Οι συμπρωταγωνιστές της στην παράσταση «Προμηθέας δεσμώτης», που ανεβαίνει στις 12 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου, την αντιμετωπίζουν σαν βετεράνο και της ζητούν συμβουλές για αυτόν τον ιερό χώρο που όσο εύκολα σε δοξάζει, τόσο πιο εύκολα σε κατασπαράζει. Η Στεφανία Γουλιώτη, στα 33 της χρόνια, ετοιμάζεται να παίξει για δέκατη φορά στην Επίδαυρο. Η αρχή έγινε το 2002 με την «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ, σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, και εκείνη κάλπαζε στον Χορό των Αμαζόνων, δείχνοντας από πολύ νωρίς τη φωτιά που έχει το παίξιμό της. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε λίγο αργότερα, όταν ο Λευτέρης Βογιατζής τής εμπιστεύθηκε τον Τειρεσία στην «Αντιγόνη». Και τώρα σειρά έχει ένας ακόμη ανδρικός ρόλος, ο αισχύλειος Προμηθέας. Πόσο έτοιμη είναι μπροστά στο νέο μεγάλο άλμα της Επιδαύρου; Ποιο είναι το βασικότερο ελάττωμά της που μετατρέπει σε προτέρημα επί σκηνής; Από τι πάσχουν οι άνθρωποι στην εποχή μας; Η Στεφανία Γουλιώτη μιλάει με πάθος. Με το ίδιο πάθος που έχει όταν παίζει.
Συνεργάζεστε πρώτη φορά με τον Εκτορα Λυγίζο. Πώς είναι η μεταξύ σας χημεία; «Ο Εκτορας δουλεύει με πάρα πολύ ταπεινό τρόπο. Εχει το ταλέντο να κάνει τα μικρά, φαινομενικά ασήμαντα πράγματα να σημαίνουν κάτι, χωρίς να χρειάζονται εφέ, μακριά από παραστάσεις που αναζητούν το εύκολο εύρημα. Κάνει επιστημονική δουλειά επάνω στον λόγο, προτιμά τους δικούς μας ήχους, παρά τη μουσική. Τέτοιες ποιότητες έβρισκες στη δουλειά του Λευτέρη Βογιατζή».

Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε τη φήμη του «αυστηρού» σκηνοθέτη, ενός ανθρώπου που ήξερε πάρα πολύ καλά αυτό που ήθελε να βγάλουν οι ηθοποιοί του… «Εμένα μου άρεσαν οι δρόμοι που μου χάραζε ο Λευτέρης, τα «ναι» του και τα «όχι». Η απόλυτη ελευθερία, όπως στη ζωή, έτσι και στο θέατρο, σε πνίγει. Πρέπει να μάθεις να κολυμπάς ανάμεσα σ’ αυτό το αυστηρό μοτίβο που σου προτείνει κάποιος ο οποίος ξέρει καλά τι κάνει».

Τι θυμάστε πιο έντονα από τον Λευτέρη Βογιατζή; «Ηταν τόσο ευφυής και βασανιζόταν επειδή ακριβώς αυτό που είχε συλλάβει δεν μπορούσε να το επικοινωνήσει απολύτως –άνθρωποι τόσο ευφυείς νιώθουν τεράστια μοναξιά. Ολοι ήμασταν τσακωμένοι μαζί του, όταν άρχιζε η ασυνεννοησία γίνονταν τέρατα. Εχανε την ψυχραιμία του, τη χάναμε κι εμείς, χαμός. Ο Λευτέρης από αυτό το μαράζι πήγε, τον έτρωγε ότι δεν μπορούσε να μας δώσει να καταλάβουμε το όραμά του σε όλο του το μεγαλείο. Θυμάμαι πάντα τη συμβουλή που μου έδινε κάθε φορά που είχα τρακ: «Ανάπνεε ανάμεσα… Μην ξεχνάς να αναπνέεις». Και αν έχω καταφέρει να καταλάβω έστω το 1% των πραγμάτων που μου είχε πει, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό».

