«Τα παιδιά της σιωπής» αποδεικνύονται λαλίστατα στο τελευταίο βιβλίο του εθνολόγου – κοινωνικού ανθρωπολόγου Ελευθέριου Αλεξάκη. Οι αλβανόφωνοι της ΝΑ Αττικής – Λαυρεωτικής, δηλαδή οι αρβανίτες κάτοικοι της Κερατέας, του Κουβαρά και των Καλυβίων, των οποίων οι πρόγονοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα, μιλούν με τις άμεσες μαρτυρίες τους αλλά και έμμεσα, μέσα από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, τα δημοτολόγια, τις πράξεις γεννήσεων και γάμων και εκθέτουν τις φανερές και κρυφές πτυχές της ζωής τους.


Ο συγγραφέας με μεθοδικότητα, εξονυχιστική ανάλυση και ανασύνθεση των στοιχείων που προκύπτουν από την έρευνα και με βάση μια θεωρητική προβληματική που στηρίζεται εξαντλητικά στην ελληνική και κυρίως στη διεθνή βιβλιογραφία εξετάζει τις ομάδες καταγωγής, την οικογένεια, τη μεταβίβαση της περιουσίας, τη γαμήλια στρατηγική, τις γαμήλιες παροχές, την κατοικία αυτών των Αρβανιτών για τη χρονική περίοδο 1850 – 1940, δηλαδή σχεδόν μια εκατονταετία.


Ταυτόχρονα ο Ε. Π. Αλεξάκης ­ ένας από τους πρώτους έλληνες ερευνητές που ασχολήθηκαν ειδικά με τα συστήματα συγγένειας στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα στη Μάνη ­ με αφορμή τη μελέτη της συγκεκριμένης ομάδας επιδιώκει να δώσει λύσεις και απαντήσεις σε γενικότερα θεωρητικά ζητήματα και ερωτήματα σχετικά με τα θέματα που εξετάζει, παραθέτοντας τις κρατούσες θεωρίες τις οποίες ενστερνίζεται ή αμφισβητεί, κατά περίπτωση.



Από την πλούσια προβληματική του βιβλίου θα μείνω σε αυτό που αποτελεί το επίκεντρό της και που είναι η αναζήτηση της μορφής του συστήματος συγγένειας και πώς αυτό λειτουργεί. Ο συγγραφέας συμπεραίνει τελικά πως οι συγκεκριμένοι αλβανόφωνοι ­ ενταγμένοι πολιτισμικά στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της ανατολικής, στεριανής και νησιωτικής Ελλάδας, που έχει ανάλογα εθνολογικά χαρακτηριστικά ­ διατηρούν, την περίοδο που εξετάζει, ένα αμφιπλευρικό σύστημα συγγένειας. Το σύστημα αυτό έχει ως βάση τις φάρες, δηλαδή τις συγγενικές ομάδες καταγωγής με χρονικό βάθος τουλάχιστον τριών γενεών και πολλά μέλη, που δομούνται με βάση τη γνωστή «πολυπυρηνική διευρυμένη οικογένεια» (συγκατοίκηση έγγαμων αδελφών με τα παιδιά τους και τους γέροντες γονείς) παλιότερα και την «οικογένεια – κορμό» (συγκατοίκηση των γερόντων γονέων με έναν έγγαμο γιο και τα εγγόνια) καθώς και την «πυρηνική οικογένεια» (γονείς και παιδιά) μεταγενέστερα ή και συγχρόνως, ανάλογα με τον κύκλο ανάπτυξης της φάρας. Το ιδιαίτερο εδώ είναι ότι μέσα στο πλαίσιο της φάρας υπολογίζονται σε κοινωνικό, οικονομικό και συμβολικό επίπεδο και οι δύο γραμμές της συγγένειας, πατρική και μητρική, αν και παρατηρείται κάποια έμφαση στην πατρική πλευρά. Ετσι όλοι οι απόγονοι, αρσενικοί και θηλυκοί, εξασφαλίζουν δικαίωμα στην πατρομητρική ακίνητη περιουσία. Οι μεν γιοι μέσω της μεταβίβασής της πριν ή μετά τον θάνατο του πατέρα (χωράφια, οικόπεδα, σπίτια), οι δε κόρες κατά τον γάμο, μέσω της προικοδότησης με γη και οικόπεδα και σπανιότερα με σπίτια.


Η αμφιπλευρικότητα του συστήματος, που προϋποθέτει μια πιο εξελιγμένη, αστικοποιημένη κοινωνία και γεωργική απασχόληση, συνεπάγεται σχετική ισότητα όσον αφορά το κατά φύλα μοίρασμα της ακίνητης ιδιοκτησίας, πράγμα που αποδίδει κάποια κοινωνική ισχύ στις γυναίκες και σεβασμό προς τις θηλυκές προγόνους (γιαγιάδες, προγιαγιάδες). Σε συνδυασμό με τη γαμήλια στρατηγική και τους γαμήλιους κανόνες (ενδογαμία σε επίπεδο φάρας και οικισμού, νεοτοπική ή και γυναικοτοπική ­ πλην της ανδροτοπικής ­ μεταγαμήλια εγκατάσταση των μελλονύμφων, υπεργαμία για τους άνδρες και συχνά υπογαμία για τις γυναίκες, τήρηση προτεραιότητας των θηλυκών και σειρά ηλικίας στα αδέλφια κατά τον γάμο, εγκατάσταση σώγαμπρων ακόμη και όταν υπάρχουν γιοι, γαμήλιες παροχές στις γυναίκες κλπ.) επιδιώκεται η διαιώνιση και η ενότητα της φάρας, η ακεραιότητα της ακίνητης περιουσίας της, η γηροκομία για τους ηλικιωμένους γονείς, η συνοχή της ευρύτερης κοινωνικής και εθνοτικής αυτής ομάδας μέσα στο σύνολο των γειτονικών πληθυσμών, δεδομένης και της γλωσσικής της ιδιαιτερότητας.


Αναλυτικοί πίνακες με στοιχεία για τις γαμήλιες παροχές, πλήθος διαγράμματα για το σύστημα συγγένειας, χάρτες και τέλος ανέκδοτες οικογενειακές φωτογραφίες εμπλουτίζουν το βιβλίο και στηρίζουν τη θεωρητική ανάλυση.


Πίσω και πέρα ωστόσο από τις θεωρητικές αναζητήσεις και τα συχνά γριφώδη για τους μη ειδικούς διαγράμματα, μέσα από τις μαρτυρίες και τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, αναδεικνύεται η κουλτούρα της συγκεκριμένης κοινωνίας, οι ελπίδες και οι φόβοι των ατόμων, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό και τέλος η καθημερινότητα και οι κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές, συγγενικές και συναισθηματικές σχέσεις των μελών μιας παμπάλαιας, «διαφορετικής» αλλά και οικείας πληθυσμιακής ομάδας. Η ιδιαιτερότητα της μητρικής, αρβανίτικης γλώσσας αυτών των ανθρώπων καθόριζε ­ ενίοτε αρνητικά ­ την ταυτότητά τους, τις σχέσεις τους με τους εθνογραφικά «άλλους» γείτονες αλλά και την εκάστοτε κεντρική εξουσία και απομόνωνε μέσα στα όρια της ομάδας κυρίως τους αναλφάβητους και όσους δεν μιλούσαν και την ελληνική, καθιστώντας τους κατά έναν συμβολικό αλλά και ουσιαστικό τρόπο «παιδιά της σιωπής».


Η κυρία Ελένη Ψυχογιού είναι ερευνήτρια στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.