Με τον θάνατο του Σεραφείμ και την εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου η προσοχή όλων έχει εστιασθεί στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν και στον νέο ρόλο που η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να παίξει στη χιλιετία που έρχεται. Πολλοί νομίζουν ότι σχεδόν όλα εξαρτώνται από το πρόσωπο και τις μεταρρυθμιστικές διαθέσεις του νέου Αρχιεπισκόπου. Η γνώμη μου είναι ότι αυτό δεν φτάνει. Χρειάζονται ριζικές θεσμικές αλλαγές μεταξύ της σχέσης κράτους και Εκκλησίας. Αυτές τις αλλαγές, όπως φαίνεται από τις προτάσεις της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν είναι διατεθειμένο να προωθήσει.


Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα για τη διατήρηση της τωρινής διοικητικής σχέσης μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας.


* Η θρησκευτική ελευθερία


Η πρώτη άποψη είναι ότι η μόνη ριζική (συνταγματική ή μη) αλλαγή που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι η ισχυρότερη κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ριζική μεταρρύθμιση στις διοικητικές σχέσεις κράτους και Εκκλησίας. Ετσι, π.χ., αν ο μεταξικός νόμος περί προσηλυτισμού (δηλαδή, η απαγόρευση διά νόμου της ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης μη ορθοδόξων θρησκευτικών ιδεών) αντιτίθεται σε βασικές ατομικές ελευθερίες, αυτός μπορεί να καταργηθεί χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή στο κρατικο-εκκλησιαστικό διοικητικό status quo. Και το ίδιο ισχύει για τα διάφορα άλλα προνόμια έναντι άλλων εκκλησιών ή θρησκειών που αυτή τη στιγμή η Ορθόδοξη Εκκλησία απολαμβάνει στον ελλαδικό χώρο, προνόμια τα οποία αντιτίθενται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κάθε πολίτη στη θρησκευτική ελευθερία (ότι π.χ. η ανέγερση μη ορθοδόξων λατρευτικών χώρων απαιτεί την άδεια του μητροπολίτη της περιοχής).


Παρ’ όλο που η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών στον θρησκευτικό τομέα είναι μια βασική διάσταση της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, δεν είναι η κεντρική διάσταση. Σε μια εποχή όπου η πλειονότητα του πληθυσμού είτε δεν έχει καμία σχέση με την Εκκλησία είτε έχει μόνο καθαρά τυπικές, πολιτισμικού τύπου δοσοληψίες, το κύριο πρόβλημα είναι να ξαναγίνει η Εκκλησία ένας ζωντανός, δυναμικός πόλος πνευματικότητας στην καθημερινή ζωή του πολίτη. Και για να συμβεί κάτι τέτοιο, μια αναγκαία, αν όχι και ικανή, προϋπόθεση είναι να πάψει η ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία να είναι διοικητική προέκταση του κράτους ­ ενός κράτους που όχι μόνο είναι διοικητικά ανίκανο αλλά και βαθιά διεφθαρμένο.


Πιο συγκεκριμένα: από μια μακροϊστορική εξελικτική σκοπιά μπορούμε να διακρίνουμε μια διαδικασία αυξανόμενης διαφοροποίησης ανάμεσα στους θρησκευτικούς και στους πολιτικούς θεσμούς στη νεοελληνική κοινωνία. Οπως είναι γνωστό, όταν η χώρα μας βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή, η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτέλεσε τον βασικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην εξουσία του σουλτάνου και στους έλληνες υποτελείς του. Με αυτή την έννοια η Εκκλησία, αν και η ίδια βρισκόταν κάτω από αυστηρό και αυθαίρετο κεντρικό έλεγχο, όχι μόνο είχε μεγάλο βαθμό αυτονομίας σε θρησκευτικά και πολιτισμικά ζητήματα αλλά απέκτησε και πολλές πολιτικές λειτουργίες. Ετσι, μαζί με τους ντόπιους έλληνες προύχοντες, η Εκκλησία ευθυνόταν για τη διεκπεραίωση των κοινοτικών υποθέσεων.


