Ενδιαφέροντα ζητήματα θέτει επί τάπητος στον επιστημονικό διάλογο για το σημαντικό μακεδονικό μνημείο της Αμφίπολης η αρχιτεκτονική «ανάγνωση» του χώρου και των ανασκαφικών δεδομένων στον Τύμβο Καστά. Απαντήσεις αλλά και νέα ερωτηματικά φέρνει η σύνδεση των οικοδομικών φάσεων του μνημείου με τη θέση της τεφροδόχου –βρέθηκε τμήμα χάλκινου τεφροδόχου αγγείου εντός της κιβωτιόσχημης θήκης, το οποίο χρονολογούν οι ανασκαφείς στον 4ο π.Χ. αιώνα –αλλά και της θέσης του οστεολογικού υλικού που βρέθηκε εντός και γύρω από τη θήκη.
Η κιβωτιόσχημη θήκη, όπως δηλώνει στο «Βήμα» ο υπεύθυνος αρχιτέκτονας της ανασκαφής στον Τύμβο Καστά κ. Μιχάλης Λεφαντζής, αποτελεί «σημείο αναφοράς» για τον τυμβοποιημένο λόφο. Οπως δηλώνει, «υπάρχει όλο το υλικό τεκμηρίωσης, σχέδιο και ορθοφωτογράφιση, της στρωματογραφίας πάνω και γύρω από την κιβωτιόσχημη θήκη, που βοήθησε να εξαχθούν τα αρχικά συμπεράσματα και, σε συνεργασία με τον πολιτικό μηχανικό κ. Δημήτρη Εγγλέζο, να καταλήξουμε ύστερα από πολλή έρευνα σε ισχυρές υποθέσεις εργασίας».
Επισημαίνει ότι επίπονη μελέτη οδήγησε την ανασκαφική ομάδα στο συμπέρασμα ότι η οριοθέτηση με αναλημματικό περίβολο εν είδει ταφικού κύκλου, που «δρα ενοποιητικά στον χώρο», όπως και η τοποθέτηση σήματος στην κορυφή σηματοδοτούν την εγκαθίδρυση της λατρείας ενός νέου ήρωα, επάνω σε παλαιότερες χθόνιες λατρείες και ταφές.
Ηρώων σήμα


Παράλληλα, μιλώντας στο «Βήμα», λέει για πρώτη φορά ότι σε έρευνα που έκανε ανά την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, σε τοποθεσίες όπου έχουν βρεθεί καθιστοί λέοντες, η συγκριτική μελέτη τυπολογικών και μορφολογικών δεδομένων τον οδήγησε σε νεότερα συμπεράσματα. «Βάσει συγκριτικών παραδειγμάτων φαίνεται πιθανό πως ο συγκεκριμένος τύπος λέοντος (καθιστός) αρχικά, μέχρι και τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, εκτός από σήμα ηρωικών ταφών υποδηλώνει και τη μεταφορά ηρωικών ταφών από ένα σημείο σε κάποιο άλλο» επισημαίνει στο «Βήμα» ο κ. Λεφαντζής. Υπάρχουν αναφορές στην ελληνική γραμματεία για μεταφορές οστών, μεταξύ άλλων, τόσο αναφορικά με την Αμφίπολη όσο και με τη Χαιρώνεια.
Αυτού του τύπου οι λέοντες αποτελούν είτε προσφορά σε μαντεία είτε σήμα συγκεκριμένης ηρωικής πράξης. Οπου υπάρχει καθιστό λιοντάρι σηματοδοτείται λειτουργία ηρώου με δύο δυνατότητες χρήσης του χώρου, είτε για θεραπεία είτε και για χρησμοδοσία.
Πώς όλα αυτά «έδεσαν» σε μια συνεκτική ερμηνεία; Κατά τον κ. Λεφαντζή, σιγά-σιγά και με ανάλυση των οικοδομικών φάσεων, γωνιά τη γωνιά, στο μνημείο αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο του τύμβου δόθηκε η αρχιτεκτονική ταυτότητα του μνημειακού χώρου εν συνόλω και του μνημείου με την κιβωτιόσχημη θήκη.
Τι κρύβει η θήκη