Πώς αποφασίστηκε και εσύ, μία γυναίκα ηθοποιός, υποδύεται τον Προμηθέα; «Στην παράσταση, κάθε ρόλος παίζεται από δύο ηθοποιούς γιατί εκείνο που υπογραμμίζεται είναι ότι ο κάθε ήρωας συνομιλεί με τον εαυτό του. Η προσέγγιση του Προμηθέα ως μέγιστο αρχετυπικό σύμβολο, ως ένα οικουμενικό σύμβολο, οδηγεί στην ερμηνεία του ως ενός ήρωα που περικλείει και τα δύο φύλα και σηματοδοτεί τον «πλήρη άνθρωπο». Γι’ αυτό ειδικά ο Προμηθέας παίζεται από μία γυναίκα ηθοποιό, εμένα, αλλά και από τον ίδιο τον Εκτορα Λυγίζο. Μέσα από τη συνομιλία ανάμεσα σε δύο φύλα φωτίζονται πληρέστερα οι συγκρούσεις που βιώνει ο Προμηθέας και εν τέλει η πραγματική και εσωτερική «εντός εαυτού» συνομιλία του».

Τι σας ενοχλεί στο θέατρο; «Με ενοχλούν πολλά. Ενα από αυτά, το γενικό σχόλιο του θεατή «ήσουν πολύ καλή». Αυτό με ξενερώνει. Τι σημαίνει «ήμουν πολύ καλή» κι εσύ πώς το ξέρεις και έρχεσαι να μου το πεις; Θα προτιμούσα να μη με θυμάσαι καθόλου μετά την παράσταση, να ταρακουνηθείς τόσο πολύ, που να ξεχάσεις να έρθεις στα καμαρίνια. Να φύγεις από το θέατρο σαν υπνωτισμένος, να τηλεφωνήσεις σε κάποιον που είχες να του μιλήσεις χρόνια, να πάρεις τον πρώην σου και να του πεις ότι τον αγαπάς ακόμη, κάτι ν’ αλλάξει. Αυτό ζητάει ένας συνειδητοποιημένος θεατής από το θέατρο».

Εκτός από το ότι παίζετε θέατρο, διδάσκετε υποκριτική στη Δραματική Σχολή Ιασμος. Δεν θεωρείτε ότι η Ελλάδα παράγει υπερβολικά πολλούς ηθοποιούς κάθε χρόνο; «Βγάζουμε αφύσικα μεγάλο αριθμό ηθοποιών. Αν ήταν στο χέρι μου, αν με τοποθετούσαν σε μια υπεύθυνη θέση, θα άφηνα όλους να το σπουδάσουν, αλλά θα επέτρεπα σε πολύ λίγους να φύγουν με πτυχίο. Στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι οξύμωρο: οι μισοί που σπουδάζουν υποκριτική θα έπρεπε απλώς να κάνουν ψυχοθεραπεία και οι μισοί που κάνουν ψυχοθεραπεία θα έπρεπε απλώς να γίνουν ηθοποιοί. Επίσης, οι σχολές υποκριτικής χρειάζονται επειγόντως λογοθεραπευτή και ψυχολόγο. Υπάρχουν πολλοί καλοί ηθοποιοί που δεν ξέρουν να μιλάνε σωστά και άλλοι τόσοι που κουβαλούν στη σκηνή τα ψυχολογικά τους προβλήματα».

Κι αυτό που λένε ότι το θέατρο είναι ψυχοθεραπεία; «Δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα ψυχολογικά μας προβλήματα, η ιδιοσυγκρασία που κουβαλάμε από το σπίτι μας, μας κρατάνε πίσω. Η σκηνή δεν λύνει τα κόμπλεξ του ηθοποιού. Τα μεγεθύνει. Είναι πολύ άγριο πράγμα. Ερχονται παιδιά που τοποθετούν τον εαυτό τους πίσω από τεράστιες βιτρίνες. Φτιάχνουν τη βιτρίνα του δυνατού και επειδή στην πραγματικότητα δεν είναι είναι, φαίνεται. Και όλα καταρρέουν. Οπότε, βγαίνουν τόσοι και τόσοι κάθε χρόνο από τις σχολές, που ούτε τα ψυχολογικά τους λύνουν ούτε δουλειά βρίσκουν. Ενα δράμα».