Μετά την εθνική εξέγερση του 1821 και τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους σημειώθηκε σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στις θρησκευτικές και στις πολιτικές λειτουργίες. Σχεδόν όλες οι πολιτικές λειτουργίες που ως τότε ασκούνταν από την Εκκλησία μεταβιβάστηκαν στο νεοσύστατο κράτος. Ετσι μετά την ανεξαρτησία οι πολιτικοί και οι θρησκευτικοί ρόλοι διαφοροποιήθηκαν πολύ πιο καθαρά σε κάθε επίπεδο. Η κοινωνική διαφοροποίηση όμως πήρε μια ειδική μορφή: οι θρησκευτικοί ρόλοι και θεσμοί υποτάχθηκαν στους αντίστοιχους πολιτικούς.


Ετσι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας του 1833, επηρεασμένος από τη γερμανική προτεσταντική παράδοση, έθεσε την Εκκλησία κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους (βλ. F. Α. Frazer, Th Orthodox Church and Independent Greece, Cambridge University Press, 1969). Από τότε η υποδεέστερη θέση της Εκκλησίας δεν μεταβλήθηκε και πολύ. Ακόμη και σήμερα, με το υπουργείο Θρησκευμάτων, η Εκκλησία λειτουργεί λίγο πολύ ως ένας διοικητικός κλάδος του κράτους.


Βέβαια ο Καταστατικός Χάρτης του 1977 ενίσχυσε σε κάποιο βαθμό την εκκλησιαστική αυτονομία. Με βάση το νέο αυτό, μεταχουντικό νομικό πλαίσιο η επέμβαση των κομμάτων και της κυβέρνησης δεν μπορεί πια να είναι τόσο άμεση και χονδροειδής όσο στο παρελθόν. Αλλά αυτή η σημαντική αλλαγή δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία απαλλάχθηκε τελείως από τον θανάσιμο κρατικό εναγκαλισμό. Από το ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας παραμένει ασαφές ως το ότι οι ιερείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, σε πολλούς τομείς η διοικητική διαφοροποίηση κράτους – Εκκλησίας παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι η πελατειακή νοοτροπία και ο συνδυασμός του άκρατου φορμαλισμού με τον εξίσου άκρατο αμοραλισμό που βλέπει κανείς στην κρατική μηχανή μεταφέρονται λίγο πολύ αυτόματα στους διοικητικούς μηχανισμούς της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος υποσκάπτει την αυτονομία της κοινωνίας των πολιτών και στον θρησκευτικό χώρο ­ ένα χώρο που θα έπρεπε να είναι κατ’ εξοχήν απαλλαγμένος από την κομματικοκρατική λογική του ρουσφετιού και της κομπίνας.


Βεβαίως μπορεί κανείς να αντικρούσει τα παραπάνω με το επιχείρημα ότι, δεδομένης της αυταρχικής οργάνωσης και της εσωστρέφειας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, η μείωση του κρατικού ελέγχου μπορεί να χειροτερεύσει αντί να καλυτερεύσει τα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναζωογόνηση της Εκκλησίας χρειάζεται όχι μόνο απαγκίστρωση από τον κρατικό Λεβιάθαν αλλά και εσωτερική μεταρρύθμιση ­ δηλαδή, μια πιο ανοιχτή κατάσταση όπου το λαϊκό στοιχείο και οι διάφοροι αντιπρόσωποί του να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στον χώρο της λήψης βασικών αποφάσεων. (Το Αγιο Πνεύμα δεν φωτίζει μόνο τους ιεραρχικά υψηλά ιστάμενους αλλά και αυτούς που βρίσκονται στη βάση ή εκτός ιεραρχίας).


Αλλά για να είναι η εσωτερική μεταρρύθμιση αποτελεσματική θα πρέπει να προέλθει μέσα από τους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας ­ μέσω των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που ήδη υπάρχουν μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Αυτές οι προοδευτικές δυνάμεις όχι μόνο υπάρχουν αλλά και έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν μέσα στο νέο ευνοϊκό κλίμα που υπάρχει σήμερα: ένα κλίμα όπου ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας, αντιδρώντας στην κυρίαρχη καταναλωτική νοοτροπία της κοινωνίας μας, στρέφεται ξανά προς πνευματικές αξίες και θρησκευτικούς προσανατολισμούς.


