Η εθνικοποίηση από τον Νάσερ τον Αύγουστο του 1956 της Διώρυγας του Σουέζ, που ως τότε εκμεταλλευόταν γαλλική εταιρεία με έδρα το Παρίσι, και ο πολιτικός ρόλος που ο αιγύπτιος ηγέτης αναζητούσε ανάμεσα στον αραβικό κόσμο με τη στήριξη της Μόσχας στάθηκαν οι αφορμές για τη στρατιωτική πρωτοβουλία των Αγγλογάλλων να προβούν σε αεροναυτικές μετακινήσεις στην περιοχή τον Αύγουστο του 1956. Η πρωτοβουλία εκείνη δημιούργησε έκδηλη ανησυχία για την πρόκληση γενικευμένου πολέμου στην περιοχή. Την κατάσταση έσωσε τις δραματικές εκείνες ώρες η στάση των ΗΠΑ, που όχι μόνο καταδίκασαν την ενέργεια των δύο βασικών συμμάχων τους στον δυτικό συνασπισμό, κατηγορώντας τους για «αψυχολόγητη αντίδραση» τη στιγμή ακριβώς που τα γεγονότα στην Ουγγαρία έτρεχαν και ο Χρουστσόφ φαινόταν να βγαίνει κερδισμένος, αλλά απαίτησαν με τελεσίγραφό τους άμεση εκκένωση του Πορτ Σάιντ από τα εκεί σταθμευμένα στρατεύματα.


Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ είχαν ταχθεί υπέρ των αγγλογαλλικών απόψεων λίγους μήνες πριν «.. διότι μικρά και αδύνατος χώρα (η Αίγυπτος) τόλμησε να απειλήσει τα υπερπόντια συμφέροντα δύο αυτοκρατοριών, έστω εν παρακμή… τα δε ληφθέντα στρατιωτικά μέτρα έτυχον σιωπηράς (ίσως) εγκρίσεως» έγραφε ο πρέσβης Γ. Μελάς από την Ουάσιγκτον (ΑΠ 3753/Β/23, 24.8.1956). Η χρονιά εκείνη όμως που, κατά τον έλληνα πρέσβη ξεκινούσε η δεύτερη, χειρότερη φάση του Ψυχρού Πολέμου (ΑΠ 4953/Β/23), ήταν χρονιά αμερικανικών εκλογών και, όλως απροσδοκήτως, χρονιά που πρώτη η Πολωνία και μετά η Ουγγαρία τολμούσαν να υψώσουν διαφορετική φωνή εντός του Συμφώνου της Βαρσοβίας.


Η κρίση του Σουέζ είχε δύο φάσεις. Μετά το ανακοινωθέν του συνταγματάρχη Νάσερ στις 2 Αυγούστου να εθνικοποιήσει τη Διώρυγα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνελήφθη για δεύτερη φορά εξ απήνης μόλις αντιλήφθηκε ότι «αι αεροναυτικαί μετακινήσεις των Αγγλογάλλων δεν είχαν απλώς έννοιαν εκφοβισμού του αντιπάλου προς αποδοχήν όρων αλλ’ ηδύναντο να οδηγήσουν εις πραγματικήν σύρραξιν» (Μελάς ό.π.π.). Ο αμερικανός ΥΠΕΞ Ντάλες που βρισκόταν στον Παναμά έλαβε εντολή να σπεύσει στο Λονδίνο σε έκτακτη διάσκεψη των τριών με θέμα «τον πειρατήν Νασσέρ». Η Διάσκεψη του Λονδίνου, που ακολούθησε σκοπίμως τρεις εβδομάδες μετά ώστε «να έχη διαλυθή η πολεμική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών», ήταν ασφαλώς επιτυχία της αμερικανικής διπλωματίας αφού απομάκρυνε το ενδεχόμενο ενός πιθανού πολέμου, «απέτρεψε τη συζήτηση του θέματος επί του επισφαλούς διά τους συμμάχους πεδίου της νομικής κυριότητας και επέτυχε την συμπαράταξιν δεκαοκτώ χωρών στον ΟΗΕ υπέρ των δυτικών απόψεων». Ηδη από τότε ο οξύνους έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον Γ. Μελάς προειδοποιούσε ότι η απειλή του πολέμου δεν είχε εκλείψει και ότι οι Βρετανοί με μια σειρά προγραμματισμένες κινήσεις, όπως την παρακίνηση σε απεργία των βρετανών πλοηγών, προετοίμαζαν τις συνθήκες μιας ενόπλου επεμβάσεως «ολιγώτερον αντιπαθούς ενταύθα» (ενν. τις ΗΠΑ).


