«Αν κάποιος με ρωτούσε “Μπέτι, πώς θα σου φαινόταν να κάνεις μια κόρη που θα είναι λεσβία και νάνος;”, σίγουρα δεν θα έβαζα “τικ” σε αυτό το κουτάκι». Μια μητέρα τολμά να κάνει σπαρακτικά μαύρο χιούμορ στο καινούργιο βιβλίο του Αντριου Σόλομον, «Far From the Τree» (σε ελεύθερη απόδοση: Το μήλο θα πέσει μακριά από τη μηλιά), ήδη στη λίστα των μπεστ σέλερ (στην κατηγορία eΒook non-fiction) των «New York Times». Ο γνωστός συγγραφέας και δημοσιογράφος (το προηγούμενο βιβλίο του «Ο δαίμων της μεσημβρίας: Μια ανατομία της κατάθλιψης» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) τολμά να μιλήσει για τα παιδιά που κανείς δεν θέλει να αποκτήσει. Νάνους. Παιδιά με σύνδρομο Down. Αυτιστικά. Κωφά. Παιδιά από βιασμό. Παιδιά δολοφόνους. Παιδιά-θαύματα. Παιδιά με αναπηρία. Παιδιά διεμφυλικά. Παιδιά με σχιζοφρένεια. Μιλώντας με πάνω από 300 οικογένειες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με τέτοια «ξεχωριστά παιδιά», διεισδύει τολμηρά στην οδύνη και στην περιθωριοποίησή τους, αλλά φθάνει ακόμη πιο πέρα, στην υπέρβαση και στο μεγαλείο τους. Ο Σόλομον μιλάει πρωτίστως για την «κρίση ενσυναίσθησης» της σύγχρονης κοινωνίας. Αντλεί συχνά υλικό από τη δική του παραγκώνιση ως ένα «διαφορετικό» (λόγω της ομοφυλοφιλίας του) παιδί που μεγάλωσε από δύο στρέιτ γονείς, αλλά και από την εμπειρία του σήμερα ως γκέι σύζυγος και πατέρας τεσσάρων παιδιών. To βιβλίο του Σόλομον μοιάζει σχεδόν βλάσφημο στην εποχή της τυλιγμένης σε σελοφάν παιδικής ηλικίας με υπερπροστατευτικούς «γονείς-ελικόπτερα», με το φρενήρες σπριντ να χωρέσουν στο ίδιο απόγευμα και τα ταχύρρυθμα κινεζικών και το μπαλέτο, με την αγωνία για το ποια είναι η σωστή ηλικία να αποκτήσει το πρώτο του Nintendo DS. Ο ίδιος παραδέχεται ότι υπήρξαν στιγμές που πίστευε ότι οι ηρωικοί γονείς του βιβλίου δεν ήταν παρά ένα τσούρμο ηλίθιοι που επέλεξαν να σκλαβωθούν σε μια ζωή με δικά τους παιδιά, τα οποία όμως είναι ξένα, που πάλεψαν απελπισμένα να χτίσουν μια ταυτότητα μέσα από τον πόνο και την «έλλειψη» ή το «ελάττωμα». Πιο συχνά, όμως, νιώθει δέος μπροστά σε αυτή την «τρομακτική χαρά της αβάσταχτης ευθύνης» που, όχι, δεν βιώνουν μόνο οι γονείς των «ξεχωριστών παιδιών». «Τα παιδιά μας δεν είμαστε εμείς» διακηρύσσει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου του. Μη σε ξεγελά το ροδαλό βρέφος που σου παραδίδουν στο μαιευτήριο. «Η απόφαση να κάνεις παιδί σε εκτοξεύει απότομα σε μια ισόβια σχέση με έναν παντελώς άγνωστο».