* Ο διοικητικός διαχωρισμός


Το δεύτερο βασικό επιχείρημα για τη διατήρηση του σημερινού διοικητικού καθεστώτος στις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας έχει να κάνει με το θέμα της εθνικής μας ταυτότητας. Για μερικούς στοχαστές ο διοικητικός διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας μπορεί να οδηγήσει στον διαχωρισμό «ελληνικότητας» και «Ορθοδοξίας». Μπορεί, δηλαδή, να πάψει η χριστιανο-ορθόδοξη κληρονομιά μας να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας του Νεοέλληνα. Γιατί, αν αυτή η ταυτότητα είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού της αρχαίας ελληνικής και της ανατολικο-χριστιανικής κληρονομιάς μας, αυτός ο μοναδικός συνδυασμός παίρνει σάρκα και οστά σε ένα θεσμικό σύστημα όπου κράτος και Εκκλησία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα.


Νομίζω ότι το παραπάνω επιχείρημα είναι λανθασμένο για τους εξής λόγους:


1. Η παραπέρα διαφοροποίηση του κρατικού και του θρησκευτικού χώρου, υπό την μορφή της μεγαλύτερης αυτονομίας της Εκκλησίας από το κομματικοκρατικό σύστημα, δεν σημαίνει στεγανοποίηση. Σημαίνει απλώς ότι οι δεσμοί θα είναι διαφορετικοί. Οι δεσμοί θα είναι τέτοιοι που θα οδηγούν από τη σημερινή κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής πάνω στη θρησκευτική/πνευματική λογική σε μια κατάσταση όπου οι σχετικά αυτόνομες λογικές του κρατικού και του εκκλησιαστικού χώρου θα συνυπάρχουν σε κατάσταση αλληλοσεβασμού, σε κατάσταση ισορροπίας.


2. Η διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας είναι αναμφισβήτητη αλλά πρέπει να τη δει κανείς στο επίπεδο του έθνους και του πολιτισμού και όχι σε αυτό του κράτους. Πράγματι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η αρχαία ελληνική παράδοση (όπως επηρέασε τον πρωτοχριστιανισμό και όπως στη συνέχεια διαμορφώθηκε από τον δυτικό Διαφωτισμό) και η παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας αποτελούν σήμερα συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, δηλαδή της εθνικής μας ταυτότητας. Ως έθνος και ως πολιτισμός είμαστε βαθιά διαποτισμένοι και από τις δύο αυτές παραδόσεις. Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Bourdieu, το habitus του Νεοέλληνα, δηλαδή ο τρόπος που βλέπει, αισθάνεται, εννοιολογεί και νοηματοδοτεί τον γύρω κόσμο του, είναι επηρεασμένο και από την αρχαιοελληνική και από την ανατολικοχριστιανική παράδοση. Αυτό όμως με κανέναν τρόπο δεν προϋποθέτει και δεν νομιμοποιεί τη διαιώνιση των σημερινών διοικητικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους. Γιατί το ισχύον διοικητικό καθεστώς έχει λιγότερο να κάνει με τα συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και περισσότερο με τη βαυαροκρατία, με την επιβολή της τότε άκρως απολυταρχικής, γερμανικής νοοτροπίας στις κρατικοεκκλησιαστικές σχέσεις του νεοσύστατου κράτους.


Επιπλέον, αν εστιάσουμε τη διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας στο επίπεδο του κράτους και όχι σε αυτό του έθνους/πολιτισμού, τότε οδηγούμαστε αυτόματα στο απαράδεκτο συμπέρασμα ότι όποιος δεν ασπάζεται τα δόγματα ή τις συγκεκριμένες θεσμικές μορφές της Εκκλησίας (γιατί είναι άθεος, «αιρετικός», «αλλόθρησκος» κλπ.) παύει να είναι «πραγματικός» Ελληνας ή ­ στην καλύτερη περίπτωση ­ είναι Ελληνας δεύτερης κατηγορίας. Οταν, από την άλλη μεριά, η διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας γίνεται στο επίπεδο του έθνους και του πολιτισμού, αποφεύγουμε τον αυταρχισμό χωρίς να αρνούμαστε το προφανές: ότι η εθνική μας ταυτότητα ­ ανεξάρτητα από τις σχέσεις που συγκεκριμένα άτομα έχουν ή δεν έχουν με την Εκκλησία ­ έχει διαμορφωθεί και από την αρχαία ελληνική και από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση.


