Πριν από λίγο καιρό έγραψα μια κριτική πάνω στο βιβλίο του Πιερ Μπαγιάρ «Πώς να μιλήσεις για βιβλία που δεν έχεις διαβάσει». Σε αυτό το έργο ο συγγραφέας λέει κάτι που γνωρίζει κάθε αναγνώστης, ότι δηλαδή υπάρχουν πολλά σημαντικά βιβλία που μπορεί κανείς να διαβάσει στη ζωή του. Σημειώνει όμως ότι οι άνθρωποι επηρεάζονται βαθιά από βιβλία που δεν έχουν διαβάσει ποτέ αλλά γνωρίζουν πάνω-κάτω το περιεχόμενό τους λόγω του ότι υπάρχουν πλήθος αναφορών γι΄ αυτό. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του έργου είναι ο ισχυρισμός ότι, ακόμη και όταν ξαναπιάνουμε βιβλία που έχουμε διαβάσει, αυτό που θυμόμαστε δεν είναι αυτό ακριβώς που λένε αλλά αυτό που εμείς αντιληφθήκαμε όταν τα διαβάζαμε. Νομίζω ότι ο Μπαγιάρ, που δεν είναι μόνο ψυχαναλυτής αλλά και καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ρaris VΙΙΙ, δεν ενδιαφέρεται τόσο για το αν οι άνθρωποι διαβάζουν ή όχι, όσο για τη δημιουργική και την «ανα-δημιουργική» πλευρά της ανάγνωσης. Με αφορμή αυτό το βιβλίο, θυμήθηκα το συναρπαστικό προηγούμενο έργο του ίδιου συγγραφέα «Ο Σέρλοκ Χολμς έκανε λάθοςεπανεξετάζοντας την υπόθεση του σκύλου των Μπάσκερβιλ». Σε αυτό ο Μπαγιάρ ψυχαναλύει ορισμένα σκοτεινά σημεία του μυθιστορήματος «Το σκυλί των Μπάσκερβιλ» του σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ προκειμένου να καταδείξει ότι ο αναγνώστης δικαιούται να αποδώσει ιδιαίτερη σημασία σε πολλές αμφισημίες ή σε πράγματα που παραλείπονται στο κείμενο (όπως ακριβώς κάνουν οι ψυχαναλυτές), ή ακόμη να συμπεράνει ότι η λύση του μυστηρίου από τον ήρωα, τον διάσημο ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς, ήταν λανθασμένη.

Ο συγγραφέας επιλέγει έξυπνα ένα κείμενο που βρίθει σκοτεινών σημείων και στο οποίο οι επισημάνσεις δεν γίνονται απευθείας από τον Χολμς αλλά από τον δόκτορα Γουότσον, τον οποίο ο Μπαγιάρ «απολύει ανεπισήμως» λόγω… βλακείας. Εξάλλου, ο Κόναν Ντόιλ έγραψε το «σκυλί» αφού δολοφόνησε τον Χολμς, ενώ στη συνέχεια «υποχρεώθηκε» να τον αναστήσει έπειτα από διαμαρτυρίες που προκλήθηκαν παγκοσμίως (αυτή η συλλογική μορφή ταύτισης με φανταστικούς χαρακτήρες είναι κάτι το εξαιρετικό). Φαίνεται, συνεπώς, ότι κάποιες αινιγματικές πτυχές του βιβλίου οφείλονται στα συμπλέγματα του συγγραφέα.

Το 2001 ο Μπαγιάρ έκανε κάτι αντίστοιχο με το έργο της Αγκαθα Κρίστι «Ο θάνατος του Ρότζερ Ακρόιντ», όπου όμως η δουλειά του ήταν σαφώς ευκολότερη, επειδή ο αφηγητής συμπίπτει με τον δολοφόνο και ο αναγνώστης πρέπει να κρατήσει αποστάσεις απ΄ οτιδήποτε έχει να μας πει αυτός ο «κακός» της υπόθεσης. Να σημειώσουμε ότι η μέθοδος του Μπαγιάρ διαφέρει από την αντίστοιχη του συμπατριώτη του Φιλίπ Ντουμένκ στο πρόσφατο βιβλίο του «Ερευνα κατ΄ αντιπαράσταση σχετικά με τον θάνατο της Μαντάμ Μποβαρύ». Εδώ ο συγγραφέας συγκεντρώνει τα στοιχεία της έρευνας του θανάτου της Μποβαρύ με σκοπό να δείξει ότι η ίδια δεν αυτοκτόνησε αλλά δολοφονήθηκε, ενώ παραθέτει νέα γεγονότα, επιπρόσθετα σε αυτά του συγγραφέα της «Μαντάμ Μποβαρύ», Γκυστάβ Φλομπέρ. Είναι, όπως λέει, σαν να είχε γράψει το «Πινόκιο, ο δύτης», ένα από τα εκατοντάδες βιβλία που διηγούνται τις περιπέτειες αυτού του ήρωα. Παρ΄ όλα αυτά ο Μπαγιάρ δεν «ξαναγράφει» αλλά «ξαναδιαβάζει» το βιβλίο του σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ υπό το φως της αμφιβολίας του, πεπεισμένος ότι έχει το δικαίωμα της αμφισβήτησης. Θεωρεί ότι όχι μόνον οι φανταστικοί χαρακτήρες ανεξαρτητοποιούνται από τους δημιουργούς τους, αλλά ότι ο κάθε αναγνώστης συμπληρώνει με τον τρόπο του το κείμενο, σε βαθμό μάλιστα που να είναι αμφίβολο αν υπάρχει οποιαδήποτε «πραγματική επικοινωνία μεταξύ των αναγνωστών του ίδιου βιβλίου, καθώς στην πραγματικότητα