Αν η οποιαδήποτε σκηνή είναι άγρια, πόσο πιο άγρια είναι αυτή της Επιδαύρου; «Η Επίδαυρος είναι η πιο άγρια απ’ όλες! Είναι πάρα πολύ ωραία όταν είναι άδεια, την ευχαριστιέσαι, ακούς τη φωνή σου, η φωνή σου σού επιστρέφει. Οταν, όμως, μπαίνουν 13.000 θεατές, νομίζεις ότι όλο αυτό θα πέσει να σε πλακώσει. Μου έχει συμβεί να νιώθω ότι εξαντλούνται οι δυνάμεις μου, λόγω κούρασης και άγχους. Εκεί βάζεις τον αυτόματο και πας».

Σας έχει συμβεί να παίζετε σε παράσταση που γιουχαΐστηκε στην Επίδαυρο; «Οταν έπαιζα στους «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ. Αλλά αυτός ο άνθρωπος μας είχε βάλει τόσο μέσα στο σύμπαν του, ήμασταν τόσο ασφαλείς, που ακόμη και η γιούχα του κόσμου έδεσε με την παράσταση. Θυμάμαι θεατές να γιουχάρουν την ίδια στιγμή που το κείμενο της Αμαλίας Μουτούση και του Νίκου Καραθάνου έλεγε «φύγετε μες στην ησυχία». Ολα είχαν κουμπώσει μαγικά. Οταν, όμως, ως ηθοποιός δεν έχεις προστασία από ένα γερό κόνσεπτ σκηνοθεσίας, επάνω στη γιούχα θα βγουν όλοι σου οι φόβοι. Αν μου τύχει κάτι τέτοιο, μπορεί και να το βάλω στα πόδια, να φύγω τρέχοντας από τη σκηνή. Πολύ συχνά οι σκηνοθέτες αφήνουν τους ηθοποιούς εκτεθειμένους, χωρίς πολλά εφόδια, να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα».

Η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Επιδαύρου δύο νέων σκηνοθετών όπως ο Δημήτρης Καραντζάς και ο Εκτορας Λυγίζος αντιμετωπίστηκε από κάποιους με σκεπτικισμό… «Δεν μας πιάνεις πουθενά. Οταν βλέπαμε τους ίδιους και τους ίδιους στην Επίδαυρο, λέγαμε στον όποιο καλλιτεχνικό διευθυντή: «Πάλι τα ίδια;». Και με το που δίνουν την Επίδαυρο στους νέους, λέμε: «Από πού κι ως πού στους νέους;». Γιατί να μη δείξουν τις δυνατότητές τους και στην Επίδαυρο δύο άνθρωποι που έχουν αποδείξει την αξία τους σε τόσες άλλες παραστάσεις; Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ότι δοκιμάζονται. Απλώς εκθέτουν τη δική τους οπτική. Ούτως ή άλλως, ο Εκτορας σαρανταρίζει όπου να ‘ναι, έχει αρχίσει να γκριζάρει, οπότε καλά είμαστε».

Επομένως δεν συμφωνείτε με το face control στην Επίδαυρο; «Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, ο Γιώργος Λούκος, με αφορμή όλον τον σάλο που ξεσηκώθηκε πέρυσι για το κατά πόσο είναι σωστό να παίξει ο Σάκης Ρουβάς στην Επίδαυρο, είχε πει χαρακτηριστικά ότι αν κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στη Γαλλία, οι Γάλλοι θα έδιναν χωρίς δεύτερη σκέψη την «Comédie-Française» στην Μπριζίτ Μπαρντό».

Η σχέση σας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; «Δεν είναι πολύ καλές. Με τρομάζει όλο αυτό που συμβαίνει. Ολη αυτή η μανία με το Skype, μιλάς λες και έχεις τον άλλον μπροστά σου… Το μόνο που έμεινε είναι να ξεπετάγεται στο σαλόνι σου και το ολόγραμμά του, θα το ανακαλύψουν και αυτό αργά ή γρήγορα. Και η τρέλα με το Facebook. Δεν συναντιόμαστε πια. Να σε δω. Να σ’ ακουμπήσω, να δω τι φοράς, πώς μυρίζεις. Ξαφνικά, έχουν αποκτήσει τεράστια αξία κάτι άκυρα πράγματα και ξεχνάμε να εμβαθύνουμε. Μπουκώνει το σύστημά σου με τόση άχρηστη πληροφορία, με το φαγητό του άλλου. Και αυτός ο άλλος, ώσπου να τσεκάρει τα like και ν’ απαντήσει στα σχόλια, έχει παγώσει το φαγητό που έχει ποστάρει και δεν τρώγεται. Το είχε πει πολύ ωραία κάποια στιγμή ο Αλκίνοος Ιωαννίδης: «Φυσικά και δεν γράφουμε πια τραγούδια… Αφού τον πόνο σου τον πνίγεις στα μηνυματάκια που θα της στείλεις». Ετσι είναι. Εξαντλείται όλη η ενέργεια και η δημιουργικότητά σου μ’ αυτά».

