Η Κατερίνα Ευαγγελάτου κουνάει τα μακριά χέρια της σαν μαέστρος όταν μιλάει. Αν είναι σίγουρη για αυτό που λέει, σε κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. Αν όχι –κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, το βλέμμα της ψάχνει κάπου να ακουμπήσει για να συγκεντρωθεί. Η 33χρονη σκηνοθέτις δεν είχε συνεργαστεί ως τώρα με το Φεστιβάλ Αθηνών. Από τις 20 ως τις 22 Ιουλίου θα παρουσιάσει στον Χώρο Δ’ της Πειραιώς 260 τον «Ιδομενέα» του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ, ένα έργο βασισμένο στον μύθο του βασιλιά της Κρήτης, ο οποίος, επιστρέφοντας από τον Τρωικό Πόλεμο, πέφτει σε μια τρομερή θύελλα. Μπροστά στον φόβο του θανάτου, ορκίζεται στους θεούς να θυσιάσει το πρώτο ζωντανό πλάσμα που θα συναντήσει αν καταφέρει να φτάσει στην ακτή της πατρίδας, «ό,τι κι αν είναι, όποιος κι αν είναι».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευαγγελάτου καταπιάνεται με πόνημα του γερμανού συγγραφέα. Είχε σκηνοθετήσει πριν από τέσσερα χρόνια τον «Χρυσό δράκο» στο Εθνικό Θέατρο. «Τον «Ιδομενέα» μού πρότεινε να τον διαβάσω η μεταφράστρια του έργου, Εφη Ρευματά, η οποία θεώρησε ότι θα με ενδιέφερε. Εφέτος ήταν η πρώτη φορά που θα μπορούσα να κάνω παράσταση το καλοκαίρι, γενικώς δεν θέλω να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Είναι ένα παράξενο έργο, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις «ωραίο», δείχνει, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, τον δρόμο στον οποίο θα έπρεπε να βαδίσει η σύγχρονη δραματουργία. Δεν είναι τυχαίο που ο Σίμελπφενιχ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή δυτικοευρωπαίους συγγραφείς. Τα έργα του παίζονται συνέχεια, κυρίως στις γερμανόφωνες χώρες. Αντιπροσωπεύει αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να είναι το θέατρο σήμερα».

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των έργων του που σας γοητεύουν;
«Βασίζεται σε μια μεταμπρεχτική παράδοση που εμένα με απασχολεί πολύ. Απαιτεί έναν πιο ενεργό θεατή, όχι με την έννοια της διάδρασης, αλλά με την έννοια ενός νου που βρίσκεται εν εγρηγόρσει. Πρόκειται για θέατρο με μόνιμη απεύθυνση προς τους θεατές, που τσιγκλάει τη σκέψη και το συναίσθημα και περιμένει να αντιδράσεις και εσύ με κάποιον τρόπο. Στον «Ιδομενέα» παρουσιάζει μια ομάδα ανθρώπων χωρίς να τους δίνει ρόλους. Αφήνει δηλαδή τεράστια ελευθερία στον σκηνοθέτη. Εχουμε στη σκηνή μερικούς ανθρώπους που σκέφτονται δημόσια επάνω στα ζητήματα που ανοίγει το έργο. Δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη, αλλά οι πολλές εκδοχές ενός γεγονότος που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, ανάλογα με κάποιες κοινωνικές καταστάσεις, φιλοσοφικές κατευθύνσεις και ιστορικές συγκυρίες. Μέσα από μια γλώσσα πολύ ποιητική, τίθεται ανοιχτά στο επίκεντρο ένα βασικό ζήτημα: τι είναι έτοιμος κανείς να θυσιάσει ώστε να παραμείνει στη ζωή ή να παραμείνει στην εξουσία. Ενα άλλο θέμα είναι το τέλος μιας εποχής δεισιδαιμονίας και η διαδοχή της από μια εποχή λογικής».

