Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ο κειμενογράφος και δημιουργικός διευθυντής στη διαφήμιση, Βαγγέλης Προβιάς, καταθέτει το προσωπικό, ιδιαίτερο στίγμα γραφής που είχαμε ήδη ψυχανεμιστεί από το blog του provatos.blogspot.com. Με «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» (εκδόσεις Ολκός), ο 41χρονος Προβιάς περπατάει πάνω σε μια αφηγηματική γραμμή που ενώνει την Ελλάδα του χθες με εκείνη του σήμερα και κερδίζει τις εντυπώσεις με τις 17 ιστορίες του που αποπνέουν πρώτα απ’ όλα πίστη στον άνθρωπο από έναν νέο συγγραφέα πεισματικά γαντζωμένο στην ελπίδα.
Στα περισσότερα διηγήματα οι ήρωες ανατρέχουν σε μια εμπειρία του παρελθόντος η οποία υπήρξε καθοριστικής σημασίας για αυτούς. Νοσταλγείτε το παρελθόν ή σκαλίζετε να βρείτε σε αυτό «τις μέρες συμφιλίωσης» με τη ζωή;
«Νομίζω ότι στην πραγματική ζωή συμβαίνει ότι και στην καλή λογοτεχνία: το backstory των ηρώων, (το παρελθόν το δικό μας) αιτιολογεί γιατί οι ήρωες (εμείς) συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται και προχωράνε την πλοκή (την ζωή) παρακάτω. ‘Ψαχουλεύω’ λοιπόν το παρελθόν όχι λόγω νοσταλγίας ή επιθυμίας συμφιλίωσης αλλά γιατί αν γνωρίζεις τι σου συνέβη τότε μπορείς να είσαι πιο συνειδητοποιημένος στο τι σου συμβαίνει τώρα. Ειδικά για την μυθοπλασία και το διήγημα, με δεδομένη την συντομία που επιβάλλει η φόρμα, η σχέση με το παρελθόν είναι απαραίτητη για να δώσει ειδικό βάρος στο τώρα που αποτυπώνει η ιστορία».
Πράξεις γενναιοδωρίας στο φόντο της τωρινής κρίσης ή μιας παλιότερης, στερημένης εποχής, εμφανίζονται συχνά στα διηγήματά σας. Επηρεαστήκατε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κρίσης σε αυτή την επιλογή θεματολογίας;
«Νομίζω ότι η λέξη ‘επηρεάστηκα’ είναι λίγη. Η κρίση είχε και έχει ασύλληπτη και δραματική επίδραση στην καθημερινότητά μου, στο κοινωνικό και ψυχολογικό σύστημα που ζω – όπως έχει συμβεί σε όλους. Άρα μοιραία μπήκε σε πολλές ιστορίες – ωστόσο αυτό δεν έγινε συνειδητά. Και ενώ από την μία πλευρά δεν λογόκρινα τον εαυτό μου στην επιλογή της θεματολογίας, προσπάθησα πολύ ώστε η κρίση να μην είναι η ‘πρωταγωνίστρια’. Ήθελα να φανεί η επίδραση της, ως σκηνικό, όχι μόνο η αρνητική αλλά γιατί όχι και η θετική, στην ψυχολογία και την ζωή των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα. Αλλά χωρίς να χαθεί η ‘πρόθεση’ των ιστοριών να αγγίζουν τα ‘αρχετυπικά’ θέματα της ζωής, τον έρωτα, την σχέση με τον εαυτό, το ζευγάρωμα, την απώλεια, την χαρά».
Τι σας οδηγεί μικρή φόρμα του διηγήματος; Η επιθυμία ή η ανάγκη; Πού πιστεύετε έγκειται η ιδιαιτερότητά του ως λογοτεχνικό είδος τόσο αναφορικά με τη διαδικασία συγγραφής του όσο και με όσα αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτό;
«Είμαι παιδί της εποχής. Που θα πει ότι οι μακροχρόνιες δεσμεύσεις αποτελούν για μένα πρόκληση. Μου αρέσει το σύντομο, το γρήγορο, το στακάτο, η αλλαγή, η ποικιλία. Είμαι τόσο αισχρός ώστε ενώ βρίσκομαι με την αγάπη μου και ζαχαρώνουμε κάνω διάλειμμα για να δω αν έχω κάποια ειδοποίηση στο facebook… Το διήγημα δεν είναι αγχωτικό, απαιτεί μικρότερη δεύσμευση χρόνου και έχει και σχετικά ορατό τέλος – κάτι που είναι βάλσαμο για τους ανασφαλείς καλλιτέχνες που δουλεύουν το πρώτο τους βιβλίο. Επιπλέον, σε αντίθεση με την πρωτεύουσα άποψη των ειδικών, πιστεύω ότι ταιριάζει περισσότερο στην νευρική εποχή μας γιατί μπορεί να μεταδώσει ένα ολοκληρωμένο μήνυμα ή/και συναίσθημα στον πολυάσχολο ή με ελλειματική προσοχή αναγνώστη χωρίς να απαιτεί μέρες ανάγνωσης. Αν το μυθιστόρημα είναι και για τον συγγραφέα και τον αναγνώστη ένας γάμος, σταθερός, στιβαρός, πάντα εκεί, το διήγημα στα καλύτερά τους είναι μία σύντομη σχέση που σε κλονίζει βαθιά και ουσιαστικά – και ίσως να μην θυμάσαι πολλές πρακτικές λεπτομέρειες μετά αλλά δεν ξεχνάς με τίποτε την αίσθηση, τα αισθήματα τις μυρωδιές και τα χρώματα που σου έδωσε».
