Απ’ ότι φαίνεται ο δεύτερος στολίσκος της Ελευθερίας δεν θα ξεκινήσει καν το ταξίδι του για τη Γάζα. Τα μέλη των αποστολών που θα έπαιρναν μέρος δηλώνουν οργισμένα αλλά όχι έκπληκτα και αυτό γιατί γνώριζαν, όπως λένε, τις πιέσεις που ασκούνταν στην ελληνική κυβέρνηση.
Ο κ. Ντρόρ Φάιλερ, γεννημένος στο Ισραήλ, πολιτογραφημένος Σουηδός πλέον, και πρόεδρος της οργάνωσης «Ευρωπαίοι Εβραίοι για μια δίκαιη ειρήνη» και η κυρία Ανν Ράιτ, αμερικανίδα πρώην διπλωμάτης και στρατιωτικός και ένας από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στο πλοίο «The Audacity of Hope» – το πλοίο που σταμάτησαν οι δυνάμεις του Λιμενικού το απόγευμα της Παρασκευής στα ανοικτά του Πειραιά – μιλούν στο «Βήμα» για την απαγόρευση απόπλου και τους λόγους που ήθελαν να πάνε στη Γάζα. Ο,τι κι αν γίνει, τονίζουν, ή έμπρακτη αλληλεγγύη προς τους Παλαιστίνιους θα συνεχιστεί.

Στην υπηρεσία της «δίκαιης ειρήνης»
«Φαίνεται ότι οι ισραηλινές πιέσεις προς την Ελλάδα σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο έπιασαν τόπο» ήταν το σχόλιο του Ντρορ Φάιλερ, μόλις έμαθε την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. Γεννήθηκε στο Ισραήλ πριν 60 χρόνια, από μία οικογένειας που ήταν στρατευμένη στην προσπάθεια για μια δίκαιη λύση του παλαιστινιακού ζητήματος. «Στις 13 Ιουνίου του 1967, μια-δυο μέρες μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, γυρίζαμε με τον πατέρα μου στους δρόμους με το αυτοκίνητο και γράφαμε με σπρέι στους τοίχους. «Η ειρήνη είναι ασφάλεια, η κατοχή είναι καταστροφή»».
Μεγαλωμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον η απόφασή του, το 1970, να αρνηθεί να μετατεθεί στις περιοχές που βρίσκονταν υπό διαμάχη μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών μπορεί θεωρηθεί φυσιολογική επιλογή. «Οι γονείς μου έλεγαν ότι μετά το Ολοκαύτωμα, υπάρχουν δύο κατηγορίες Εβραίων. Η μία κατηγορία λέει ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να μη μας ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Η άλλη λέει ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να μη ξανασυμβεί αυτό σε κανέναν, σε μας ή σε άλλους λαούς. Εγώ θέλω να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία», σχολιάζει.
Εδώ και δεκαετίες, ζει στη Σουηδία γράφει μουσική και δραστηριοποιείται πολιτικά στην Αριστερά. Και βέβαια, αγωνίζεται για μια δίκαιη λύση του Παλαιστινιακού. «Δεν αρκεί να λες ότι υποστηρίζεις τη δίκαιη λύση, πρέπει αυτό που λες να συνοδεύεται και από πράξεις», λέει, πετώντας το… καρφάκι του για τη στάση διαφόρων πολιτικών και διανοούμενων, αλλά και για πολλών από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Θεωρεί ότι ακόμα και αν δεν καταφέρει να φτάσει στη Γάζα ο στολίσκος έχει εν μέρει πετύχει τον στόχο του. «Από τη στιγμή που είχαμε ανακοινώσει ότι θα πηγαίναμε στη Γάζα, το Ισραήλ επέτρεπε, μερικώς, τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, ακριβώς για να δείξει ότι η δική μας αποστολή δεν έχει λόγο ύπαρξης», υποστηρίζει.