Εχετε καθόλου την αίσθηση ότι τώρα μας συμβαίνει το αντίθετο, ότι νικούν ξανά ο φανατισμός και η δεισιδαιμονία σε βάρος της λογικής;
«Είναι αβέβαιο αν περάσαμε ποτέ στην εποχή της λογικής ή αν θα το καταφέρουμε ποτέ. Προσπαθούμε, αλλά η ανθρώπινη φύση έχει ανάγκη να ενοχοποιεί αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει, έχει αδυναμία να πατήσει στα πόδια της και να κάνει το μεγάλο βήμα, έχει αδυναμία ακόμη και να αλλάξει τρόπο διακυβέρνησης. Σήμερα οι άνθρωποι δεν παίρνουν εύκολα την απόφαση για μια επανάσταση, είναι σαφές αυτό. Και δεν εννοώ να πάρουμε τα όπλα, μιλώ για μια επανάσταση στον τρόπο σκέψης. Για μένα επανάσταση είναι να κάνεις φανατικά τη δουλειά σου, όχι απλώς καλά. Να νιώθεις ότι η δουλειά σου είναι σημαντική και ότι ο κόσμος εξαρτάται από τη λειτουργία σου, από το να δώσεις το 100% των δυνάμεών σου. Αυτή είναι η πραγματική επανάσταση που μπορούμε να κάνουμε στην κλίμακα στην οποία ζούμε».
Πρόκειται για μια επανάσταση των υπευθύνων;
«Δεν είναι μόνο η υπευθυνότητα το ζητούμενο. Ολα ξεκινούν από την ελεύθερη βούληση, αυτή σου δίνει τη δυνατότητα να συλλάβεις πόσο σημαντική είναι η ύπαρξή σου και πως τα πάντα ξεκινούν από την ατομική αλλαγή. Αυτό δεν το έχουμε καταφέρει και είναι αβέβαιο αν θα συμβεί. Είναι δηλαδή σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα τα καταφέρουμε».
Δεν θα μπορέσουμε δηλαδή ποτέ να κατανοήσουμε ουσιαστικά αυτή τη φράση από το έργο: «Δεν είναι τόσο μεγάλες οι διαφορές των ανθρώπων ώστε να μην μπορούν να ζήσουν ούτε μαζί ούτε χώρια»;
«Είναι δύσκολη αυτή η φράση. Ο καθένας καταλήγει σε μια προσωπική ερμηνεία της. Νομίζω ότι εστιάζει πιο πολύ στον παραλογισμό τού να επιμένουμε να βλέπουμε τα πράγματα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ώστε να δικαιολογήσουμε κάποιες πράξεις μας. Λέμε δηλαδή «α, εγώ σε αυτόν δεν θα ξαναμιλήσω, γιατί μας χωρίζουν τόσο πολλά». Θεωρούμε μερικές φορές δηλαδή ότι το χάσμα που μας χωρίζει από τους άλλους δεν μπορεί να γεφυρωθεί με κανέναν τρόπο. Δεν είναι, όμως, τόσο μεγάλες οι διαφορές μας, μόνο κάποιοι άνθρωποι σοφοί ίσως μπορούν πραγματικά να το καταλάβουν αυτό, εξ ου και δεν έχουμε καταφέρει τόσα χρόνια να ζήσουμε σε αρμονία. Είναι στη φύση των κοινωνιών οι συγκρούσεις. Θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές, βεβαίως, πιο δημιουργικές».

Στο έργο γίνεται αναφορά και σε έναν ερωτικό δεσμό μεταξύ του γιου του Ιδομενέα και της γνωστής Ηλέκτρας, δύο νέων βεβαρημένων από τους κύκλους αίματος των οικογενειών τους. Οι αμαρτίες των γονέων θα έχουν πάντα αντίκτυπο στα παιδιά τους;
«Κάθε νέα ζωή που έρχεται στον κόσμο έχει κάτι άγραφο, υπάρχει μια ελπίδα ότι θα αποτινάξει το βάρος των προηγούμενων γενιών, ότι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για να καταφέρει να μη σκέφτεται ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί να αποφύγει και να μην υποκύπτει σε φανατισμούς. Ημουν σε μια βάφτιση τις προάλλες και έβλεπα να επιβάλλεται κάτι τόσο βαθιά προσωπικό, όπως είναι η πίστη, σε ένα πλάσμα που δεν το έχει επιλέξει, με τρόπο που μπορεί να το τρομάξει. Σχεδόν σοκαρίστηκα, νομίζω ότι θα έπρεπε να ανήκει σε μια άλλη εποχή, το θεωρώ ανεπίτρεπτο».