Ονειρεύεστε το μυθιστόρημα;
«Ονειρεύεται κανείς έναν σταθερό, στιβαρό, ‘πάντα εκεί’ γάμο; Ναι, αν είναι ώριμος, αν τα έχει βρει με τον καλλιτεχνικό εαυτό του, αν δεν φοβάται τις δεσμεύσεις, αν δεν τσιλιμπουρδίζει και δεν ξενοκοιτάει, αν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την ένταση των παθιασμένων σύντομων, παρασυρτικών συναισθημάτων για βαθύτερα και πιο μόνιμα. Το να γράψεις ένα μυθιστόρημα απαιτεί μία ωριμότητα που ομολογώ κάπως με φοβίζει. Αλλά πολλές φορές κανείς κολυμπά καλύτερα όταν πέφτει με θάρρος στα φοβιστικά νερά των πολλών σελίδων».
Πολλοί συγγραφείς διηγημάτων αναφέρουν ως επιρροή τους τον Τσέχωφ, με τηνAλις Μονρό προεξέχουσα ανάμεσά τους. Εσείς με ποιους συγγραφείς νιώθετε να σας συνδέει αυτή η επιλεκτικά συμπτωματική συγγένεια;
«Έχετε κάμερα στο σπίτι μου; Και τους δύο τους διαβάζω στο πρωτότυπο, έχω τα απάντά τους σε διάφορες γλώσσες, γιορτάζω την γέννησή τους και στεναχωριέμαι στην επέτειο του θανάτου του μεγάλου Ρώσου. Ήταν μόνο 41 όταν μας αποχαιρέτησε και αναρωτιέμαι τι άλλο θα είχε γράψει… Εκτός από αυτούς με εμπνέουν πολύ ο Γουίλιαμ Τρέβορ, ο Παπαδιαμάντης κ ο Βιζυηνός (και ας μπερδεύω τα ι του στην ορθογραφία), ο Φρέντερικ Μπους, σπουδαίος συγγραφέας συγγραφέων που δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα, ο Τσίβερ, η Λε Γκεν που είναι ασύλληπτη σε ιδέες και φαντασία, η Ατγουντ, όλοι οι Ρώσοι, μα όλοι, ο Σέργουντ Αντερσον (σουπερστάρ διηγηματογράφος των αρχών του 20ου αιώνα, που σύστησε τον νεαρό Χέμινγουεϊ στον πρώτο εκδοτικό οίκο του), ο Τόμας Μαν. Αγαπώ και πολλούς Έλληνες, τον Μήτσου, την Ζατέλη, τον Γρηγοριάδη, μου άρεσε πολύ το τελευταίο του Σκαμπαρδώνη ο Νοέμβρης…».
Η διαδικασία της γραφής, νομίζω ότι συχνά μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ανομολόγητο εαυτό μας ιδίως όταν καλούμαστε να επιλέξουμε ύφος. Μπαίνετε στον πειρασμό να τον χαλιναγωγήσετε αυτόν τον εαυτό ή να τον αφήσετε πιο ελεύθερο απ’ όσο πραγματικά είναι; Θα μπορούσα να το διατυπώσω και ως εξής: Γράφετε σαν ο άνθρωπος που είστε ή σαν ο άνθρωπος που θα θέλατε να είστε;
«Δεν γράφω σαν άνθρωπος. Γράφω σαν υπάλληλος της μυθοπλασίας. Συστηματικά και μεθοδικά. Καθημερινά. Όχι για να εκφραστώ, ούτε για να ξεσπάσω (αυτά τα κάνω στο υπομονετικό ημερολόγιό μου). Γράφω για να πω ιστορίες που επιθυμώ να διαβαστούν. Η προσωπικότητά μου περνάει έμμεσα σε ότι γράφω – η έκφρασή της δεν γίνεται αυτοσκοπός ή στόχος. Αυτό το θεωρώ συνταγή καταστροφής. Και ανιαρού ομφαλοσκοπικού γραψίματος. Μακριά από μας».