Τι έχει προκύψει λοιπόν με βάση την αρχιτεκτονική προσέγγιση ως προς το ταφικό μνημείο; Κατασκευάζεται πρώτα η κιβωτιόσχημη θήκη, σκεπασμένη με δάπεδο, και λίγο αργότερα διαμορφώθηκε η ενιαία καμάρα, μήκους 24 μ., με τρεις θυραίους εγκάρσιους τοίχους και τέσσερις χώρους-θαλάμους. Αρχικά, μεταξύ του τελευταίου χώρου με την κιβωτιόσχημη θήκη και του προηγούμενου χώρου με το βοτσαλωτό της αρπαγής της Περσεφόνης υπήρχε απλώς θυραίο άνοιγμα. Ολα τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι υπήρχε πρόσβαση στον θάλαμο με την κιβωτιόσχημη θήκη που λειτουργεί ως λατρευτικός χώρος, όπως συμβαίνει σε ηρώα, σημειώνει.
Μέσα στην κιβωτιόσχημη θήκη, το εγκάρσιο χώρισμα ορίζει έναν μικρό χώρο στο νότιο τμήμα του για την τοποθέτηση τεφροδόχου, και «μάλιστα στο σημείο αυτό βρέθηκε τέφρα που αρχικά ήταν σε τεφροδόχο της οποίας βρήκαμε ένα τμήμα στην επίχωση, χρονολογημένο στον 4ο αιώνα» είπε στην παρουσίαση στο αρχαιολογικό συνέδριο.
Οπως εξηγεί στο «Βήμα», κατά την άποψή του στην κιβωτιόσχημη θήκη τοποθετήθηκαν –ώστε να ενισχυθεί η σημασία του μνημείου για τον ήρωα προς τιμήν του οποίου κατασκευάστηκε –παλαιότερες ηρωικές ταφές, τμήματα σκελετών τα οποία μεταφέρθηκαν από άλλα σημεία του τύμβου, ενδεχομένως από το σημείο στο οποίο τοποθετήθηκε ως σήμα του ηρώου ο λέων.
Εκτιμά ότι η τοποθέτηση της τεφροδόχου στο νότιο τμήμα της κιβωτιόσχημης υποδηλώνει ενδεχομένως ότι αυτή τοποθετήθηκε μετά τα οστά των σκελετών με τα ελλείποντα μέλη. Ο γυναικείος σκελετός είναι πλήρης και με βάση τα χωρικά δεδομένα συνδέεται με την επόμενη οικοδομική φάση του μνημείου.
Βιαστικές παρεμβάσεις


Στη συνέχεια, υπήρξε επισκευή στο μνημείο, η οποία, σύμφωνα με τον κ. Λεφαντζή, αρχιτεκτονικά και οικοδομικά συνδέεται «με την κατασκευή βαρύτατης μαρμάρινης μακεδονικής δίφυλλης θύρας κατά την τελευταία 20ετία του 4ου αιώνα π.Χ., στη θέση του αρχικού ανοίγματος που οδηγούσε στον τελευταίο χώρο με την κιβωτιόσχημη θήκη, έτσι ώστε ο θάλαμος αυτός να καταστεί μη προσβάσιμος μετά από κάποιο γεγονός».
Οπως εξήγησε και στο αρχαιολογικό συνέδριο, για να επιτευχθεί η αποτελεσματική στήριξη της θύρας χρειάστηκαν δραστικές παρεμβάσεις, όπως η κατασκευή της μαρμάρινης οροφής για την αποφυγή αστοχιών, συνδεόμενη με το αντίθημα του γείσου επάνω από τις κόρες. Ολα έγιναν βιαστικά, σημειώνει. Η θύρα, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, εμφανίζεται να είναι εν χρήσει για μεγάλο διάστημα, ενώ κάποια στιγμή τα φύλλα της σφραγίζονται στη στάθμη επαφής με το υπέρθυρο με γόμφους οι οποίοι σώζονται ακόμη.

