Στο Συμβούλιο Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών (EPSCO) της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζητήθηκε την Παρασκευή το θέμα που ανέκυψε μετά το πρόσφατο αίτημα της ελβετικής εταιρείας Roche να αποσύρει από τη «θετική» λίστα (σσ εντάσσονται τα σκευάσματα που αποζημιώνονται) ένα ογκολογικό φάρμακο. Να σημειωθεί ότι το αίτημά της, το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, διατυπώθηκε μετά την επιβολή πρόσθετης έκπτωσης 25% στα νέα φάρμακα, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017.
Ο υπουργός Υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός μιλώντας Συμβούλιο, αλλά και νωρίτερα σε έλληνες ευρωβουλευτές, παρουσίασε την εικόνα του Συστήματος Υγείας και τις δυσκολίες υλοποίησης του πολιτικού σχεδίου της καθολικής κάλυψης του πληθυσμού σε συνθήκες λιτότητας, δίνοντας έμφαση στις στρεβλώσεις και τα αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί στον τομέα του φαρμάκου. Επανέλαβε τη θέση του υπουργείου ότι η πρόσβαση των ασθενών της χώρας στα καινοτόμα φάρμακα είναι ένα πολιτικό και όχι ένα επιχειρηματικό ζήτημα. Επίσης, ενημέρωσε τους έλληνες ευρωβουλευτές για τα διαρθρωτικά μέτρα που προωθούνται αυτή την περίοδο (ΗΤΑ, Διαπραγμάτευση, Πρωτόκολλα, Μητρώα Ασθενών, συνταγογραφικές οδηγίες κλπ), καθώς και για την πρωτοβουλία διακρατικής συνεργασίας των οκτώ χωρών της «Βαλέτα» με στόχο την από κοινού διαπραγμάτευση προσιτών τιμών στα ακριβά φάρμακα.
Στη συνέχεια ο έλληνας υπουργός Υγείας συναντήθηκε με την πρόεδρο της Ευρωομάδας της Αριστεράς κυρία Gabi Zimmer, την οποία ενημέρωσε επίσης για τις παρενέργειες των μνημονιακών μέτρων στο Σύστημα Υγείας. Ειδική αναφορά έγινε για την εγγυημένη πρόσβαση όλων των πολιτών στα καινοτόμα φάρμακα, για τα πολύ χαμηλά όρια του κλειστού προϋπολογισμού της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης που οδηγούν στην αυξημένη επιβάρυνση των εταιρειών με rebate και claw back και προκαλούν αντιδράσεις από τη φαρμακοβιομηχανία.
Ο κ. Ξανθός εξήγησε το θέμα που έχει προκύψει με το αντικαρκινικό φάρμακο της Roche, την αρνητική απάντηση του υπουργείου στο αίτημα της απένταξης του από τη θετική λίστα και ζήτησε την αλληλεγγύη των αριστερών και προοδευτικών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου και τη συνδρομή τους στην ανάδειξη του κεντρικού πολιτικού ζητήματος που είναι η πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στα νέα φάρμακα σε προσιτές τιμές αποζημίωσης.
Η κ. Zimmer ζήτησε συστηματική ενημέρωση για τα θέματα αυτά και δεσμεύτηκε ότι θα πάρει πρωτοβουλίες ευρύτερων πολιτικών συνεργασιών με επίκεντρο τη φαρμακευτική πολιτική στην Ευρώπη.
Ακόμη, ο Υπουργός Υγείας συναντήθηκε με την κυρία Miriam Dali, ευρωβουλευτή από τη Μάλτα και Συντονίστρια της ομάδας των Σοσιαλιστών στην Επιτροπή του ΕΚ που καλύπτει θέματα Υγείας, στην οποία δήλωσε ότι οι «επιθετικές» εταιρικές πρακτικές και οι εκβιασμοί στο θέμα της πρόσβασης των πολιτών στα νέα φάρμακα, πλήττουν το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και διαπραγμάτευσης βιώσιμων τιμών ανάμεσα στα κράτη -μέλη και τη φαρμακοβιομηχανία. Επισήμανε ότι είναι πολύ κρίσιμο για μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Μάλτα, να υπάρχει πρόσβαση στη φαρμακευτική καινοτομία μέσω διακρατικών συνεργασιών τύπου «Βαλέτα» που ενισχύουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Συμφώνησαν ότι αν αυτή η συνεργασία προχωρήσει γρήγορα και αποτελεσματικά, θα αλλάξει τελείως το τοπίο στον τομέα του φαρμάκου στην Ευρώπη. Ο κ. Ξανθός αναφέρθηκε στις αναμενόμενες αντιδράσεις της αγοράς και ζήτησε κοινό πολιτικό μέτωπο που θα βάζει ως προτεραιότητα τις φαρμακευτικές ανάγκες των ανθρώπων και όχι το κέρδος των εταιρειών.

Τι λέει η φαρμακοβιομηχανία

Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι των φαρμακευτικών επιχειρήσεων τονίζουν ότι οι πρακτικές που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση παραβιάζουν τις «βασικές και θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας διαπραγμάτευσης και τη δημιουργία πλαισίου σταθερότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών».
Όπως εξηγούν, η διαπραγμάτευση των φαρμάκων για την αντιμετώπιση του μελανώματος (σσ σε αυτή την κατηγορία ανήκει το εν λόγω φάρμακο) ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο του 2017, αφού είχε δοθεί το «πράσινο φως» για την επιβολή του επιπλέον τέλους 25%. «Στον νόμο αναφέρεται», επισημαίνουν, «ότι αυτή η πρόσθετη έκπτωση ισχύει για τα προϊόντα που θα συμπεριληφθούν στους θετικούς καταλόγους μετά την ψήφιση του νόμου, δηλαδή μετά τον Μάιο του 2017. Σύμφωνα με τον νόμο, κανένα από τα συμμετέχοντα στη διαπραγμάτευση σκευάσματα δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του 25%, καθώς είχαν αποζημιωθεί πριν από την ψήφιση του νόμου. Κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και ειδικότερα τον Σεπτέμβριο του 2017, ψηφίζεται η αναδρομική εφαρμογή της διάταξης του 25% από 1.1.2017, επηρεάζοντας μόνο τα σκευάσματα που εντάχθηκαν στη θετική λίστα το Φεβρουάριο του 2017. Κατά συνέπεια, τα συμμετέχοντα στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης προϊόντα διακρίνονται εκ νέου σε δύο κατηγορίες καθώς ισχύουν διαφορετικά ποσοστά υποχρεωτικών εκπτώσεων, τα οποία αποτελούν και την αφετηρία για τη διαπραγμάτευση, ανάλογα με το χρόνο εισαγωγής σε καθεστώς αποζημίωσης. Αυτό», συνεχίζουν, «συνέβη μονόπλευρα και αιφνιδιαστικά, καθώς και σε πλήρη αντίθεση με την αρχική διατύπωση του νόμου που αναφέρει ρητά ότι οι εταιρείες θα πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων το εν λόγω μέτρο για να το λάβουν υπόψη στις επιχειρηματικές τους αποφάσεις, νομοθετείται εν μέσω διαπραγμάτευσης μία επιπρόσθετη έκπτωση ύψους 25%».