Είναι αλήθεια ότι το έναυσμα για το «Far From the Τree» ήταν η δική σας ομοφυλοφιλική εμπειρία; «Το βιβλίο εστιάζει σε οικογένειες με διαφορετικά παιδιά, ως εκ τούτου άντλησα υλικό και από τη δική μου εμπειρία ως ένα “διαφορετικό” παιδί δύο στρέιτ γονιών, αλλά και από τη δική μου εμπειρία ως πατέρας τεσσάρων παιδιών. Η ομοφυλοφιλία ήταν κατ’ ουσίαν η δική μου εισαγωγή στη διαφορετικότητα και στην περιθωριοποίηση. Οι γκέι μεγαλώνουν κατά κανόνα υπό την καθοδήγηση στρέιτ γονιών που νιώθουν ότι τα παιδιά τους θα είχαν καλύτερη ζωή αν ήταν και αυτά στρέιτ, συχνά δε τα βασανίζουν υποχρεώνοντάς τα να “συμμορφωθούν”. Θυμάμαι, το 1993, μου ανέθεσαν από τους “New York Times” μια έρευνα για την κουλτούρα της κοινότητας των κωφών. Οταν άρχισα να γράφω, το κοχλιακό εμφύτευμα – που βελτίωνε σημαντικά την ακοή – ήταν ένα σχετικά πρόσφατο επίτευγμα. Παρακολουθώντας τη δημόσια αντιπαράθεση γύρω από την υιοθέτησή του – οι εμπνευστές του το λάνσαραν σαν μια θαυματουργή θεραπεία για μια τρομακτική αναπηρία, ενώ οι κωφοί ακτιβιστές πενθούσαν για αυτή την επίθεση… γενοκτονίας που θα μείωνε τον αριθμό των κωφών και θα απειλούσε τον τρόπο ζωής τους – ήξερα μέσα μου ότι οι γονείς μου θα είχαν εγκρίνει μετά φανών και λαμπάδων μια τέτοια διαδικασία – αν βεβαίως κάτι τέτοιο υπήρχε – που θα διασφάλιζε ότι δεν θα γινόμουν ομοφυλόφιλος.

Ενιωσα αιφνιδίως μια συγγένεια με τους κωφούς. Υστερα, η κόρη μιας φίλης μου γεννήθηκε με νανισμό. Η φίλη μου προβληματιζόταν αν έπρεπε να μεγαλώσει την κόρη της σαν ένα φυσιολογικό παιδί, απλώς υπερβολικά κοντό, αν θα έπρεπε να τη μεγαλώσει με πρότυπα άλλους νάνους ή αν θα έπρεπε να εξετάσει σοβαρά τη λύση της χειρουργικής επέμβασης επιμήκυνσης άκρων. Οση ώρα εκείνη μού εξέθετε τους προβληματισμούς της, εγώ έβλεπα ξανά ένα οικείο μοτίβο. Μέχρι τότε πίστευα ότι ανήκα σε μια ολιγομελή μειονότητα και ξαφνικά ανακάλυπτα ότι είχα τεράστια παρέα. Οπως οι δικοί μου γονείς παρερμήνευσαν ποιος ήμουν, έτσι και πολλοί άλλοι γονείς παρερμηνεύουν διαρκώς τα ίδια τους τα παιδιά. Αναρωτιόμουν ποιος άλλος εκεί έξω περίμενε να έρθει να διανθίσει το υπέροχο μπουκέτο μας».

Τελικά το βιβλίο είναι ένας οδηγός για γονείς με «ξεχωριστά» παιδιά; «Θα έλεγα ότι είναι ένα εγχειρίδιο ανοχής: περιγράφει πώς υπομένεις κάτι που δεν επιδέχεται θεραπεία και επιχειρηματολογεί υπέρ τού ότι οι θεραπείες, ακόμη και όταν είναι εφικτές, δεν είναι πάντα κατάλληλες. Είναι αποκαλυπτικό ότι οι περισσότερες από τις οικογένειες που παρελαύνουν σε αυτό το βιβλίο κατέληξαν ευγνώμονες για εμπειρίες που κάποτε θα είχαν κάνει τα πάντα να αποφύγουν».