Η δική σας σχέση με τον Θεό ποια είναι;
«Δεν μπορώ να πω ότι πιστεύω στον Θεό με τον τρόπο που μιλούμε για Αυτόν στην εκκλησία. Πιστεύω ότι τα πράγματα γίνονται τυχαία, όμως εσύ μπορείς να τα αλλάξεις, υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου να καθορίζει τη ζωή του, όμως μπορεί να βγω τώρα στον δρόμο και να με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο. Δεν μπορώ βεβαίως να πηγαίνω σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο και να βλέπω ένα κενό δωμάτιο, στολισμένο με κεράκια και πλαστικά λουλουδάκια, στο οποίο υπάρχει πινακίδα που εξηγεί ότι εκεί έγινε το πρώτο θαύμα του τάδε αγίου. Το βρίσκω κακόγουστο, επιφανειακό και βαθιά δεισιδαιμονικό. Η θρησκευτική πίστη θα έπρεπε να είναι ένα ζήτημα αυστηρώς προσωπικό».
Πόσα «αν…» υπάρχουν στη ζωή σας;
Η ζωή μου είναι γεμάτη γεγονότα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει και αλλιώς. «Ολα θα μπορούσαν να πάνε καλά, όλα θα μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά, μόνο που έγιναν έτσι». Είναι μια φράση του έργου που με αγγίζει πολύ. Από νωρίς η ζωή μου βάλλεται από πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά, από πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει καλά, αλλά και από πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει κακά. Ο άνθρωπος είναι πολύ αδύναμος. Δεν είσαι πάντα έτοιμος να πάρεις τη σωστή απόφαση, δεν είσαι πάντα έτοιμος να δεις τα πράγματα από τη σωστή σκοπιά. Δεν είσαι έτοιμος να δράσεις. Μπορεί να βλέπεις, αλλά να μην μπορείς να πράξεις. Μπορείς να είσαι τυφλωμένος από συναίσθημα, από φανατισμό, από εγωισμό. Πρέπει, όμως, να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις για να είσαι έτοιμος όσο πιο συχνά γίνεται. Αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη».
Μπήκατε καθόλου στη θέση του Ιδομενέα, σκεφτήκατε δηλαδή πώς θα αντιδρούσατε αν ερχόσασταν αντιμέτωπη με τον θάνατό σας;
«Πιο πολύ σκέφτομαι τον θάνατο αγαπημένων μου προσώπων παρά τον δικό μου. Η απώλεια δικών μου ανθρώπων είναι κάτι που με βρήκε πολύ νωρίς και πολύ βίαια και κάτι που δεν το συνηθίζεις, μαθαίνεις διαφορετικά να ζεις με αυτό και το ενδεχόμενό του είναι κάτι που το έχεις δοκιμάσει. Δεν εξασκείσαι ωστόσο στ’ αλήθεια σε αυτό, δεν ξέρω τι θα συμβεί στον επόμενο θάνατο δικού μου ανθρώπου. Ισως γι’ αυτό δεν σκέφτομαι τόσο τον δικό μου θάνατο, όσο άλλων».

