Ολοι θυμούνται εκείνη την είσοδο στο πάρτι. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια άλλωστε. Ηταν τόσο φαντασμαγορική, που έχει καταγραφεί και σε βιβλίο: «Φορούσε μια φωτεινή πορτοκαλί ζώνη από δέρμα κροκόδειλου, καρφίτσα με διαμάντια, ρουμπίνια και ζαφείρια, ένα επιχρυσωμένο ρολόι με διαμάντια και πορτοκαλί παπούτσια από δέρμα κροκόδειλου. Σαν αυτή η άκομψη περιβολή να μην ήταν αρκετά φανταχτερή, κουβαλούσε μια γυναικεία πορτοκαλί Birkin από δέρμα κροκόδειλου. Τι στο διάολο; Ενας πορτοκαλί κροκόδειλος εκεί έξω είχε μείνει χωρίς μητέρα…» έγραψε, με το δηλητήριο να στάζει, ο συγγραφέας του «Bringing Home the Birkin» και αρθρογράφος της «Huffington Post», Μάικλ Τονέλο.

Δεν ήταν εύκολο να αγνοήσεις τον Λάκη Γαβαλά. Κυκλοφορούσε πολύχρωμος, χαμογελαστός, δαιμόνιος και εκκεντρικός στα ελληνικά πράγματα εδώ και τρεις δεκαετίες. Αψηφούσε το μέτρο, προκαλούσε συνειδητά, καυχιόταν πως έχει 423 τσάντες Hermès κόστους εκατομμυρίων ευρώ, μισούσε την ακαταστασία και μάλλον και την επαφή με την πραγματικότητα. Ολα αυτά, όμως, δεν είναι μια διήγηση απλής εκκεντρικότητας. Με τον ίδιο μακριά από τα αγαπημένα του χρώματα, σε ένα κελί φυλακής, η διήγηση της ζωής του είναι μια αναζήτηση άγνοιας, ματαιοδοξίας, οικογενειακής προδοσίας και σπατάλης, που οδήγησε έναν από τους σημαντικότερους έλληνες εισαγωγείς και επιχειρηματίες στον διασυρμό και στη φυλάκιση.

Ο Νουρέγεφ και ο γάμος

Ο Απόστολος Γαβαλάς γεννήθηκε στον Πειραιά το 1952. Ο ίδιος λέει ότι μεγάλωσε εκεί – αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι το πατρικό του ήταν στον Κορυδαλλό, αλλά ντρεπόταν να το πει. Ο πατέρας του ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που είχε εργοστάσιο κοπής μαρμάρων. «Με φαντάζεσαι στο νταμάρι να δίνω εντολές για κοπή μαρμάρων;» αναρωτιόταν ρητορικά χρόνια αργότερα. Η απάντηση είναι «όχι».

Η αντίστροφη πορεία του από την πεζή καθημερινότητα είχε φανεί από μικρή ηλικία. Η πρώτη του αγάπη ήταν ο χορός και το θέατρο. Ηταν αυτό που τον έφερε σε ρήξη με τον πατέρα του. Εφυγε από την Ελλάδα στα 18 του. Τα χρόνια του στο εξωτερικό καλύπτονται από έναν πέπλο μυστηρίου, πασπαλισμένο με έντονη φημολογία. Κάποιοι λένε πως κάποτε χόρευε στη Μέση Ανατολή, αλλά ο ίδιος δεν το επιβεβαίωσε ποτέ. Αλλοι διαδίδουν ότι ήταν παντρεμένος με μια ιταλίδα χορεύτρια. Οι φήμες πάντα κάνουν καλό. Δημιουργούν μύθους.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στα 20 χρόνια του βρέθηκε στην ιταλική τηλεόραση ως χορευτής στο σόου της Ραφαέλα Καρά. «Δεν ήμουν και ο Νουρέγεφ» θυμάται, «ο χορός ήταν για μένα μια άσκηση ομαδικής πειθαρχίας». Και τον έμαθε πράγματα. Εκεί φάνηκε η επιμονή και η πειθαρχία που θα τον καθιέρωναν αργότερα ως επιχειρηματία. Μέσα από τη δουλειά του στην τηλεόραση βρέθηκε κοντά στις επιδείξεις μόδας. «Τότε η μόδα δεν ήταν όπως τώρα, που απλώς τα μοντέλα περπατούν στην πασαρέλα. Τότε έπρεπε όλα να παρουσιάζονται με χορευτικές κινήσεις και ιδιαίτερες δεξιότητες. Ηθελαν κάποιον χορογράφο, κάποιον να σκηνοθετήσει την επίδειξη». Και τον βρήκαν.