Εχετε δεχθεί κριτική για την «αυθαιρεσία» να συμπεριλάβετε στην έρευνά σας δέκα κατηγορίες «ξεχωριστών» παιδιών που δεν έχουν φαινομενικά καμία σχέση μεταξύ τους. Τελικά, ποια λογική «δένει», για παράδειγμα, ένα παιδί κωφό, ένα αυτιστικό, ένα παιδί με σχιζοφρένεια, ένα διεμφυλικό (transgender) και ένα παιδί-θαύμα; «Πιστεύω ακράδαντα ότι η διαφορετικότητα είναι αυτή που μας δένει. Το να μην έχεις καμία ιδιαιτερότητα είναι τελικά μια σπάνια και μοναχική κατάσταση. Ολοι αυτοί οι γονείς είδαν να δοκιμάζεται η αγάπη για τα ίδια τους τα παιδιά και όλοι τους έπρεπε να αγωνιστούν να γνωρίσουν ένα πεδίο εμπειριών που μέχρι τότε τους ήταν εντελώς ανοίκειο. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που μου έδωσαν συνέντευξη για τις ανάγκες του βιβλίου υπογράμμισαν τις ομοιότητες που είχαν οι εμπειρίες τους. Κάποιοι γονείς αποκτούν παιδιά που τους μοιάζουν, πολλοί έχουν παιδιά που διαφέρουν ριζικά από τους ίδιους. Τελικά, όμως, όλοι οι γονείς αντιμετωπίζουν ως έναν βαθμό το διαφορετικό στο παιδί τους, όλοι αναρωτιούνται ως έναν βαθμό πώς ξεφύτρωσε μέσα στο σπίτι τους αυτό το εξωγήινο πλάσμα».

Μία από τις κατηγορίες που συμπεριλάβατε είναι και τα παιδιά δολοφόνοι. Συμφωνείτε αλήθεια με αυτό που είπε μια θεία του νεαρού δολοφόνου Ανταμ Λάνζα (σ.σ.: που πριν από λίγες εβδομάδες σκότωσε 6 ενηλίκους και 20 παιδιά σε ένα δημοτικό σχολείο στο Κονέκτικατ), ότι «κάθε οικογένεια βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δική της δοκιμασία»; «Κάθε οικογένεια βιώνει τη δική της δοκιμασία, αλλά συχνότερα ευτυχώς πρόκειται για ένα παιδί που προκαλεί ανησυχία στους οικείους του, όχι κάποιο που συνιστά δημόσια απειλή. Πιστεύω, όμως, ότι οικογένειες που έχουν παιδιά όπως ο Ανταμ Λάνζα φοβούνται να μιλήσουν και ότι το φαινόμενο ενός παιδιού που είναι τρομακτικά αποτραβηγμένο και επιθετικό είναι πολύ πιο συχνό από όσο θέλουμε να νομίζουμε. Πολλές οικογένειες αρνούνται να δουν ποια είναι στην πραγματικότητα τα παιδιά τους, ενώ ακόμη περισσότερες επισημαίνουν προβλήματα που δεν ξέρουν πώς να χειριστούν. Πρέπει να φροντίζουμε ώστε τα παιδιά να τύχουν από μικρή ηλικία καλύτερης ψυχολογικής εκτίμησης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η η ψυχική υγεία δεν μπορεί να βασιστεί στο “μοντέλο του εμβολιασμού”, όπου μια δραματική παρέμβαση εξαλείφει για πάντα ένα πρόβλημα, αλλά στο “οδοντιατρικό μοντέλο”, όπου η συνεχής φροντίδα βοηθά στη μακροχρόνια προστασία.