Υπάρχει μια περίεργη ομαδοποίηση… «Για μένα, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο του Facebook: ο κόσμος θέλει απελπισμένα να νιώσει σημαντικός. Το Facebook σε κάνει να νιώθεις σημαντικός, βλέπεις τη μούρη σου, όλη η έγνοια σου είναι να βγάλεις μια καλή φωτογραφία, να δείχνεις όμορφος και να σου κάνουν εκατό like. Την προσοχή που δεν πήρες ποτέ απ’ τους γονείς σου την παίρνεις απ’ το Facebook. Κάπως έτσι και με τη Χρυσή Αυγή: σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι ανήκεις σε ένα κλειστό, οργανωμένο γκρουπ. Το νέο παιδί που βγαίνει από το σχολείο, που έχει φάει bullying και δεν άντεχε να μαθαίνει την Ιστορία παπαγαλία, θα το αρπάξει η Χρυσή Αυγή και θα αξιοποιήσει τα μπράτσα του. Και τα δύο, λοιπόν, ξεκινούν από μια γκετοποίηση και βασίζονται σε μια ψυχική αναπηρία. Αφού η κοινωνία δεν μπορεί να δώσει στα παιδιά τον χώρο για να βρουν τα ταλέντα τους –γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ταλέντο -, τα μαζεύει η Χρυσή Αυγή και τα κάνει να νιώθουν σημαντικά. Ολοι αυτοί με τα ξυρισμένα κεφάλια και τις μαύρες μπλούζες είναι προσκοπάκια που δεν μεγάλωσαν σωστά. Απλώς, επειδή είναι δύο μέτρα, δεν κατατάσσονται στους προσκόπους, αλλά στη Χρυσή Αυγή».

Ποιο είναι το μειονέκτημά σας στη ζωή που μετατρέπεται σε πλεονέκτημα στη σκηνή; «Ο θυμός μου! Ευτυχώς που εκτονώνεται λίγο παραπάνω στη σκηνή από ό,τι στη ζωή. Οσο κι αν λέω συχνά στον εαυτό μου ότι πρέπει να λύσω ψυχοθεραπευτικά το θέμα του θυμού μου και να γίνω μια άξια καλλιτέχνις, αν μου αμφισβητήσεις κάποια πράγματα για τα οποία αγωνίζομαι, βγαίνω εκτός ελέγχου. Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου με τεράστια ορμή, βγάζω τοξικότητα –θα γινόμουν πολύ καλή δικηγόρος. Ευτυχώς, όσο περνούν τα χρόνια, φροντίζω να βρίσκομαι σε δουλειές με ανθρώπους που με σέβονται κι έτσι ο θυμός μου έχει καταλαγιάσει. Παλαιότερα, όταν κάτι δεν μου άρεσε σε μια συνεργασία, δεν μπορούσα να το κρύψω με τίποτα. Εβγαινε από τους πόρους μου».

Η ψυχοθεραπεία σάς έχει βοηθήσει; «Πάρα πολύ. Νιώθω ότι πλέον δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για τον εαυτό μου ώστε να μην τρελαίνομαι. Χαίρομαι πιο πολύ τη ζωή, μου αρέσει που δεν είμαι εσωτερικά φυλακισμένη από τη μη μου άπτου αξιοπρέπεια. Χάσ’ την και λίγο να δεις τι ωραία που είναι, δεν πειράζει. Αυτό είναι που ζητώ ακόμη από την ψυχοθεραπεία, να σπάσει στα στεγανά μου. Να ζω πιο ελεύθερα, να προσαρμόζομαι πιο εύκολα, να αγαπήσω την αλλαγή. Να είναι κάθε ημέρα σαν μια καινούργια παράσταση, με ανθρώπους με τους οποίους είτε έχω ξαναδουλέψει είτε συναντώ για πρώτη φορά. Δύσκολο, ε;».

*«Προμηθέας δεσμώτης»: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 12 Ιουλίου, στις 21.00. www.stefaniagoulioti.gr

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