Εμεινε στη Ρώμη εννέα ολόκληρα χρόνια δουλεύοντας με διάφορους σχεδιαστές, κερδίζοντας γνωριμίες, βάζοντας τις βάσεις για τις μετέπειτα συνεργασίες του στην ελληνική αγορά. Η γνωριμία του με τον Νικόλα Τρουσάρντι ήταν καθοριστική. Λέγεται ότι η θητεία του δίπλα του ήταν αυτή που του εξασφάλισε τη μετέπειτα καριέρα του στην Ελλάδα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο οίκος Τrussardi ζούσε μια εντυπωσιακή αναγέννηση.

Είναι παράδοξο, αλλά αναζητώντας την αλήθεια για έναν από τους πιο κοινωνικούς – σε σημείο υπερβολής – ανθρώπους της Ελλάδας, κανείς, είτε φίλος είτε εχθρός, δεν θέλησε να μιλήσει επώνυμα για αυτόν. Από το σπίτι του και τα καταστήματά του έχουν περάσει τα τελευταία 20 χρόνια όλοι οι εγχώριοι celebrities, καθώς και η ελίτ του επιχειρηματικού, πολιτικού και εκδοτικού κόσμου. Ούτε ένας δεν θέλησε να μιλήσει με το όνομά του. Ισως επειδή αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή. Ισως επειδή κανένας δεν θέλει να σχετιστεί με ένα υπερβολικό πρόσωπο εν μέσω κρίσης. Ισως επειδή κανείς δεν θέλει να μιλάει για την αποτυχία.

Η αγία οικογένεια

O Γαβαλάς επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές του 1980 και άνοιξε αρχικά ένα μικρό μαγαζί στη Ρόδο με ρούχα μεσαίων οίκων σε καλές τιμές. Το 1982 άνοιξε το πρώτο του κατάστημα, στην Aθήνα. H πρώτη διεθνής μάρκα που εισήγαγε ήταν η Trussardi, η οποία έγινε το αδιαφιλονίκητο χιτ της εποχής δείχνοντας τα πρώτα ψήγματα από τo επιχειρηματικό δαιμόνιό του. «Δημιουργικά είχε εκπληκτικό ένστικτο. Η διαίσθησή του ήταν κορυφαία, ήξερε πάντα τι ήθελε ο κόσμος» λέει μια παλιά γνωστή του. Τα πρώτα χρόνια ο Γαβαλάς εισήγαγε μάρκες που τότε έκαναν θραύση: Moschino, Krizia, Dolce & Cabbana. Η επιτυχία διαβάζεται και αντίστροφα: Ισως και να έκαναν θραύση επειδή ο ίδιος τις προωθούσε με μαεστρία.

H επιτυχία δεν άργησε. Τα πρώτα γραφεία της εταιρείας στη λεωφόρο Θησέως στην Καλλιθέα εγκαταλείφθηκαν για ένα πολυτελές κτίριο στη λεωφόρο Κηφισιάς στο Μαρούσι, το σύμβολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας της Μεταπολίτευσης. Η εταιρεία από ΑΠΕ έγινε Ανώνυμη, ενώ για πρώτη φορά εμφανίστηκε το μοιραίο τρίγωνο που θα την «κρατούσε» τα επόμενα χρόνια. Οι βασικοί μέτοχοι της εταιρείας ήταν ο Λάκης Γαβαλάς, η μικρή αδελφή του Νότα και ο πρώην σύζυγος της μεγάλης αδελφής του Νούλης, Κώστας Πανουσόπουλος.