Είναι σημαντικό ότι η κοινή γνώμη, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Ανταμ Λάνζα, σπεύδει να επιρρίψει όλη την ευθύνη στους “διαταραγμένους” γονείς, στο επώδυνο διαζύγιό τους κτλ. Στο πλαίσιο της ερευνάς μου για το “Far From the Τree” ήρθα σε επαφή με τους γονείς του Ντίλαν Κλέμπολντ (σ.σ.: ενός από τους δύο μαυροφορεμένους 16χρονους που αιματοκύλισαν το Λύκειο Κολουμπάιν το 1999, αφήνοντας 15 νεκρούς και 23 τραυματίες). Κατά τη διάρκεια οκτώ ετών πέρασα εκατοντάδες ώρες μαζί τους και έφθασα να τους γνωρίσω αρκετά καλά. Ξεκίνησα πεπεισμένος ότι, αν έσκαβα επισταμένως τον χαρακτήρα τους, θα κατανοούσα γιατί τελικά έλαβε χώρα το μακελειό στο Κολουμπάιν, θα εντόπιζα τη σήψη στους κόλπους της οικογένειας που οδήγησε στην καταστροφή.

Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Γνωρίζοντας από κοντά τον Τομ και τη Σου Κλέμπολντ, ανακάλυψα ότι όχι μόνο δεν ευθύνονταν για την αποτρόπαιη πράξη του γιου τους, αλλά ότι επρόκειτο για θαυμάσιους, ηθικούς, έξυπνους και ευγενικούς ανθρώπους που εγώ προσωπικά δεν θα είχα καμία αντίρρηση να έχω για γονείς. Η γνωριμία μου μαζί τους ποσώς με βοήθησε να καταλάβω τι έγινε στο Κολουμπάιν, ίσα ίσα κατέστησε το αιματοκύλισμα ακόμη πιο ανεξήγητο. Αναγκάστηκα, μεταξύ άλλων, να αποδεχτώ ότι οι άνθρωποι έχουν πάντα ένα κομμάτι ερμητικά κλειστό. Και εγώ είχα μυστικά από τους γονείς μου όταν ήμουν έφηβος και είμαι βέβαιος ότι και τα δικά μου παιδιά, που τώρα ζουν στο ροζ σύννεφο της αθωότητας των 3, 5, 9 και 12 ετών, θα έχουν μια μέρα τα δικά τους. Μετά τη γνωριμία μου με τους Κλέμπολντ, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι τα μυστικά αυτά μπορεί να είναι σκοτεινά, απειλητικά, ακόμη και μοιραία».

Εσείς, ένα «διαφορετικό» παιδί δύο στρέιτ γονιών, πώς διαχειριστήκατε τη διαφορετικότητά σας; «Πάντα άκουγα ανθρώπους να προσδιορίζουν την ακριβή ημερομηνία που “βγήκαν από την ντουλάπα”, που προέβησαν στη δημοσιοποίηση του επτασφράγιστου μυστικού τους. Εγώ συνήθιζα να λέω ότι εμένα μου συνέβη εκεί γύρω στα 20 μου, αφού για να το καταφέρω χρειάστηκα μια δεκαετία “γεμάτη”. Επρεπε να το παραδεχτώ ο ίδιος πρώτα στον εαυτό μου και ύστερα στους ερωτικούς συντρόφους μου, στους γονείς μου, στους φίλους μου. Οταν αποφάσισα να συγκατοικήσω με τον πρώτο “σοβαρό” φίλο μου, στα 24 μου, ήμουν πεπεισμένος ότι το “μυστικό” μου είχε πια φανερωθεί. Οταν, όμως, κυκλοφόρησα ένα μυθιστόρημα στο οποίο πραγματευόμουν τη σεξουαλικότητά μου και άρχισα τις αναγνώσεις του βιβλίου στα βιβλιοπωλεία, ανακάλυψα ότι δεν είχα εκτιμήσει σωστά τι ακριβώς σημαίνει να “βγάλεις” στη φόρα τον σεξουαλικό σου προσανατολισμό, και αυτή η διεργασία ήταν μέρος αυτού που με έκανε να φθάσω τελικά στα πρόθυρα της κατάθλιψης.