Η τελευταία φάση
Δελφικοί τρίποδες και χρησμοδοσία

Με βάση το σκεπτικό που ανέπτυξε στην τοποθέτησή του στο συνέδριο του ΑΠΘ ο κ. Λεφαντζής κρίνει ότι η εικόνα επισκευής στον τρίτο χώρο, όπου βρίσκεται το βοτσαλωτό με την αρπαγή της Περσεφόνης, συνδέεται με μια σημαντική οικοδομική φάση στην τελευταία 20ετία του 4ου αιώνα. Αυτή η φάση συσχετίζεται με αποξήλωση τμήματος του δαπέδου του χώρου με την κιβωτιόσχημη και άνοιγμα του κιβωτιόσχημου που «μέχρι τότε είχε δευτερογενείς τελετουργικές ταφές».
Οπως μάλιστα σημείωσε στην παρουσίαση στο ΑΠΘ, «το σώμα της 60χρονης γυναίκας ερρίφθη όπως ήταν στον κιβωτιόσχημο και ακολούθησε επίχωση ως τη στάθμη του πώρινου δαπέδου και σφράγιση του χώρου με τη μαρμάρινη θύρα. Οι λατρευτικές δραστηριότητες του τελευταίου χώρου με την κιβωτιόσχημη θήκη μεταφέρθηκαν στον προηγούμενο χώρο, όπου και τοποθετήθηκε τελετουργικό σκεύος στο κυκλικό άνοιγμα που διανοίχθηκε στο βοτσαλωτό.

Η γραπτή ζωφόρος στην οποία πρωταγωνιστούν δελφικοί τρίποδες ανάμεσα στις υπό διερεύνηση σκηνές είναι η σημαντικότερη μαρτυρία αυτής της ιστορικής επέμβασης υποδηλώνοντας και την αρχική χρήση του λατρευτικού αυτού χώρου ως ηρώου και χρηστηρίου, ως χώρου σχεδιασμένου να λειτουργείται από μια σημαντική ιέρεια διαθέτοντας δευτερογενείς τελετουργικές ταφές με σκοπό τη χρησμοδοσία. Από τα τμήματα της θύρας πριν από την τελική κατάχωση προκύπτει ότι υπήρξε βίαιη διάρρηξη του ανατολικού έσω θυρόφυλλου και έπειτα του δυτικού, παράλληλα με την τοποθέτηση στρώσεων χώματος στον τελευταίο θάλαμο».
Σχετικά με τις επικρίσεις για τον τρόπο ανασκαφής, ο κ. Λεφαντζής σημειώνει ότι ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου ανασκαφικού έργου είναι ιδιαίτερος διότι «τέτοιο εγχείρημα αποχωμάτωσης οικοδομήματος τέτοιου μεγέθους δεν έχει επαναληφθεί στον ελλαδικό χώρο. Αυτή η ανασκαφή είχε χαρακτηριστικά δύσκολου και επικίνδυνου τεχνικού έργου».

Ημερίδα

Μετά την παρουσίαση στο αρχαιολογικό συνέδριο η ανασκαφική ομάδα υπό την αρχαιολόγο κυρία Κατερίνα Περιστέρη σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ημερίδα για την ανασκαφή του Τύμβου Καστά. Στόχος της ημερίδας, η οποία προγραμματίζεται για το προσεχές χρονικό διάστημα, είναι να δοθούν αναλυτικές τοποθετήσεις για όλα τα ζητήματα της ανασκαφής. Προγραμματίζεται να περιλαμβάνει πέρα από τα αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, γεωλογικά δεδομένα και παρουσίαση για τα μεταλλικά αντικείμενα που βρέθηκαν, για την κεραμεική, για τα νομίσματα, ενώ θα αναπτυχθεί και ενότητα με επίκεντρο την αρχαία ιστορία.

Η ονοματολογία μπορεί να περιμένει
Αρχαιολόγοι επισημαίνουν στο «Βήμα» ότι με τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα δεν μπορεί να συσχετισθεί το μνημείο με ιστορικά πρόσωπα
Νεφελώδεις αναφορές της ανασκαφικής ομάδας σε ιστορικά πρόσωπα πλανιούνται επάνω από τον Τύμβο Καστά. Η ονοματολογία «αδικεί το μνημείο» λέει χαρακτηριστικά στο «Βήμα» ο ακαδημαϊκός και εκ των κορυφαίων αρχαιολόγων κ. Μιχάλης Τιβέριος, ο οποίος από νωρίς επέμενε ότι η χρονολόγησή του εντάσσεται στον 4ο – αρχές 3ου π.Χ. αιώνα. Ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) ήταν εκ των οργανωτών της 29ης Συνάντησης για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη την προηγούμενη εβδομάδα.
Αναφορικά με την παρουσίαση εκεί των συμπερασμάτων της ανασκαφής στον Τύμβο Καστά, ο κ. Τιβέριος τονίζει προς «Το Βήμα»: «Είναι αναγκαίο οι ανασκαφείς να απαλλάξουν από την ονοματολογία το μνημείο. Η ονοματολογία αδικεί τον ξεχωριστό αυτόν μακεδονικό τάφο. Οι ανασκαφείς δεν μας έδωσαν κανένα στοιχείο που να επιτρέπει τη συσχέτιση με κάποιο ιστορικό πρόσωπο. Δεν βοηθούν ως προς τη συνάρτηση με συγκεκριμένα πρόσωπα τα συμπιλήματα και τα επιγραφικά στοιχεία με τα γράμματα που έχουν βρεθεί, διότι, αν έχουν σχέση με το μνημείο, αποτελούν σύμβολα των κατασκευαστών».
«Εξέχοντα πρόσωπα οι νεκροί»

