευταία χρόνια».
Στις «Εκκλησιάζουσες» οι γυναίκες μεταμφιέζονται σε άνδρες για να σφετεριστούν τελικά την εξουσία. Πρέπει πάντα να υποδυθεί κάποιος κάτι άλλο από αυτό που είναι για να καταλάβει δημόσιο αξίωμα; «Ξέρετε, όταν φεύγεις από τη σφαίρα του ιδιωτικού και αποκτάς δημόσια εικόνα, δεν μπορείς να κάνεις και ακριβώς ό,τι θέλεις. Δεν είναι εύκολο. Νομίζω ότι τα σουσούμια των πολιτικών, ό,τι μας ενοχλεί, δεν σχετίζεται με τις πολιτικές τους θέσεις, διότι είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να διαφωνούμε μεταξύ μας, μας ενοχλεί ο τρόπος τους πολλές φορές, και αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με την ιδιοσυγκρασία και κατά δεύτερο λόγο με την αισθητική και την παιδεία. Προφανώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι λένε πολλά και τα λένε με τρόπο γοητευτικό. Ο μεγαλύτερος δημαγωγός ήταν ο Χίτλερ, δεν έχει υπάρξει πιο μεγάλος. Μιλούσε τέλεια. Το θέμα είναι τι έλεγε και, κυρίως, τι έκρυβε, τι εννοούσε. Ναι, όταν ανακατεύεσαι με τα πολιτικά δεν μπορείς να είσαι όπως είσαι ως ιδιώτης, είναι πολύ δύσκολο ακριβώς γιατί έχεις να κάνεις με πάρα πολλούς ανθρώπους. Βέβαια, μπορείς να διατηρήσεις ένα μέρος από την αγνότητά σου, από το χιούμορ σου, και επιμένω στο θέμα της παιδείας και της αισθητικής. Δεν έχουμε μάθει ούτε να διαλεγόμαστε».
Υπάρχει κάποια φράση στο έργο που να τη θεωρείτε ιδιαιτέρως δυνατή αν την απομονώσετε; «Υπάρχει η φράση που λέει ένας ήρωας «δεν θα δώσω εγώ τα υπάρχοντά μου, περιουσία μου θα πει ουσία μου». Αυτό πάθαμε κι εμείς, ταυτίσαμε τα υπάρχοντα με την ουσία. Ο ίδιος λέει επίσης «δεν τους βλέπεις; ψηφίζουνε τον κάθε νόμο στο άψε σβήσε. Γιατί; Για να μπορούν να τον αψηφήσουν όποτε θέλουν». Ολα αυτά είναι δίπλα μας. Ο καθένας ερμηνεύει τους νόμους α λα καρτ, όπως τον συμφέρει, και βρίσκει πάντα έτοιμες λύσεις. Θα μου πείτε, τι θα κερδίσει ο θεατής άμα το δει αυτό; Θα αναγνωρίσει κάτι από τα ελαττώματά του».
Αυτά τα ελαττώματα πληρώνουμε τα τελευταία χρόνια; «Νομίζω πως όλοι μας είμαστε θύματα μιας παγίδας. Δεν είμαι καθόλου της συνωμοσιολογίας, δεν πιστεύω ότι στήθηκε από κανέναν, απλώς ήμασταν έτοιμοι να πέσουμε σε αυτήν. Ξαφνικά αρχίσαμε να ζούμε με έναν τρόπο ο οποίος ήταν δυσανάλογος με την παραγωγικότητα ή την προσφορά μας. Πέσαμε γρήγορα στα βαθιά και αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη του πολιτικού συστήματος, διότι το ότι θα ερχόταν το χτύπημα ήταν δεδομένο. Πρέπει να λυθούν δύο πολύ βασικά θέματα στο εσωτερικό της χώρας: η αναξιοκρατία και η διαφθορά. Και φυσικά χρειάζεται εφαρμογή των νόμων. Επίσης πρέπει να καταλάβουμε ότι η χώρα έχει ένα πολίτευμα, το οποίο λέγεται κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν έχει επιτροπές αγώνα. Τι να κάνουμε; Καταλαβαίνω τις φωνές τις διαφορετικές. Εάν λειτουργούμε διαλυτικά