Η αλήθεια ότι κάθε μέρα “αποκαλύπτομαι”. Την ώρα, για παράδειγμα, που βάζω “τικ” στο κουτάκι “παντρεμένος” σε μια ιατρική φόρμα που μου μοιράζουν στην αίθουσα αναμονής κάποιου ιατρείου, οπλίζομαι μέσα μου για το ενδεχόμενο το ιατρικό προσωπικό να είναι βαθιά προκατειλημμένο απέναντι σε άτομα σαν εμένα. Κάθομαι στο αεροπλάνο δίπλα σε κάποιον που με ρωτάει αν έχω παιδιά και συλλαμβάνω τον εαυτό μου αναγκασμένο να εξηγεί. Ευελπιστούσα ότι τουλάχιστον το βιβλίο αυτό θα με βοηθούσε να κλείσω διά παντός την υπόθεση του “τα βγάζω όλα στη φόρα”, ότι δεν θα χρειαζόταν να την επαναλάβω. Αντ’ αυτού, με δίδαξε ότι διαρκώς όλοι βγάζουμε κάτι στη “φόρα”, ότι η δική μου εμπειρία να φανερώσω ότι είμαι ομοφυλόφιλος είναι απλώς κομμάτι ενός τεράστιου δικτύου ανθρώπων που προσπαθούν να διαχειριστούν την ένταση ανάμεσα στον αποδεκτό και στον μη αποδεκτό εαυτό τους.

Η συνειδητοποίηση αυτού βοήθησε στο να λυπάμαι λιγότερο τον εαυτό μου, να τον παίρνω λιγότερο στα σοβαρά, αλλά και να είμαι λιγότερο θλιμμένος. Ενιωσα ότι και η δική μου εμπειρία είναι από το ίδιο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο αγώνας του ανθρώπου, ότι η βαθιά προσωπική εμπειρία μου ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης, συλλογικής εμπειρίας. Εχοντας πια επίγνωση αυτού, ήταν πλέον πιο εύκολο να αντέχω. Το βιβλίο αυτό με έκανε επίσης πιο ανεκτικό. Συγχωρείς πιο εύκολα πράγματα για τα οποία και εσύ ο ίδιος έχεις ανάγκη συγχώρεσης και τείνεις να είσαι λιγότερο επιεικής με αυτό που σου είναι ξένο και περίεργο. Δεν νομίζω ότι έχει απομείνει και τίποτα που να μου είναι ξένο και περίεργο. Τι άλλο χρειάζεται κανείς για να γίνει καλός πατέρας;».

Θεωρείτε ότι οι γονείς των «ξεχωριστών» παιδιών είναι και οι ίδιοι «ξεχωριστοί»; «Πιστεύω ότι καλούνται να γίνουν “ξεχωριστοί” και μια εντυπωσιακά μεγάλη πλειονότητα το κατορθώνει. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι να γίνουν ήρωες, πολλοί πάντως από εκείνους που επιστράτευσαν τη γενναιότητα για να βοηθήσουν τα παιδιά τους εξομολογούνται ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία “μεγάλωσαν” και οι ίδιοι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Τομ και την Κάρεν Ρόμπαρντς που έχουν τον Ντέιβιντ, έναν γιο με σύνδρομο Down. Ο Τομ μού είπε: “Υπάρχουν κάποιοι γονείς παιδιών με σύνδρομο Down, οι οποίοι ακόμη και αν είχαν ένα μαγικό ραβδί που θα μπορούσε να κάνει το παιδί τους φυσιολογικό, δεν θα το χρησιμοποιούσαν. Εγώ θα το έκανα, για το καλό του Ντέιβιντ όμως μόνο, γιατί είναι δύσκολο να ζεις σε αυτόν τον κόσμο με το σύνδρομο Down και θα προτιμούσα να είχε μια πιο χαρούμενη, πιο εύκολη ζωή. Οσον αφορά εμένα, όμως, πιστεύω ότι η διαφορετικότητα είναι που κάνει τον κόσμο καλύτερο και ότι θα ήταν μια τεράστια απώλεια αν όλοι όσοι πάσχουν από Down θεραπεύονταν”. Η σύζυγός του συμπλήρωσε με τη σειρά της: “Πριν από 23 χρόνια, όταν γεννήθηκε ο Ντέιβιντ, ούτε που θα φανταζόμουν ότι θα έφτανα ποτέ σε αυτό το σημείο. Και όμως, σήμερα δεν θα άλλαζα με τίποτα αυτόν τον αγώνα, αυτές τις εμπειρίες. Αυτές μάς έκαναν αυτό που είμαστε σήμερα, κάτι απείρως ανώτερο από αυτό που θα γινόμασταν χωρίς τον γιο μας».