Οι επιθέσεις σε εσάς προσωπικά ή στα έργα σας πόσο σας επηρεάζουν;
«Με επηρεάζουν, ευτυχώς στιγμιαία. Οταν είναι κακεντρεχείς, καθοδηγούμενες ή οργανωμένες σαφώς, τόσο που βγάζουν μάτι, προσπαθώ να γελάω. Βλέπω ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, όμως έχω την ευτυχία να έχω ενδυναμωθεί από τα γεννοφάσκια μου και να γνωρίζω πράγματα τα οποία κάποιος που δεν προέρχεται από το περιβάλλον μου αγνοεί και θα μπορούσε για χρόνια να πέφτει από τα σύννεφα. Εχω τη χαρά να νιώθω δυνατή απέναντι στις επιθέσεις και έχω εκπαιδευτεί να είμαι σκληρή. «Τράβα μπροστά και άσε τους σκύλους να αλυχτάνε» αυτή ήταν πάντοτε η συμβουλή. Ανθρωπος είμαι, δεν θα σας πω ότι δεν με αγγίζει τίποτα. Ισως επειδή έχω βαθιά πίστη για τα βήματά μου, ίσως επειδή έχω περάσει κάποιες πραγματικά σοβαρές δυσκολίες, προσπαθώ, φιλτράροντας, να δίνω σημασία μόνο στα σχόλια που μπορεί να είναι χρήσιμα».
Ως νέα, ωραία σκηνοθέτις βιώσατε καθόλου σεξισμό στο θέατρο;
«Το φύλο μου ήταν πάντοτε το λιγότερο σημαντικό. Είχα να αντιμετωπίσω το επώνυμό μου και την ηλικία μου –σκηνοθέτησα πρώτη φορά στο Εθνικό στα 26 μου. Ημουν νέα, ήμουν Ευαγγελάτου και ήμουν γυναίκα. Δεν θα μπορούσα να παραπονεθώ όμως. Μου δόθηκαν σπουδαίες ευκαιρίες από πολύ νωρίς, οι άνθρωποι που μετρούν για μένα ήταν στο πλευρό μου από την αρχή, όσοι δεν μετρούν δεν με ενδιαφέρει πού είναι και τι κάνουν. Επίσης, υπάρχει το κοινό. Είναι τόσο σημαντικό να καταλαβαίνεις πως υπάρχει μια πίστη για έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και συνέπεια αυτή τη δουλειά. Οι επιλογές που κάνω είναι δύσκολες και νιώθω μεγάλη χαρά να τις μοιράζομαι με ανθρώπους και να τις συζητάω κατόπιν μαζί τους, μου ανοίγει τον ορίζοντα η συζήτηση με τον θεατή. Με συγκινούν πολύ οι άνθρωποι που επανέρχονται. Εκείνοι που θα μου γράψουν στο Facebook τα σχόλιά τους θα μου προτείνουν βιβλία ή έργα που διάβασαν και τους άρεσαν».
Σας προκαλούν ποτέ άγχος αυτές οι εκδηλώσεις εκτίμησης;
«Αγχώνομαι, ναι, όλοι αυτοί κάτι περιμένουν, έχουν προσδοκίες. Από την άλλη λες δεν πάει η δουλειά μας στον βρόντο, διότι είναι και τόσο μάταιο όλο αυτό. Εμείς τώρα κάνουμε τρεισήμισι μήνες πρόβα για τρεις παραστάσεις. Θα πεθάνουν εκεί αυτές οι παραστάσεις, θα χαθούν όπως η άμμος του σκηνικού μας, θα εξατμιστούν σαν να μην ήταν εκεί ποτέ. Αν κάποιος κρατήσει κάτι στη μνήμη του και αποκτήσει τροφή για συζήτηση λόγω του έργου πρώτα απ’ όλα, αυτή θα είναι η δικαίωσή μας, αυτό είναι το μόνο που έχουμε. Ενα τίποτα είναι αυτό που κάνουμε. Μένει στο τέλος μια εντύπωση μόνο, κάτι το άρρητο, μια νέα κατεύθυνση ίσως, αν καταφέρεις και έχεις διάρκεια σε αυτό που κάνεις. Στη Ρωσία μάς έλεγαν ότι μπορείς να κάνεις και μία και δύο και τρεις επιτυχίες, στα δέκα χρόνια όμως κρίνεται ο σκηνοθέτης. Πολύ ενθαρρυντικό».