Την ίδια ώρα, ο αναπληρωτής καθηγητής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, βαθύς γνώστης των αρχαιολογικών δεδομένων στα μνημεία της Μακεδονίας και από τους ανασκαφείς της Βεργίνας κ. Παναγιώτης Φάκλαρης επισημαίνει στο «Βήμα» ότι συμφωνεί στη χρονολόγηση του μνημείου ως προς την πρώτη φάση κατασκευής του –περιλαμβάνει έναν πώρινο διθάλαμο τάφο μακεδονικού τύπου, με δρόμο που οδηγεί στον προθάλαμο, όπου το ψηφιδωτό με την αρπαγή, και σε θάλαμο με ταφή σε θήκη -, η οποία, όπως λέει, πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Θεωρεί όμως ότι σε δεύτερη οικοδομική φάση έγιναν επισκευές –η ορθομαρμάρωση, τα γλυπτά, η είσοδος με τις σφίγγες και ο μνημειώδης περίβολος του τύμβου –τις οποίες εντάσσει στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. Ο κ. Φάκλαρης σημειώνει ότι «ασφαλώς ο νεκρός της πρώτης φάσης ήταν εξέχον πρόσωπο, όπως άλλωστε και της δεύτερης, αλλά τα ονόματά τους δεν έχουμε στοιχεία για να τα προσεγγίσουμε βάσιμα». Σε ερωτήσεις που του έθεσε «Το Βήμα» απάντησε:
– Υπήρξε μεγάλη διαμάχη την προηγούμενη περίοδο για τη χρονολόγηση του ταφικού μνημείου στον Τύμβο Καστά. Με βάση και τα νέα δεδομένα, είναι δυνατόν να είναι ρωμαϊκό το μνημείο;
«Θεωρώ ότι δεν παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία σχετικά με τη χρονολόγηση. Οσα ακούσαμε εντάσσονται, κατά την άποψή μου, στο χρονολογικό πλαίσιο των δύο φάσεων του τάφου, στις οποίες έχω αναφερθεί στο παρελθόν. Δηλαδή έχουμε μια πρώτη φάση με έναν πώρινο διθάλαμο τάφο μακεδονικού τύπου, με δρόμο που οδηγεί στον προθάλαμο, όπου το ψηφιδωτό με την αρπαγή και σε θάλαμο με ταφή σε θήκη. Στη φάση αυτή ανήκει το επιτύμβιο μνημείο που είχε στηθεί στην 100 τ.μ. βάση που αποκάλυψε ο Δ. Λαζαρίδης στην κορυφή του τύμβου. Ακολουθεί μια δεύτερη φάση στην οποία το μνημείο δέχεται εκτενείς επεμβάσεις στις οποίες εντάσσονται η ορθομαρμάρωση, τα γλυπτά, η είσοδος με τις σφίγγες και ο μνημειώδης περίβολος του τύμβου. Κρίνω με βάση όσα στοιχεία έχουν δημοσιοποιηθεί μέχρι στιγμής ότι η πρώτη φάση πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και η δεύτερη στο β’ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι το γεγονός πως η δεύτερη φάση του τάφου χρονολογείται στην εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης της Μακεδονίας δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μνημείο κατασκευασμένο από Ρωμαίους ή για Ρωμαίους και όχι από Μακεδόνες για Μακεδόνες. Ο χαρακτηρισμός «ρωμαϊκό», που εν προκειμένω μόνο εν μέρει αποδίδεται στο εύρημα, έχει μόνο χρονολογική έννοια».
– Τα νέα στοιχεία για τον λέοντα και τις παραστάσεις με μακεδονική στρατιωτική εικονογραφία στο βάθρο επί του οποίου ήταν τοποθετημένος προσέδωσαν κάτι νέο στην οπτική σας για το μνημειακό σύνολο;