Ο Γαβαλάς ήταν εξαιρετικά δεμένος με την οικογένειά του – πιθανώς επειδή είχε ζήσει στο παρελθόν την έντονη απόρριψη του πατέρα του, ο οποίος αδυνατούσε να δεχτεί τη διαφορετικότητά του. «Ο μπαμπάς είχε πει πως θα με αποκληρώσει κάποια στιγμή. Ξέρεις, με αυτή την έννοια των γονιών που είναι πολύ δεμένοι με τα παιδιά τους και θεωρούν ότι πρέπει να διαιωνίζουν αυτό που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει» διηγιόταν ο ίδιος χρόνια αργότερα. Με την πάροδο του χρόνου, στη δουλειά μπήκαν και οι δύο κόρες της Νούλης Γαβαλά, Στήβη και Τζοβάννα Πανουσοπούλου. «Επρόκειτο για μια εξαιρετικά αγαπημένη οικογένεια που γιόρταζε τα πάντα μαζί» λένε παλιοί υπάλληλοι. Ο ίδιος έλεγε ότι ίσως επειδή προέρχεται από μια τόσο αγαπημένη οικογένεια δεν αποζήτησε ποτέ μια μεγάλη ερωτική σχέση. Ανεξάρτητα με ψυχολογικές και φροϊδικές αναλύσεις, η αυτοκρατορία του ήταν μια αμιγώς οικογενειακή υπόθεση. Μια ωραία φαινομενικά ιστορία, που όμως έμελλε να αποδειχτεί ιδιαίτερα επώδυνη.

Ενας υποχόνδριος επιχειρηματίας

Εκείνη την εποχή ο Γαβαλάς ήταν πάνω απ’ όλα επιχειρηματίας. Ατομα που τον θυμούνται μιλάνε για έναν άνθρωπο που δούλευε σκληρά και διαπραγματευόταν ακόμη σκληρότερα. Στις αρχές των 90s, εισήγαγε εκτός από ρούχα και αξεσουάρ και είδη σπιτιού, με τον τζίρο της εταιρείας να αγγίζει το ποσό των 90 εκατομμυρίων δραχμών τον χρόνο.

«Ηταν πολύ αυστηρός, αλλά και φοβερά γενναιόδωρος» θυμάται πρώην υπάλληλός του σε μία από τις πρώτες μπουτίκ του στο Κολωνάκι. «Η μόνη τρομακτική εμμονή του ήταν η καθαριότητα. Δεν άντεχε να βλέπει σκόνη. Ηθελε να καθαρίζουμε σαν τρελοί. Μια φορά μάς είχαν παραπέσει κάτι κούτες και σε έξαλλη κατάσταση άρχισε να τις πετάει στον αέρα. Επίσης, έλεγε πάντα διάφορα χολερικά αστεία» διευκρινίζει μια άλλη πωλήτρια. «Αν πάρεις δυο-τρία κιλά ακόμη, δεν θα σου βρούμε γαμπρό ποτέ» προσέβαλε με έναν σχεδόν φυσικό τρόπο τις υπαλλήλους του. «Μπορούσε να σε κάνει μηδενικό – αν και η αλήθεια ήταν ότι αυτό ήταν το χιούμορ του, βιτριολικό, κυνικό. Παρ’ όλα αυτά, τον αγαπούσαμε όλοι».

Η εποχή του μεγάλου πάρτι

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Λάκης Γαβαλάς βρέθηκε να είναι ο ιδανικός εκφραστής της εκκεντρικής εποχής. Εκτός από το σολάριουμ, που φρόντιζε να τον δείχνει σχεδόν πορτοκαλί, φόρεσε από φουστανέλα, μέχρι χαβανέζικη φούστα, ενώ δεν παρέλειπε να τροφοδοτεί τα media με εξωφρενικές εικόνες, παραστάσεις και ατάκες.

Ολο αυτό δεν ήταν απλώς μια επίδειξη ματαιοδοξίας. Ηταν και μια πολύ έξυπνη επαγγελματική κίνηση. «Αν εσύ θεωρείς ότι εκκεντρικότητα είναι το να ντύνεται κάποιος τη μία γυναίκα και την άλλη μαϊμού, εγώ θα σου έλεγα ότι αυτό είναι απλώς επαγγελματισμός» εξηγούσε.