και όχι συνθετικά, και σε αυτό φταίει σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, δεν υπάρχει σωτηρία, όποιος προσπαθεί να λειτουργήσει συνθετικά τον βρίζουν όλοι. Πρέπει να λέμε αυτό που χαϊδεύει τα αφτιά; Δεν θα πάμε λίγο μπροστά; Ξέρετε, είναι δύσκολα πράγματα αυτά, οι εποχές ευνοούν τα συνθήματα και δεν ευνοούν την πιο σύνθετη σκέψη, αλλά νομίζω ότι αν δεν καταφύγουμε εκεί δεν θα έχουμε μέλλον. Είναι μια ευκαιρία να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε λίγο περισσότερο. Ολες οι πλευρές».
Σας ανησυχεί το κλίμα πόλωσης που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα. Κάποιοι μιλούν για εμφύλιο. «Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Ο εμφύλιος άρχισε από το 1821 και συνεχίζεται μέχρι τώρα, απλώς η ελληνική πολιτεία με έναν τρόπο τον αποκρύπτει. Και επειδή κρύβεται ενώ υπάρχει μέσα μας μάς αποκαλύπτεται τώρα πιο ισχυρός. Αν γνωρίζαμε τα αίτια, δεν θα τα φοβόμασταν πια. Δεν τα γνωρίζουμε, τα κρύβουμε κάτω από το χαλί και τα βρίσκουμε μπροστά μας. Πρέπει όλοι να δούμε πώς θα γίνουμε πολίτες της ηπείρου που λέγεται Ευρώπη, αν συνεχίσουμε στην ίδια λογική θα ξαναγυρίσουμε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είμαστε μια χώρα με ανοιχτά σύνορα. Το Διαδίκτυο κάνει θαύματα. Μπορούμε να είμαστε σε επαφή με όλον τον πλανήτη, δεν μπορούμε να ζούμε περιχαρακωμένοι και να μας καθορίζει τι έκαναν ο Ζαχαριάδης και ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Αυτά είναι ωραία για την Ιστορία, για να μας βοηθάνε να καταλάβουμε το παρελθόν και όχι για να είναι στον σβέρκο μας, και είναι ακόμη στον σβέρκο μας. Από τη μία έχουμε τις ακρότητες της Χρυσής Αυγής, και αυτό είναι ένα σημαντικό κοινωνικό θέμα, και από την άλλη έχουμε τις ακρότητες της Αριστεράς, η οποία εύκολα ξεστομίζει συνθήματα, και αυτό ξέρετε είναι περισσότερο μια παγίδα για τους νέους».
Η ευθύνη ανήκει στους νέους; «Οχι, δεν ρίχνω την ευθύνη στους νέους. Τη ρίχνω στη γενιά μου, που δεν τους είπε την αλήθεια. Υπάρχει μια μόδα τα τελευταία χρόνια. Οι μεγάλοι συμπεριφέρονται σαν νέοι. Είναι θλιβερό. Ο νέος όταν συμπεριφέρεται σαν μεγάλος είναι χαριτωμένο. Οταν όμως έχεις την εμπειρία της ζωής δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν εικοσάρης ή δεκαοχτάρης στο πανεπιστήμιο. Είναι γελοίο. Πρέπει να κρατάς και μια πισινή. Οι νέοι θέλουν τον μεγαλύτερο, είτε είναι φίλος, είτε πατέρας, είτε δάσκαλος, κερί αναμμένο, δεν τον θέλουν κολλητό, να πηγαίνουν στην ταβέρνα και να λένε μπούρδες. Τα παιδιά θέλουν να αναφέρονται κάπου. Αν δεν υπάρχει σημείο αναφοράς, αυτό οδηγεί στην κουκούλα και στο σπάσιμο. Λέμε μετά αυτός τα έχει με το σύστημα. Δεν τα έχει με το σύστημα, τα έχει με τον εαυτό του, διότι πίστεψε κάποιους οι οποίοι τον πούλησαν».
Πάνος Βλάχος: «Θα δημιουργηθεί κάτι καινούργιο»