«Νέα στοιχεία για τον λέοντα δεν δόθηκαν. Παρουσιάστηκε όμως ένα ανάγλυφο, που αν και βρέθηκε σε κάποια απόσταση, αποδόθηκε στο βάθρο του λέοντος. Ωστόσο η χρονολόγηση του αναγλύφου μάς οδηγεί τουλάχιστον στον 2ο αιώνα και επομένως είναι αδύνατον να συνανήκει με το λιοντάρι. Η δε θεματολογία του, με την εσχατολογικά φορτισμένη παράσταση δέντρου στο οποίο ελίσσεται φίδι, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο συμβολικό περιεχόμενο της παράστασης αλόγου, είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη σε επιτάφια ανάγλυφα όψιμων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων σε όλο τον βορειοελλαδικό χώρο. Επομένως όλα δείχνουν ότι πρόκειται για τμήμα επιτάφιου μνημείου ενός από τους χιλιάδες τάφους του εκτεταμένου νεκροταφείου της Αμφίπολης».
– Μπορεί να γίνει ταύτιση του μνημείου με ιστορικά πρόσωπα;
«Τα ανασκαφικά δεδομένα και τα ιστορικά στοιχεία δεν επιτρέπουν την απόδοση του τάφου σε ιστορικά πρόσωπα και μάλιστα πρόσωπα από το άμεσο περιβάλλον του Μ. Αλεξάνδρου. Ο τάφος υπέστη επανειλημμένες συλήσεις. Οι αρχικές ταφές του 3ου αιώνα, οι οποίες χρονολογικά τουλάχιστον θα επέτρεπαν τέτοιους συσχετισμούς, δεν γνωρίζουμε σε ποιον βαθμό διαταράχθηκαν από την ανακαίνιση που δέχθηκε το μνημείο περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα. Επιγραφές με τα ονόματα των νεκρών δεν βρέθηκαν. Ασφαλώς ο νεκρός της πρώτης φάσης ήταν εξέχον πρόσωπο, όπως άλλωστε και της δεύτερης, αλλά τα ονόματά τους δεν έχουμε στοιχεία για να τα προσεγγίσουμε βάσιμα. Σκέψεις είναι φυσικό να γίνονται, αλλά τουλάχιστον όσες υποστηρίχθηκαν ως τώρα δεν ευσταθούν».
– Οι εκτιμήσεις περί Ηφαιστίωνα δεν ενισχύονται σε συνδυασμό με πηγές της αρχαίας ιστορίας και με τις επιγραφές που έχουν το «-αρέλαβον» και δίπλα το συμπίλημα των γραμμάτων του;
«Κανένα ιστορικό στοιχείο δεν επιτρέπει τον συσχετισμό του συγκεκριμένου ευρήματος με τον Ηφαιστίωνα. Οι πηγές ομόφωνα μας πληροφορούν λεπτομερώς ότι ο Ηφαιστίων τάφηκε μεγαλοπρεπώς στη Βαβυλώνα. Τα επιγραφικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν, σε σχέση με τον Ηφαιστίωνα, και τα οποία νομίζω βεβιασμένα διαβάστηκαν ως ΠΑΡΕΛΑΒΟΝ και ως μονόγραμμα του Ηφαιστίωνος, απομονώθηκαν από ένα μεγάλο σύνολο επιγραφών που κατά καιρούς, και πάντως από τον 1ο αιώνα και μετά, χαράχτηκαν από διάφορα χέρια ως γκραφίτι πάνω σε μαρμάρινους γωνιόλιθους αποσπασμένους από τον περίβολο του Καστά και μεταφερμένους σε άλλη θέση. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για οικοδομική επιγραφή και προφανώς εάν επρόκειτο, το όνομα του Ηφαιστίωνος θα ήταν γραμμένο ολογράφως και ευκρινώς και όχι με μονόγραμμα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