Δεν έχετε λόγο ανησυχίας. Σε δύο χρόνια κλείνετε μία δεκαετία ως σκηνοθέτις και τον Ιανουάριο του 2015 θα σκηνοθετήσετε, στην Κρατική Οπερα της Περμ στη Ρωσία, τη δημοφιλέστατη όπερα του Οφενμπαχ «Τα παραμύθια του Χόφμαν», σε μουσική διεύθυνση Θεόδωρου Κουρεντζή.
«Είμαι πολύ ενθουσιασμένη με αυτή τη συνεργασία, τον εκτιμώ πολύ ως καλλιτέχνη τον Κουρεντζή και έχουμε πολλά κοινά στον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε. Αφοσιωνόμαστε στη δουλειά μας, μας δίνει χαρά αυτό που κάνουμε και δίνουμε τρομερή σημασία στις λεπτομέρειες».
Μια και μιλάμε για λυρικό θέατρο, είναι αλήθεια ότι έχετε αδυναμία στον Γιόνας Κάουφμαν;
«Αυτή είναι μια νέα μου προσήλωση. Δεν κατάφερα τελικά να τον δω στο Μέγαρο και στενοχωρήθηκα πολύ. Αυτός ο άνθρωπος συνδυάζει πάρα πολλά πράγματα. Διαθέτει τρομερή εκφραστικότητα, μπορεί να τραγουδήσει με την ίδια ευκολία Βάγκνερ και Βέρντι, μπορεί να πει το «Winterreise» του Σούμπερτ και να σου σηκωθεί η τρίχα και μετά να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Τον διακρίνουν σκηνική ευφυΐα και απίστευτη γοητεία και όχι μόνο επειδή είναι ωραίος άνδρας. Η φωνή του έχει κάτι που το κουβαλάς μαζί του, έχει πάρα πολλά επίπεδα».
Σε τι έχει ευνοηθεί η γενιά μας και ποιο είναι το βασικό μειονέκτημά μας;
«Πιστεύω ότι μας είναι πιο εύκολο να σπουδάσουμε, ότι έχουμε περισσότερες ευκαιρίες να ανοίξουμε ένα βιβλίο, να ταξιδέψουμε, να μάθουμε μια ξένη γλώσσα. Εχουμε, κοντολογίς, μεγαλύτερη πρόσβαση στη γνώση και στην εκπαίδευση. Το μεινονέκτημά μας είναι ότι δεν έχουμε τη δίψα για να τα κάνουμε όλα αυτά. Οξύμωρο, όμως συμβαίνει».
Φταίει ακριβώς αυτή η ευκολία;
«Δεν θα μπορούσα να το απλοποιήσω τόσο. Εξαρτάται από τόσους παράγοντες. Η κοινωνία μας δεν δίνει αξία στον καλλιεργημένο άνθρωπο, δεν επενδύει στον πολιτισμό. Υπάρχει και το θέμα της στρατηγικής σε μεγαλύτερη κλίμακα, όταν στο υπουργείο Πολιτισμού, τα τελευταία χρόνια, τοποθετούνται άτομα που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο και ούτε θέλουν να έχουν, απλώς για να βγει μια υποχρέωση, αυτό και μόνο δείχνει ότι δεν υπάρχει ένας σαφής στόχος. Μπορεί να τα βλέπω λίγο μαύρα…».
Αυτό δεν συμβαίνει όταν καταπιάνεται κανείς με βαρύ έργο;
«Κι όμως, το έργο τελειώνει με ελπίδα. Ο Ιδομενέας επιμένει να ζήσει, αρνείται να παραδοθεί. «Η ζωή, τι δώρο» λέει στο τέλος. Από αυτό κρεμόμαστε όλοι, δεν έχουμε τίποτε άλλο. Κι όμως, έχεις κάτι που μπορείς να το διαμορφώσεις».
* «Ιδομενέας»: Πειραιώς 260 (Χώρος Δ), 20-22 Ιουλίου, στις 21.00.
**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