Πήρατε συνεντεύξεις από εκατοντάδες τέτοιους γονείς. Πείτε μου κάτι που σας άφησε πραγματικά άφωνο. «Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλέξω μόνο μία περίπτωση. Ισως αυτό που μου είχε πει η μητέρα του Ντίλαν Κλέμπολντ, από το Κολουμπάιν: “Οταν πρωτοσυνέβη, ευχόμουν μέσα μου να μην είχα κάνει ποτέ παιδιά, να μην είχα παντρευτεί. Aν εγώ και ο άνδρας μου, ο Τομ, δεν είχαμε κάποτε συναντηθεί κάπου στην Πολιτεία του Οχάιο, ο Ντίλαν δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ και αυτό το φρικτό συμβάν δεν θα είχε λάβει χώρα ποτέ. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, άρχισα να αισθάνομαι ευτυχής που έκανα παιδιά, είμαι ευτυχής που έκανα τα παιδιά που τελικά έκανα, γιατί η αγάπη μου για αυτά – ακόμη και αν το τίμημα ήταν τόσος πόνος – είναι η μεγαλύτερη χαρά που είχα ποτέ στη ζωή μου… Ξέρω ότι θα ήταν καλύτερο για τον πλανήτη αν ο Ντίλαν δεν είχε γεννηθεί ποτέ. Για εμένα, όμως, δεν θα ήταν”. Αλλά και αυτό που μου είπε η Σάρα, η μητέρα ενός παιδιού με βαριά αναπηρία, κατά τη διάρκεια της κηδείας του: “Αφήστε με να θάψω την οργή μου για το ότι με λήστεψαν δύο φορές: την πρώτη από το παιδί που ήθελα και τη δεύτερη από τον γιο που αγάπησα”».

Θα λέγατε ότι η γονεϊκότητα είναι εκ προοιμίου ένα ταξίδι στο άγνωστο, είτε μιλάμε για «ξεχωριστά» είτε για «φυσιολογικά» παιδιά; Είναι πολύ πιθανό να μεγαλώσεις ένα παιδί που είναι εντελώς ξένο προς εσένα ή ένα παιδί που ακόμη και εσύ, ο πατέρας ή η μητέρα του, δυσκολεύεσαι να αποδεχτείς. «Νομίζω ότι αυτή είναι η ουσία όλης αυτής της έρευνας. Οφείλουμε πλέον να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα στη δομή της οικογένειας, να αναγνωρίσουμε ότι οι άνθρωποι δύνανται να επιτύχουν την αγάπη σε εντελώς ετερόκλητα περιβάλλοντα. Οφείλουμε, πάνω απ’ όλα, να αναγνωρίσουμε τι είναι εκείνο που πρέπει να διορθώσουμε ή να βελτιώσουμε στο παιδί μας, τι είναι εκείνο που είναι αναγκαίο να αποδεχτούμε, αλλά και τι είναι αυτό μέσα του το οποίο πρέπει να γιορτάσουμε».