Στις 18 Σεπτεμβρίου, με την απόκρουση από τον Νάσερ του «τελεσιγραφικού όρου αποδοχής ξένου ελέγχου επί της κινήσεως και λειτουργίας της Διώρυγος που του εκόμισον οι πέντε εκπρόσωποι των 18 κρατών άτινα πιεζόμενα έστω υπέκυψαν εις την αγγλογγαλλικήν αξίωσιν» (Μελάς, εμπιστευτικόν ΑΠ 4128/Β/23 18.9.1956 από Ουάσιγκτον), έληξε η πρώτη φάση της κρίσης στο Σουέζ.


Στις 26 Σεπτεμβρίου το θέμα συζητήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Η σπουδή των ΗΠΑ υπέρ της εγγραφής και της αιγυπτιακής προσφυγής «καθ’ όσον αύτη ήτο σύμφωνος προς ακολουθουμένη υπό ΗΠΑ φιλελευθέραν πολιτικήν εις ζητήματα εγγραφής ακόμη και θεμάτων στρεφομένων εναντίον των» ευλόγως οδήγησε τον γραμματέα της ελληνικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ Δ. Καραγιάννη στην ερώτηση «κατά πόσον φιλελευθέρα πολιτική ΗΠΑ ισχύει και διά Κύπρον» (ΑΠ 2892, 26.9.1956). Το Κυπριακό την ίδια ακριβώς εποχή είχε έλθει για πρώτη φορά προς συζήτηση στον ΟΗΕ και δεν έμενε ανεπηρέαστο από τις διεθνείς εξελίξεις στην περιοχή.


Μεσούντος του Οκτωβρίου, όσο διαρκούσαν οι παρασκηνιακές ενέργειες προς εξεύρεση συμβιβαστικής λύσεως, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ αναμένουν τα αποτελέσματα σιωπηρώς, σε βαθμό που να δημιουργούνται ακόμη και παρεξηγήσεις όπως «ότι εδημιουργήθη ρήξις μεταξύ ΗΠΑ αφ’ ενός και Γαλλίας και Αγγλίας αφ’ ετέρου» (Γ. Μελάς ΑΠ 4340/Β/13. 4.10.1956) υποχρεώνοντας τον αμερικανό ΥΠΕΞ Ντάλες να προβαίνει σε δηλώσεις ενώπιον συνεντεύξεως Τύπου. Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ στο μεταξύ να βρουν συμβιβαστική λύση «διά παρακάμψεως Σουέζ υπό μεγάλων πετρελαιοφόρων» ανησύχησε την ιταλική κυβέρνηση ότι η λύση αυτή θα είχε «δυσμενεστάτας οικονομικάς συνεπείας διά μεσογειακάς χώρας… και αυξήσεως ρωσικής επιβολής Μεσογείου, μετατρεπουμένης εις θάλασσαν πορομοίαν της του Ευξείνου» (πρέσβης Αργυρόπουλος από Ρώμη ΑΠ 3048,12.10.1956).


Στο μεταξύ, λίγες ημέρες μόλις μετά τη δήλωση του αμερικανού πρέσβη C. Lodge στον ΟΗΕ για «βαθείαν ικανοποίησιν περί του ζητήματος Σουέζ εξέλιξιν, ήτις κατά αυτόν δύναται θεωρηθή ότι εξήλθεν οριστικώς εκ κινδύνου πολεμικής συρράξεως … καθ’ όσον Αγγλοι και Γάλλοι ήκουσαν συμβουλήν Αϊζενχάουερ οποίου σέβονται ειλικρίνειαν και στρατιωτικήν εμπειρίαν» (Παλαμάς εμπιστευτικόν ΑΠ 3101 16.10.1956 από Ν. Υόρκη), το Ισραήλ, του οποίου η εμπλοκή στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 26 Σεπτεμβρίου είχε εμμέσως αποκλεισθεί και περιορισθεί υπό τύπον υποβολής εγγράφου δηλώσεως, εκμεταλλευόμενο το προεκλογικό κλίμα στις ΗΠΑ και τον δυσκίνητο μηχανισμό του Κογκρέσου, την άδεια του οποίου χρειαζόταν ο αμερικανός πρόεδρος προκειμένου να επιχειρήσει με στρατιωτικά μέσα την υπεράσπιση εκείνη του κράτους της Μ. Ανατολής που δέχεται επίθεση (στην περίπτωση αυτή της Αιγύπτου!) βάσει της τριμερούς δηλώσεως του 1950, εξαπολύει προέλαση εντός του αιγυπτιακού εδάφους τη στιγμή που ο Αϊζενχάουερ εκφωνούσε προεκλογικό λόγο στη Φλόριδα! «Είναι προφανές ότι ευρισκόμεθα προ καθαρώς επιθετικής ενεργείας εις ευρείαν κλίμακα» έγραφε ο Μελάς από την Ουάσιγκτον (ΑΠ 4753/Β/23 στις 30.10.1956), όσο και αν το Ισραήλ διαβεβαιώνει ότι «η εντός του αιγυπτιακού εδάφους των στρατευμάτων του προέλασις έχει απλώς αμυντικόν σκοπόν και δη την καταστροφήν των βάσεων εξορμήσεων των φενταγίνς!». Ο Μελάς κάνει μάλιστα λόγο «για το ενδεχόμενον ότι βρετανική κυβέρνησις και κατά δεύτερον λόγον η γαλλική εν τη μανία των κατά του Νασσέρ επικροτούν αν δεν υποκινούν την ισραηλινήν επίθεσιν ήτις δύναται ν’ απολήξη εις ανατροπήν καθεστώτος Νασσέρ» (ό.π.π.).


Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διατάσσει εκκένωση όλων των αμερικανών υπηκόων από τη Μ. Ανατολή και ο Αϊζενχάουερ ζητεί κατεπείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ζητείται η άμεση κατάπαυση του πυρός και για πρώτη και μοναδική φορά στην Ιστορία ΗΠΑ και ΕΣΣΔ βαδίζουν με κοινή γραμμή. «Αμερικανοί υπεύθυνοι στον ΟΗΕ», τηλεγραφεί ο Παλαμάς (ΑΠ 3348. 30.10.1956), «δυσκόλως συγκρατούν αγανάκτησίν των. Την στιγμήν ταύτην οξυτάτη κρίσις υπάρχει μεταξύ ΗΠΑ αφ’ ενός και Αγγλίας και Γαλλίας, αφ’ ετέρου» (ό.π.π.).


Στις 31 Νοεμβρίου 1956 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ απευθύνεται με μακράς διαρκείας διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό, αναφερόμενος στις εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη και στη Μ. Ανατολή, και υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου του ΟΗΕ προκειμένου να εξασφαλίζει «δικαίας λύσεις συμφώνως προς το Διεθνές Δίκαιον». Στη Μ. Βρετανία και στη Γαλλία οι πάντες παγώνουν. «Τοιαύτη αντίδρασις εκ μέρους Αμερικής ουδόλως ανεμένετο ενταύθα» τηλεγραφεί ο πρέσβης Ρ. Ραφαήλ από το Παρίσι (ΑΠ 1003.1.11.1956) παραθέτοντας χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Le Monde»: «Παρακεκινδυνευμένη ενέργεια δεν πρέπει να αποδίδη τις μόνον εις αγγλικήν κυβέρνησιν. Γαλλική κυβέρνησις δεν έπαιξε εν προκειμένω ρόλον απλού συνοδού» (ό.π.π.).


Με απόρρητο τηλεγράφημά του ο Παλαμάς από τη Ν. Υόρκη αναφέρεται σε «επικίνδυνον ρευστότητα. Ανεξαρτήτως κινδύνου γενικότερων περιπλοκών τυχόν επιτυχίας αγγλογαλλικής επιχειρήσεως δημιουργήση όχι μόνον διά Κυπριακόν αλλά και γενικότερα διάθεσιν χώρας μας λίαν δυσμενείς συνθήκας με αποθράσυνσιν Τουρκίας…» (ΑΠ 3368 1.11.1956).


Στη δραματική συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 11 το πρωί της 30ής Οκτωβρίου οι ΗΠΑ έλαβαν σαφώς και απροκαλύπτως θέσιν εναντίον της αγγλογαλλικής επιθέσεως, κατέθεσαν δε το απόγευμα της ιδίας ημέρας απόφαση προς «κατάπαυσιν του πυρός και επιστροφήν των ισραηλιτικών στρατευμάτων εις την γραμμήν Ανακωχής» (ΑΠ 3936 Παλαμάς από ΟΗΕ, 30.11.1956).


Οπως ενημέρωνε ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ Μ. Μελάς (ΑΠ3555/701 18.12.1956), ο νορβηγός ΥΠΕΞ «ουδεμίαν απέδιδεν πίστιν εις τας βεβαιώσεις των Αγγλογάλλων ότι η προληπτική των ενέργεια ήτο αναγκαία διότι τα Σοβιέτ ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά της Συμμαχίας εκ Νότου καθ’ όσον τα εν Σινά ευρεθέντα εφόδια δεν επεδείκνυον τοιούτον ρωσικόν σχέδιον».


Την κρίση δεν παρέλειψε να εκμεταλλευθεί η Τουρκία «προκειμένου χρησθή ως ο μέγας εμπειρογνώμων του θέματος της Μ. Ανατολής και επιτύχη την λήψιν αποφάσεων μελλόντων να απολήξουν εις την ενίσχυσιν της τουρκικής θέσεως εις την περιοχήν… Εν τέλει το ανακοινωθέν ουδεμία των ειδικών τουρκικών εισηγήσεων περιέλαβεν» έγραφε ο Μελάς (ό.π.π.). Για μία ακόμη φορά η ανθρωπότητα είχε αποφύγει κυριολεκτικά στο παρά πέντε έναν νέο πολεμικό όλεθρο.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.