Εκείνη την εποχή έχτισε και τη βίλα του στη Φτελιά της Μυκόνου. Ξένοι σχεδιαστές, μοντέλα, celebrities της εποχής συνωστίζονταν για να πάνε σε κάποιο από τα εξωφρενικά θεματικά καλοκαιρινά του πάρτι, ενώ πάντα φρόντιζε με έξυπνο τρόπο να λανσάρει και τους σχεδιαστές που αντιπροσώπευε, όπως τους Ντιν και Νταν των DSquared2. «Μας πήγαινε με πουλμανάκι στα πάρτι, γιατί έξω από το σπίτι περνούσε χωματόδρομος» περιγράφει μια παλιά κοσμική θαμώνας των πάρτι του. «Εβλεπες τους πάντες εκεί – εκδότες, μοντέλα, κοσμικούς. Θυμάμαι ένα πάρτι που χορεύαμε ως τις 8.00 το πρωί στην πίστα. Ηταν υπέροχα και δεν χρειάζεται κανείς να απολογηθεί για αυτό. Ηταν η εποχή τέτοια. Τουλάχιστον ήταν ένας άνθρωπος με υπέροχη αισθητική. Ολοι οι υπόλοιποι τι ήταν;» τον υπερασπίζεται. Ανώνυμα.

Οι άνδρες-τρόπαια

Οι κακές γλώσσες λένε πως ο Γαβαλάς επιδίωκε πάντα να έχει γύρω του όμορφους άνδρες «λες και ήταν κούκλες σε βιτρίνα». Οι φίλοι του απορρίπτουν αυτές τις φήμες ως κακεντρεχείς. «Πέρα από τις κοσμικότητες και τις δημόσιες σχέσεις, ο Λάκης είναι ένας αρκετά μοναχικός άνθρωπος. Δεν χρειαζόταν να κάνει μεγάλη προσπάθεια –ουρές σχημάτιζαν όλοι για να τον κάνουν παρέα και να τον εκμεταλλευτούν. Απορώ με την κακία» λέει ένας παλιός φίλος του. Ο ίδιος, εξάλλου, ποτέ δεν προσποιήθηκε ότι είναι κάτι άλλο από τον πραγματικό εαυτό του. «Εγώ, ακόμη και αυτό το κράξιμο, το βουητό, την προσβολή, έμαθα να τα ελέγχω και να τα απολαμβάνω. Σιγά να μην αφήσω τους αγράμματους, τους κομπλεξικούς και τους ηλίθιους να καθορίσουν τη ζωή μου» κομπορρημονούσε.

Τότε, όλα πήγαιναν καλά. Για την ακρίβεια, καλύτερα από ποτέ. Στις αρχές του 2000, ο Γαβαλάς είχε πλέον την αντιπροσωπεία των Burberry, της σειράς Rive Gauche του Υves Saint Laurent, ενώ είχε φέρει στην Ελλάδα και τα ιταλικά αρώματα Acqua di Parma. Το 2003 ξεκίνησε και τη δική του, πιο οικονομική και νεανική μάρκα, τα .LAK. Λίγο αργότερα, μετακόμισε και την επιχείρησή του σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στην Κάντζα. Ηταν μια τολμηρή επένδυση. Σε ένα οικόπεδο 30.000 τετραγωνικών μέτρων ο Γαβαλάς έφτιαξε τρία κτίρια με αποθήκες, γραφεία, σχεδιαστήριο και showroom. Ολα έβαιναν καλώς. Ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν.

Οι 423 τσάντες Hermès

Ηταν στα τέλη της ίδιας δεκαετίας που κάτι άρχισε να στραβώνει. Η εταιρεία λειτουργούσε με το εξής μοντέλο: ο Λάκης έκανε τις δημόσιες σχέσεις, έκλεινε συμφωνίες με το εξωτερικό, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια «έτρεχε» την καθημερινότητα της επιχείρησης. Πρόσωπο-κλειδί σε όλα αυτά ήταν ο πρώην γαμπρός του, Κώστας Πανουσόπουλος, που είχε και την οικονομική διαχείριση της εταιρείας. Η εντύπωση των ανθρώπων που δούλευαν για εκείνον ήταν ότι «τον είχαν σε γυάλα. Δεν είχε πραγματική επίγνωση του τι συνέβαινε στα οικονομικά της εταιρείας» λέει παλιός συνεργάτης του.

Μια υπάλληλός του περιγράφει πως ερχόταν στην Κάντζα με μια Bentley με σοφέρ: «Μαθαίναμε ότι θα έρθει συνήθως από τις ανιψιές του που φώναζαν: “Ερχεται ο θείος. Προσοχή”. Μαζεύαμε σαν τρελοί οποιαδήποτε ακαταστασία, για τη γνωστή εμμονή του με την τάξη. Προτού μπει στα γραφεία, ερχόταν ο οδηγός του, ο Δαμιανός, και έλεγχε αν όλα είναι σε καλή κατάσταση. Και μετά ερχόταν και του δείχναμε τη δουλειά. Τα έβλεπε και έφευγε. Ολα γίνονταν γρήγορα. Δεν έσβηνε καν η μηχανή του αυτοκινήτου».