Ποια πιστεύει, με αυτά τα δεδομένα, ότι θα ήταν η ιδανική λύση για το Παλαιστινιακό, ένα ή δύο κράτη; «Είναι ένα θέμα που πρέπει να αποφασίσουν όσοι θα ζήσουν εκεί. Είναι λογικό μετά από χρόνια συγκρούσεων η λύση των δύο κρατών να είναι αυτή που θα αποφορτίσει την κατάσταση και θα φέρει την ειρήνη. Αν περάσουν κάποια χρόνια χωρίς συγκρούσεις όμως πιστεύω ότι οι δύο λαοί – που ζουν σε μια τόσο μικρή έκταση – θα καταλάβουν πως είναι προς το συμφέρον τους να ζήσουν μαζί, ως πολίτες ενός κράτους όπου όλοι θα έχουν ίσα δικαιώματα».

«Αγανακτισμένη» διπλωμάτις
Η κυρία Ανν Ράιτ εργάστηκε για 30 χρόνια στον αμερικάνικο στρατό και για 16 στο διπλωματικό σώμα των ΗΠΑ. Το 2003 παραιτήθηκε από τη θέση της, τότε ήταν αναπληρωτής πρέσβης στη Μογγολία, επειδή διαφωνούσε με την πολιτική της εισβολής στο Ιράκ. «Κάποιος μπορεί να σου πει «καλά για 30 χρόνια υπηρετούσες αυτό το σύστημα». Τι άλλαξε τότε;. Προφανώς στο παρελθόν είχαν εφαρμοστεί πολιτικές με τις οποίες συμφωνούσα και διαφωνούσα. Το θέμα είναι ότι η συγκεκριμένη πολιτική ξεπερνούσε αυτά που μπορούσα να ανεχτώ. Να εισβάλλεις σε μια χώρα της οποίας τον λαό έχεις ήδη καταδικάσει με διάφορες κυρώσεις για 12 χρόνια. Και βέβαια πέρα από την ουσία του θέματος υπάρχει και το ζήτημα των ψεμάτων που χρησιμοποίησε η τότε αμερικάνικη κυβέρνηση για να πείσει την κοινή γνώμη και τις υπόλοιπες κυβερνήσεις».
Η ίδια γεννήθηκε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ και μπήκε στο στρατό «όχι για να πολεμήσω – ούτως ή άλλως οι γυναίκες τότε δεν τοποθετούνταν σε μάχιμες θέσεις – αλλά για να ταξιδέψω στον κόσμο. Αυτό σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει και σήμερα, είναι τα οικονομικά κίνητρα και οι ευκαιρίες για μόρφωση που στρέφουν πολλούς νέους από φτωχές οικογένειες στο στρατό. Μάλιστα κατά την τελευταία δεκαετία εξαιτίας ακριβώς των πολεμικών συγκρούσεων τα κίνητρα αυτά αυξήθηκαν».
Την εποχή εκείνη το ποσοστό των γυναικών στον αμερικανικό στρατό ήταν λιγότερο από 1%. «Σήμερα το ποσοστό αυτό αγγίζει το 14%» λέει η κυρία Ράιτ, η οποία έχει ασχοληθεί και με το φαινόμενο της κακοποίησης των γυναικών στο στράτευμα. «Σύμφωνα με όσα στοιχεία ερευνήσαμε περίπου μία στις τρεις γυναίκες τυγχάνουν κάποιας κακοποίησης. Το θέμα είναι ότι ελάχιστες προχωράνε σε καταγγελία».
Στις τελευταίες εκλογές ψήφισε τον Μπαράκ Ομπάμα. Παρόλα αυτά σήμερα δεν είναι ευχαριστημένη με τα ως τώρα πεπραγμένα του. «Ειδικά στο Παλαιστινιακό φαίνεται να ακολουθεί την πολιτική των προηγούμενων προέδρων, εκείνης της άνευ όρων υποστήριξης στο Ισραήλ». Η συζήτηση μαζί της έγινε προτού η ελληνική κυβέρνηση απαγορεύσει τον απόπλου του στολίσκου. Η ίδια ωστόσο αποδείχθηκε προφητική. «Φοβάμαι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει τον απόπλου. Οταν οι ΗΠΑ συνεχίζουν να στηρίζουν οικονομικά και στρατιωτικά το Ισραήλ, πολλές φορές κόντρα στα αμερικάνικα συμφέροντα, είναι λογικό και άλλες χώρες να νιώθουν αυτή την πίεση».