3. Τα επιχειρήματα για τον μη διοικητικό διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας έχουν μια ιδεολογική βάση. Στην ουσία όλοι αυτοί που μάχονται για τη διατήρηση του διοικητικού status quo νοιάζονται λιγότερο για τη διατήρηση της εθνικής μας κληρονομιάς και περισσότερο για τη διατήρηση προνομίων και τη διαιώνιση οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων που η παρούσα κατάσταση έχει δημιουργήσει.


* Εκκλησία και εκσυγχρονισμός


Ο νέος Αρχιεπίσκοπος πολύ σωστά και σοφά μίλησε από την πρώτη στιγμή για την ανάγκη εκσυγχρονισμού της Εκκλησίας.


Στις κοινωνικές επιστήμες μια βασική διάσταση του εκσυγχρονισμού είναι η θεσμική/δομική διαφοροποίηση. Σε ένα γενικό, θεωρητικό επίπεδο εκσυγχρονισμός σημαίνει το πέρασμα από μια κατάσταση μη διαφοροποίησης σε μια κατάσταση υψηλής διαφοροποίησης μεταξύ οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών θεσμών. Στην ύστερη νεωτερικότητα, όταν αυτή η διαφοροποίηση καταργείται, όταν δηλαδή η αυτόνομη λογική ενός θεσμικού χώρου εξουδετερώνεται λόγω της κυριαρχίας ενός άλλου χώρου, τότε ο εκσυγχρονισμός παίρνει αυταρχικές μορφές. Είτε πρόκειται για τον τύπο του «εκσυγχρονισμού» που επιχειρήθηκε στη Σοβιετική Ενωση (όπου η ολοκληρωτική λογική του κράτους υποτάσσει απόλυτα την ιδιαίτερη λογική του θρησκευτικού χώρου) είτε πρόκειται για την αντίστροφη σχέση κοσμικού – θρησκευτικού που βλέπουμε στο Ιράν (όπου η απολυταρχική λογική του θρησκευτικού χώρου διεισδύει και κυριαρχεί σε όλους τους άλλους θεσμικούς χώρους), η κατάργηση μιας πολυσυλλογικής ισορροπίας μεταξύ διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων οδηγεί πάντα στην κατάργηση ατομικών ελευθεριών και στην υπονόμευση του δημοκρατικού γίγνεσθαι. Το ότι στη χώρα μας η κομματικοκρατική λογική εξακολουθεί και σήμερα να αποικιοποιεί (φυσικά σε έναν πολύ πιο ήπιο βαθμό από την πρώην Σοβιετική Ενωση) τον εκκλησιαστικό χώρο, αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να νιώθουμε υπερήφανοι. Γιατί αυτού του είδους η αποικιοποίηση δείχνει λιγότερο την προσήλωσή μας στις αξίες της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και περισσότερο τη διατήρηση θεσμικών σχημάτων που οδηγούν στον αυταρχικό εκσυγχρονισμό της νεοελληνικής κοινωνίας.


Συμπερασματικά, η Εκκλησία και ο θρησκευτικός χώρος πιο γενικά δεν πρέπει σήμερα να είναι κομμάτι του κράτους αλλά της κοινωνίας των πολιτών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα έπρεπε να αποτελεί έναν ιδιαίτερο μεν αλλά κεντρικό πόλο στον χώρο που βρίσκεται μεταξύ κράτους και αγοράς, στον χώρο που θέτει όρια και στον κρατικό αυταρχισμό και στην ωφελιμιστική λογική του κέρδους και της παραγωγικότητας. Από αυτή τη σκοπιά ο ριζικός και συναινετικός διοικητικός διαχωρισμος Εκκλησίας και κράτους, αντίθετα με αυτό που πρεσβεύουν οι υποστηρικτές του κρατικο-εκκλησιαστικού κατεστημένου, είναι άμεσα συνδεδεμένος και με το πρόβλημα της θρησκευτικής ελευθερίας και με αυτό της δημοκρατίας. Ενας τέτοιος διαχωρισμός, χωρίς να αλλοιώνει τα συστατικά χαρακτηριστικά της εθνικής μας ταυτότητας, όχι μόνο θα βοηθήσει την απαραίτητη εσωτερική μεταρρύθμιση της Εκκλησίας αλλά και θα ενισχύσει την κοινωνία πολιτών, δηλαδή τον παραπέρα εκδημοκρατισμό της χώρας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.