Σε περίπτωση που υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι η επαφή με την πραγματικότητα είχε χαθεί, η «Vogue Ηοmmes» που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2009 επιβεβαίωνε το αυταπόδεικτο. Δίπλα από φωτογραφίες στις οποίες ο Γαβαλάς πόζαρε με πανάκριβα κοσμήματα στην πισίνα του, το άρθρο εστίαζε στη συλλογή του από μπιζού και τσάντες Hermès. «Με 423 τσάντες Hermès μόνο η Βικτόρια Μπέκαμ μπορεί να τον ανταγωνιστεί» σημείωνε το κείμενο. Η μανία του με τις συγκεκριμένες τσάντες μπορεί να φαίνεται μια αστεία εκκεντρικότητα. Αν όμως υπολογίσει κανείς ότι η φθηνότερη κοστίζει περί τα 1.500 ευρώ – χωρίς να ληφθεί υπόψη η αδυναμία του στις πανάκριβες Kelly και Birkin που μπορούν να φτάσουν τις 114.000 ευρώ η μία – βγαίνει το συμπέρασμα πως το ποσό που είχε ξοδέψει μόνο σε τσάντες Hermès ξεπερνά το 1 εκατομμύριο ευρώ.

Βγαλμένος από το Photoshop

Οι εποχές είχαν ήδη αλλάξει, αλλά ο Γαβαλάς δεν ήθελε να το πιστέψει. «Κανείς δεν του έλεγε να συνέλθει. Ολοι τον “έγλειφαν” και του έλεγαν: “Eίσαι θεός, είσαι υπέροχος”» θυμάται μια παλιά συνεργάτιδά του.

Η φήμη είχε φτάσει εκτός Ελλάδας. Στο σάιτ του νεοϋορκέζικου «Papermag» υπάρχει ακόμη μία περιγραφή του Λάκη Γαβαλά από το μακρινό 2008. O αρθρογράφος περιγράφει μαγεμένος την τσάντα των 50.000 δολαρίων, το ρολόι Rolex του μισού εκατομμυρίου και το κολιέ με τα 32 πελώρια μαργαριτάρια του οίκου Cartier. Μεταξύ θαυμασμού και απορίας.

Από επιχειρηματίας, ο Γαβαλάς είχε πλέον μεταβληθεί σε καρικατούρα. Ο Μάικλ Τονέλο, τώρα πια αρθρογράφος της «Huffington Post», περιέγραψε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Bringing Home the Birkin» τη συνάντησή του με τον Λάκη Γαβαλά στα εγκαίνια της μπουτίκ Hermès στην Αθήνα.

«Εμοιαζε να έχει λεηλατήσει ένα κατάστημα Hermès και να φορούσε όλα τα λάφυρα μαζί (…) Σχεδόν υπνωτίστηκα – όχι τόσο με τον ανόητο, εγωκεντρικό θόρυβο που έβγαινε από το στόμα του, αλλά μάλλον από τα δόντια του, τα οποία είχαν ήδη λευκανθεί τόσο πολλές φορές, που είχαν πλέον το χρώμα του φεγγαριού. Μαζί με το σούπερ μαύρισμα από το σολάριουμ σε απόχρωση Τζορτζ Χάμιλτον, έμοιαζε σαν να είχε περάσει από Photoshop».

Οικογενειακές ιστορίες

Κάπως έτσι, ζώντας σε ένα παράλληλο, πολύχρωμο σύμπαν, ο Γαβαλάς αρνιόταν να δεχτεί τους ενοχλητικούς αριθμούς και το γεγονός ότι η εταιρεία του αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Το 2010, η Εφορία έκανε απανωτούς ελέγχους στην επιχείρηση και βρήκε χρέη προς το Δημόσιο που άγγιζαν τα 15 εκατ. ευρώ. Οι προμηθευτές δήλωναν ότι ο Γαβαλάς τούς είχε αφήσει απλήρωτους. Οι φίλοι του υποστηρίζουν πως ο Κώστας Πανουσόπουλος τον καθησύχαζε και του έλεγε ότι όλα έβαιναν καλώς. Και πως αυτός τον πίστευε.