Του πηγαίνει του Πάνου Βλάχου ο κόσμος του Αριστοφάνη. Ο ταλαντούχος ηθοποιός εντυπωσίασε πέρυσι ως Ξανθίας στους «Βατράχους» που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κακλέας, ενώ εφέτος περιοδεύει ανά την Ελλάδα με τις «Εκκλησιάζουσες» (στην παράσταση με την υπογραφή του Γιάννη Μπέζου).

Πώς σας έχει αντιμετωπίσει ως τώρα το κοινό αυτό το δύσκολο καλοκαίρι; «Οταν συναντώ κόσμο στον δρόμο υπάρχει ένα μούδιασμα και ένας φόβος ο οποίος πλανάται στην ατμόσφαιρα. Στις παραστάσεις, ωστόσο, εισπράττω μια δίψα. Ο κόσμος διψάει για παρέα, διψάει για ένα αριστοφανικό ουτοπικό γλέντι, όπως αυτό που συμβαίνει στην παράστασή μας, και διψάει για ιστορίες, αλλά και για συμμετοχή. Οσο πιο πολύπλοκα, μπερδεμένα και φοβισμένα είναι όμως τα πράγματα, τόσο πιο σημαντικό λόγο έχουμε εμείς να υπάρχουμε και να υψώνουμε ένα καλλιτεχνικό ανάστημα και να λέμε το μικρό – ή το μεγάλο – “ναι” ή “όχι” στη ζωή. Για εμένα αυτή είναι η απόφαση. Και η ευθύνη μας απέναντι στο κοινό είναι πολύ μεγάλη».

Ποιο συναίσθημα κυριάρχησε μέσα σας τις τελευταίες εβδομάδες; «Ενιωσα μια πικρία και μια στενοχώρια για την ουσία του Ελληνα και αναλογίστηκα τη σκέψη, την πίστη και την υπομονή που έχει στον εαυτό του και στην αφετηρία του. Ενιωσα θλίψη για το ποιοι είμαστε ως λαός. Αναρωτήθηκα πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι σχέσεις μας και αν μπορεί ένας διχασμός, επιφανειακός ή μη, να τις ισοπεδώσει. Είμαστε ένας ακραίος λαός, αγαπάμε μέχρι θανάτου, διαφωνούμε μέχρι θανάτου. Ενιωσα παράλληλα και μεγάλο πείσμα να συνεχίσω να βρίσκομαι σε υψηλό επίπεδο δημιουργίας. Κόντρα στους καιρούς, αποφάσισα να είμαι όσο πιο ειλικρινής και όσο πιο ακριβής γινόταν σε αυτό που είχα κληθεί να κάνω. Είναι σαν να απαντάω με το μικρό μου το μυαλό σε αυτό που θεωρώ ότι μας έφερε μέχρις εδώ. Αν ο καθένας έκανε όσο καλύτερα μπορούσε τη δουλειά του, θα είχαμε πολύ λιγότερα προβλήματα».

Υπήρχε σύμπνοια στον θίασο την περίοδο που όλοι οι υπόλοιποι μαλώναμε μεταξύ μας; «Οχι, δεν μαλώναμε. Ο Γιάννης Μπέζος, πέραν της καλλιτεχνικής πορείας του, εκφράζει έναν δημόσιο λόγο όλα αυτά τα χρόνια και είναι απόλυτα συνεπής σε αυτόν, σε βαθμό που όλα αυτά που πιστεύει δημιούργησαν, στην πρώτη δική μου συνεργασία μαζί του, μια ομάδα ισότιμη. Φυσικά προβληματιζόμασταν και συζητούσαμε, όμως στη διαδικασία της πρόβας γινόμασταν πάλι ένα. Ισως τελικά είχαμε περισσότερα να μας ενώνουν παρά να μας χωρίζουν. Ισως θεωρούσαμε ότι έχουμε μια αποστολή η οποία είναι ιερή. Προσωπικά, νιώθω ότι είναι ιερό αυτό που κάνουμε, μέσα σε έναν ανίερο κόσμο».

Αυτή την εποχή όλοι καταφέρνουμε να ξεχαστούμε λίγο. Σας τρομάζει ο χειμώνας που έρχεται; «Θα απαντήσω με έναν στίχο του Σαββόπουλου: “Τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε, για άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε”. Θεωρώ ότι θα είναι κρίσιμος αυτός ο χειμώνας. Κάποιες φορές φοβάμαι, ναι, και αυτό που με ανησυχεί πιο πολύ είναι το ότι φτηναίνει πάρα πολύ η ουσία της δουλειάς μας, φτηναίνει ο κόπος μας. Εξαντλείται το περιθώριο να έχει εκτίμηση ο κόσμος στη φύση της δουλειάς μας. Ενα κομμάτι μου θέλει να ελπίζει ότι θα δημιουργηθεί κάτι καινούργιο που θα υπερνικήσει αυτή την τάση».

info:

«Εκκλησιάζουσες»: 31 Ιουλίου και 1 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