Δεν πρέπει να συγχέουμε την ολοκληρωμένη και σφαιρική ανάγνωση ενός κειμένου- όπως το μυθιστόρημα του σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ- με τις αφηγηματικές ακρότητες

δεν μιλάνε για το ίδιο βιβλίο». Πιστεύω ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την ολοκληρωμένη και σφαιρική ανάγνωση ενός κειμένου (η οποία οπωσδήποτε επιτρέπει και ενίοτε ενθαρρύνει διαφορετικές ερμηνείες όσον αφορά το ύφος, τις ψυχολογικές διαφοροποιήσεις και τόσα άλλα πράγματα) με τις αφηγηματικές ακρότητες, όπως «η μαντάμ Μποβαρύ αυτο-δηλητηριάστηκε» ή «μια φάλαινα κατάπιε τον Πινόκιο». Ο Μπαγιάρ δείχνει να κατανοεί απόλυτα τα επιχειρήματα που παρατίθενται εδώ.

Το πρόβλημα με αυτές τις αφηγηματικές ακρότητες που συναντάμε στον φανταστικό κόσμο ενός μυθιστορήματος έγκειται στο ότι οι αναγνώστες τις θεωρούν αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Εκεί όμως βρίσκεται και η εκπληκτική ομορφιά της αφήγησης: η Μποβαρύ αυτοκτονεί και, ανεξάρτητα από το πόσο αυτό δυσαρεστεί τον αναγνώστη, δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο της. Προφανώς ένας τέτοιος αναγνώστης ίσως επιχειρήσει να γράψει ένα δικό του διήγημα όπου η ηρωίδα δολοφονείται, όπως έκανε και ο Ντουμένκ. Αυτό όμως που δίνει (ή δεν δίνει) αξία στην ανάγνωση μιας επανέκδοσης ενός έργου είναι αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι, αντίθετα με τον ισχυρισμό του Μπαγιάρ, όλοι συμφωνούν ότι στην «Μποβαρύ» του Φλομπέρ η δύσμοιρη αυτή ψυχή αυτοκτονεί.

Ολοι κουβεντιάζουμε για τα ίδια βιβλία. Γιατί όμως ενδιαφέρεται ο κόσμος για την επανέκδοση που έγραψε ο Ντοκουμένκ αν αυτή αναπτύσσεται γύρω από μια γυναίκα για την οποία κανείς δεν ξέρει τίποτε; Και γιατί η εκδοχή του Μπαγιάρ καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον, αν και πραγματεύεται μια «καταδίωξη» για τη οποία οι αναγνώστες δεν έχουν διαβάσει ποτέ;

Οι αναγνώστες μπορούν να τηρούν τις αμφιβολίες τους για το αν ο Ιούλιος Καίσαρας πέθανε ακριβώς κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών προς τιμήν του θεού Αρη, αλλά δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ότι η βασίλισσα Διδώ αυτοκτόνησε εξαιτίας της αγάπης της προς τον Αινεία, γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την «ιστορικότητα» όσων διαδραματίζονται στον φανταστικό κόσμο της «Αινειάδας».

Στις μέρες μας που είναι της μόδας να δαιμονοποιούμε τον σχετικισμό, ας διατηρήσουμε την εκτίμησή μας γι΄ αυτές τις αφηγηματικές ακρότητες. Διότι αυτές είναι και οι μόνες που μπορούν να μας πουν αδιαφιλονίκητες αλήθειες.

©2008 Umberto Εco/ L΄ Εspresso (Distributed by Νew Υork Τimes Syndicate)

Το πιο πρόσφατο βιβλίο του δοκιμιογράφου και συγγραφέα Ουμπέρτο Εκο είναι η «Ιστορία της ασχήμιας».