Κάπου εκεί επήλθε και η οριστική ρήξη στην οικογένεια. Ο Γαβαλάς τσακώθηκε με τον γαμπρό του τον οποίο και κατηγόρησε για την κατάσταση της εταιρείας, ενώ κατέθεσε μήνυση εις βάρος του. Το 2011, άρχισε να μην πληρώνει τους υπαλλήλους, που σιγά σιγά εγκατέλειπαν την εταιρεία, ενώ έστειλαν πύρινη επιστολή στα ΜΜΕ στην οποία τον κατηγόρησαν για εξαναγκασμό σε παραίτηση και εικονικές απολύσεις. Η Burberry και η Dolce & Cabbana διέκοψαν τη συνεργασία, παρέδιδαν οι ίδιες πλέον τα ρούχα στους πελάτες, ενώ η DSquared2 και η Moschino πέρασαν στον όμιλο Παγώνη.

«Την ίδια ώρα που δεν πλήρωνε και απέλυε κόσμο, πήγαινε διακοπές στο Μποντρούμ της Τουρκίας και παραλάμβανε άλλη μία τσάντα Hermès 25.000 ευρώ για τη συλλογή του» έγραφαν οι εργαζόμενοι στην επιστολή τους. Η ίδια ανεμελιά υπήρχε και πέρυσι το καλοκαίρι, στη Μύκονο, όπου κατά την είσοδό του σε κάθε μαγαζί άνοιγαν σαμπάνιες και η κουστωδία του γελούσε ευτυχισμένη για την ντόλτσε βίτα.

Συνελήφθη για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2011. Αφέθηκε ελεύθερος και ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις, ενώ τον Φεβρουάριο δεσμεύτηκε όλη του η περιουσία. Το κτίριο στην Κάντζα θύμιζε πλέον φάντασμα. Ο Γαβαλάς συνελήφθη για τελευταία φορά στις 27 Απριλίου και κρίθηκε προφυλακιστέος, μαζί με την αδερφή του Νότα, για χρέη της τάξης των 2,2 εκατ. ευρώ. Στις 6 Μαΐου συνελήφθη και ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και πρώην γαμπρός του, Κώστας Πανουσόπουλος. Η πλευρά Πανουσόπουλου υποστηρίζει ότι ενώ του εξηγούσαν την κατάσταση, ο Γαβαλάς αρνιόταν να καταλάβει ή να αντιδράσει, να κάνει το οτιδήποτε. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι του απέκρυπταν τη σοβαρότητα της κατάστασης πλουτίζοντας οι ίδιοι εις βάρος της εταιρείας.

Λίγο καιρό πριν από τις συλλήψεις, εμφανιζόταν στο ριάλιτι σόου «FΑΒ 5» στην τηλεόραση. Ανέβαζε στο Τwitter φωτογραφίες του από τα μπουζούκια. Είχε πλέον χάσει το παιχνίδι. «Ηταν περιτριγυρισμένος από κόλακες. Βοηθούσε ανθρώπους με ταλέντο, το μόνο του λάθος ήταν ότι πήραν τα μυαλά του αέρα» λέει μια παλιά συνεργάτιδά του. «Αν είναι φαντασμένος, δεν είναι ο μόνος και σίγουρα δεν φταίει μόνο αυτός. Η ευθύνη ανήκει σε όλη την οικογένεια, ειδικά στον κύριο Πανουσόπουλο» συμπληρώνει μια φίλη του.

Κανείς δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον. Ο ίδιος εμφανίζεται απελπισμένος. «Είμαι ένα δράμα. Ψάχνω να βρω δουλειά. Αυτό να τους πείτε. Ενημερώστε όλους αυτούς που με μισούν ότι δεν έχω τίποτα» δήλωσε από τη φυλακή. Τίποτα δεν είναι τόσο δραματικό. Πρόκειται για έναν ικανό και έξυπνο άνθρωπο που έπεσε θύμα της ματαιοδοξίας του. Μόνο οι 423 Hermès τσάντες θα έφταναν να καλύψουν σχεδόν το μισό χρέος για το οποίο κρατείται τώρα στη φυλακή.