Η δημιουργία αποκλειστικού Οικογενειακού Δικαστηρίου σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, η ίδρυση Γραφείου Συμβουλευτικής Υποστήριξης του γάμου, η καθιέρωση της κοινής επιμέλειας τέκνων ακόμη και μετά τη διάσταση ή το διαζύγιο γονέων, η καθιέρωση συμφώνου συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών (όχι όμως και συμφώνου γάμου), ο νέος τρόπος καθορισμού διατροφής και υιοθεσίας, η προστασία της ανηλικότητας, η προάσπιση του συμφέροντος του τέκνου αλλά και ζητήματα κληρονομιάς που αφορούν το σύμφωνο συμβίωσης αποτελούν τις βασικές διατάξεις στο νέο υπό διαμόρφωση οικογενειακό δίκαιο.
Εχουν περάσει 31 χρόνια από την πρώτη ουσιαστική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983 και που τότε αποτελούσε ένα νομοθέτημα-σταθμό και σημείο αναφοράς για τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας σε συνθήκες ισότητας και δικαιοσύνης. Από τότε, παρά κάποιες τροποποιήσεις που έγιναν, που οι περισσότερες έμειναν απλώς στα χαρτιά, και τα χρόνια πέρασαν και οι ανάγκες μεγάλωσαν. Αυτές ακριβώς οι ανάγκες έχουν οδηγήσει στον επανασχεδιασμό του οικογενειακού δικαίου και ήδη συγκροτήθηκε προπαρασκευαστική επιτροπή υπό την προεδρία του αρεοπαγίτη Δ. Κράνη η οποία καλείται να οριστικοποιήσει ένα κείμενο ώστε να αποτελέσει τον βασικό κορμό της τελικής νομοθετικής πρότασης η οποία θα οδηγηθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Κύριο χαρακτηριστικό των αλλαγών του οικογενειακού δικαίου είναι η προσπάθεια να εξισώσει τις ευθύνες αλλά και τα δικαιώματα και των δύο γονέων ως προς την επιμέλεια των παιδιών τους.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης προς τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, καθιερώνεται για πρώτη φορά το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών, ζήτημα για το οποίο η χώρα μας είχε επικριθεί από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αλλωστε το αίτημα ετέθη μετ’ επιτάσεως προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου τόσο από βουλευτές της ΝΔ όσο και από βουλευτές του ΠαΣοΚ. Με μία όμως διαφορά: το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν προτίθεται να καθιερώσει και τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, θα παραμείνει μόνο στο σύμφωνο συμβίωσης, και τούτο επειδή ανακύπτουν προβλήματα τόσο κληρονομιάς όσο και συντροφικότητας των ομόφυλων ζευγαριών. «Θα δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο καθεστώς για τη λειτουργία της ελεύθερης, εκτός γάμου συμβίωσης με κοινές αρχές τόσο για τα ετερόφυλα όσο και για τα ομόφυλα ζευγάρια» αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση. Ακόμη και με αυτό το βήμα η κυβέρνηση περιμένει να συναντήσει την αντίδραση της Εκκλησίας, όπως και διαφόρων άλλων οργανώσεων, αλλά είναι αποφασισμένη αυτή τη φορά να το προχωρήσει και να το φέρει προς ψήφιση στη Βουλή.
Η βασική μεταρρύθμιση, ωστόσο, εκείνη που αναμένεται με βεβαιότητα να αλλάξει άρδην τον τρόπο με τον οποίο έως τώρα προσεγγίζονταν οι οικογενειακές διαφορές, είναι η σύσταση ενός αποκλειστικού Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η εισήγηση αναφέρει ότι πρόκειται για ένα σύγχρονο δικαστήριο με καθετοποιημένη δομή, με όσο το δυνατόν λιγότερο «δικαστικό» χαρακτήρα υπό την κλασική έννοια. «Σχεδιάζουμε μια νέα «κάθετη» δομή για την απονομή της δικαιοσύνης στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, με αλληλοδιάδοχα επίπεδα επεξεργασίας της διαφοράς και επάλληλες απόπειρες συναινετικής επίλυσης» αναφέρει ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Νίκος Κανελλόπουλος.
Η αρχή γίνεται με τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής απόπειρας επίλυσης της διαφοράς εντός γάμου μέσω ειδικής οικογενειακής διαμεσολάβησης. Και τούτο θα γίνεται από εξειδικευμένους οικογενειακούς διαμεσολαβητές που θα βοηθούν τα μέρη στην επίτευξη μιας αμοιβαία αποδεκτής και επωφελούς διευθέτησης.
Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης θα ακολουθεί η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο. Θα είναι μονομελές αλλά θα υποβοηθάται από δικαστικούς λειτουργούς, πλήρως εξειδικευμένους στην επίλυση οικογενειακών διαφορών. Το Οικογενειακό Δικαστήριο και οι υποστηρικτικές υπηρεσίες του θα λειτουργούν ως Πρότυπο Κέντρο Ενημέρωσης για τους γονείς προκειμένου να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και τις δυνατότητες και τις επιλογές για επίλυση των οικογενειακών διενέξεων.
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου θα υπόκεινται σε ένδικα μέσα. Μετά την έφεση η υπόθεση θα οδηγείται ενώπιον Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, και πάλι μονομελούς. Οπως και στον πρώτο βαθμό, το Εφετείο θα αναλαμβάνει πρώτα να συμβιβάσει τα δύο μέρη μέσω δικαστικής μεσολάβησης και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας θα εκδικάζει την περίπτωση. Σε περιπτώσεις συναινετικού διαζυγίου, δηλαδή όταν ένα ζευγάρι αποφασίσει από κοινού να ζητήσει διαζύγιο χωρίς να υπάρξει διένεξη, οι διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου παραμένουν όπως ήταν έως τώρα.
Εκείνο όμως που αναμορφώνεται (και μάλιστα με «χειρουργικές επεμβάσεις», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εισήγηση του υπουργείου Δικαιοσύνης) είναι το δίκαιο της υιοθεσίας και η συμμετοχή των συζύγων στα αποκτήματα γάμου και σε άλλα επί μέρους σημεία. Ετσι η διαδικασία για την υιοθεσία θα είναι «πιο ευκίνητη», διευρύνεται ο κύκλος των ατόμων που δικαιούνται να υιοθετήσουν και θα εξυπηρετούν πλήρως την ανωνυμία των αναδόχων.

Ευρωπαϊκός θεσμός
Κοινή επιμέλεια των τέκνων

Ενα άλλο σημαντικό κεφάλαιο που για πρώτη φορά εισάγεται στο οικογενειακό δίκαιο είναι η προστασία της κοινής επιμέλειας των τέκνων. Πρόκειται για έναν θεσμό ο οποίος ήδη εφαρμόζεται σχεδόν στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών. Η χώρα μας έως σήμερα στο ανωτέρω ζήτημα φαίνεται να είναι παγιδευμένη σε θεωρητικές προσεγγίσεις και να έχει αποτύχει να αναμορφώσει ριζικά το καθεστώς ανατροφής τέκνων στην περίπτωση που ο γάμος των γονέων δεν έχει ομαλή κατάληξη. Υπάρχουν προτάσεις για πλήρη επαναπροσδιορισμό των όρων «γονική μέριμνα», «ανατροφή», «διατροφή», «επικοινωνία» και «επιμέλεια».
Καθιερώνεται «ειδικός κατάλογος αναγκαίων εξόδων του ή των παιδιών», ο οποίος θα αντικαταστήσει την έως τώρα διαδικασία της διατροφής. Ο δικαστής θα κινείται βάσει καταλόγου ώστε να καθορίζει τα αναγκαία έξοδα που θα βαρύνουν πλέον και τους δύο γονείς (ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα εκάστου) για τη διατροφή του ή των τέκνων τους. Με αυτόν τον τρόπο εξαλείφεται η δημιουργία ενός γόνιμου εδάφους για αντιδικία, ασφαλιστικά μέτρα, μηνύσεις, αλληλοκατηγορίες και αέναη ψυχική φθορά, ιδίως για τον ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο των παιδιών. Το παιδί εξακολουθεί να έχει δύο γονείς, οι οποίοι απλώς δεν συγκατοικούν πλέον. Εξακολουθεί να έχει σημείο αναφοράς και τη μητέρα και τον πατέρα του, δεν υποβιβάζεται σε αντικείμενο, εργαλείο αντιδικίας και δοχείο έντασης και αρνητικών συναισθημάτων. Και, το σημαντικότερο, οι αληθείς δεσμοί του παιδιού με τους δύο γονείς του διατηρούνται και η προσωπικότητά του ολοκληρώνεται ομαλά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