Το να ρωτά κανείς ποιο θα ήταν σήμερα το λατινοαμερικανικό μυθιστόρημα αν δεν υπήρχε η νουβέλα «Πέδρο Πάραμο», είναι σαν να ρωτά ποια θα ήταν η Αναγέννηση χωρίς τη Φλωρεντία. Αναμφίβολα, χωρίς τον μεξικανό συγγραφέα Χουάν Ρούλφο δεν θα υπήρχε ο μαγικός ρεαλισμός του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του Κάρλος Φουέντες και του Μάριο Βάργκας Γιόσα, η λατινοαμερικανική λογοτεχνία δεν θα βρισκόταν στα ύψη που βρίσκεται σήμερα και ο μεγάλος ισπανός σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, αν και σύγχρονος του ολιγογράφου Χουάν Ρούλφο, δεν θα είχε αφήσει πίσω του ένα τόσο σημαντικό έργο αν δεν είχαν οι δύο τους συμβαδίσει στα δύσβατα μονοπάτια των σκοτεινών, ψευδοευλαβικών φολκλόρ του Μεξικού.


Κρατώντας την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα του στο νεκροκρέβατό της, ο ήρωας της νουβέλας Χουάν Πρεσιάδο έρχεται στην Κομάλα επειδή του είπαν ότι εκεί ζούσε ο πατέρας του, ο Πέδρο Πάραμο. Αλλά καθώς ο ήρωάς μας περιφέρεται στους σκονισμένους δρόμους της Κομάλα, ρωτώντας τον πρώτο που βρίσκει μπροστά του να του πει πού μένει ο πατέρας του, η απάντηση που εισπράττει είναι ότι «ο Πέδρο Πάραμο πέθανε πριν από πολλά χρόνια». Πέθανε πράγματι; Πέθανε όταν είπε «θα σταυρώσω τα χέρια και η Κομάλα θα πεθάνει από την πείνα»; Ή μήπως όχι;


Αντί, πάντως, να βρει τον πατέρα του και την πόλη των αναμνήσεων της μητέρας του, ο Χουάν Πρεσιάδο διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε μια πολιτεία νεκρών, πνευμάτων και φαντασμάτων, όπου κυρίαρχη είναι η μορφή του πατέρα του. Η πολιτεία είναι η κατοικία ενός μολυβένιου ουρανού, οι σέλες των αλόγων είναι άδειες, σκιές πετάγονται από ‘δώ και από ‘κεί, τα χωράφια είναι απεριποίητα και εγκαταλειμμένα, παντού μυρίζει απελπισία και εγκατάλειψη, ο αέρας είναι στάσιμος, τα σύννεφα σταματημένα, ο ήλιος ψυχρός και θαμπός και «ο χρόνος φαίνεται με το τηλεσκόπιο».


Εδώ, στην Κομάλα, συζούν δύο κόσμοι, ο κόσμος των ζωντανών και ο κόσμος των νεκρών. Και συζούν αρμονικά γιατί η αφήγηση, παρ’ ότι δεν είναι γραμμική, συνθέτει δύο πραγματικότητες με μετακινούμενα προς τα πίσω και προς τα εμπρός χρονικά επίπεδα. Ολα κυλούν σε μια σφαίρα παραισθήσεων, ανεξιχνίαστων μυστηρίων, ταραγμένων παθών και αναμνήσεων φορτωμένων με τη σκιά του φεουδάρχη Πέδρο Πάραμο.


Οι δυνατοί χαρακτήρες της νουβέλας δεν είναι αναγκαστικά και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ο,τι πρωταγωνιστεί φαίνεται να είναι η γη, τα χωράφια, τα σπίτια, οι δρόμοι, το κενό τοπίο, ο θάνατος, οι τάφοι, ο ύπνος, τα όνειρα, άψυχα πράγματα που περιφέρονται στην άδεια πόλη κλώθοντας ένα κομμάτι ζωής. Με δυνατές περιγραφές, ο Χουάν Ρούλφο παρουσιάζει το παρόν να συνυπάρχει με το παρελθόν σε μια διάσταση του χρόνου όπου διαδραματίζονται ταυτόχρονα όσα έγιναν και όσα γίνονται και όπου ο θάνατος και η ζωή παίζουν περίεργα παιχνίδια δεισιδαιμονίας και νεκροφιλίας σε ένα αγροτικό περιβάλλον με κυρίαρχα τα στοιχεία της υποκρισίας.


Ο Πέδρο Πάραμο είναι ένας τύπος άρχοντα – τυράννου που δολοπλοκεί κατά των πάντων, κυριαρχεί επί των πάντων και είναι πάντα με το μέρος των νικητών. Βουτηγμένος στην αμαρτία, ξεγελά τους αντάρτες της Μεξικανικής Επανάστασης, στρέφει τους εχθρούς του κατά των εχθρών του, σπέρνει παιδιά δεξιά και αριστερά, κοιμάται με όποιο μικρό κορίτσι επιθυμεί ­ καμιά φορά παντρεύεται επειδή το κορίτσι έχει μεγάλη προίκα. Η μόνη γυναίκα που πραγματικά αγάπησε τρελαίνεται, ομολογώντας ενώ ξεψυχάει ότι «πιστεύει μόνο στην κόλαση», ενώ ο μοναδικός αναγνωρισμένος γιος του σκοτώνεται πέφτοντας από το άλογό του. Οταν τελικά ο Πέδρο Πάραμο πεθαίνει, ενδίδοντας στην υπερβολική παρουσία του θανάτου που τον περιβάλλει, μοιράζεται τον τάφο του με τη γυναίκα που αγάπησε και που γίνεται η αιώνια συντροφιά του σε μια πολύ ιδιάζουσα μορφή μεταθανάτιας ζωής.


Η νουβέλα «Πέδρο Πάραμο» έχει δικαίως χαρακτηριστεί ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα. Σύμφωνα δε με τη Σούζαν Σόνταγκ που έγραψε τον πρόλογο στη δεύτερη αμερικανική έκδοση του 1996 (η πρώτη έγινε το 1959), στη μετάφραση της Μάργκαρετ Σέγερς Πέντεν (εκδόσεις Grove Press), ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες όχι μόνο έχει συμπεριλάβει μια ολόκληρη πρόταση του «Πέδρο Πάραμο» στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» αλλά έχει αποστηθίσει και ολόκληρο το βιβλίο! Ο δε κεφαλλονίτης ποιητής Ρήγας Καπάτος, κάτοικος εδώ και 30 χρόνια της Νέας Υόρκης, το μεξικανικό εστιατόριό του στη 14η Οδό, στο Μανχάταν, το έχει ονομάσει «Pedro Paramo».


Υποθέτω ότι οι αρκετές μεταφραστικές αμηχανίες εξηγούνται όχι από το ότι η μεταφράστρια έζησε για πολλά χρόνια στην Αμερική αλλά από το ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά και όχι από τα ισπανικά. Αναρωτιέμαι γιατί να ξαναμεταφραστεί το βιβλίο τούτη τη φορά από τα αγγλικά, αντί να «ξαναδεί» ο Ν. Πρατσίνης τη δικιά του μετάφραση όπως είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αστέρης Δεληθανάσης το 1982; Οι δύο μεταφράσεις σε πολλά σημεία διαφέρουν κατά πολύ η μία από την άλλη ­ και όχι μόνο σχηματικά.