«ΑΥΓΗ», ΠΕΜΠΤΗ 3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953


Ζακυνθινός συνεργάτης μας στο παρακάτω σημείωμα δίνει τις πρώτες πληροφορίες με λεπτομέρειες για τις καταστροφές των ιστορικών θησαυρών, αρχείων και βιβλιοθηκών της Ζακύνθου.


Οι τελευταίοι σεισμοί, εκτός από τον θάνατο και τον τραυματισμό τόσων ανθρώπων και τις οικονομικές καταστροφές, κατέστρεψαν και αμύθητους καλλιτεχνικούς και ιστορικούς θησαυρούς. Ενας πρόχειρος απολογισμός των πρώτων ημερών των ιστορικών απωλειών. Εξαιτίας της πρώιμης αστικής ανάπτυξης και της άνθησης του πολιτισμού της, η Ζάκυνθος φύλαγε άφθονο ιστορικό υλικό, πολύτιμο για τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας και του νεοελληνικού πολιτισμού.


Το Αρχειοφυλακείο Ζακύνθου, με έγγραφα 500 χρόνων, πολύτιμο για τη μελέτη της βενετοκρατίας στις ελληνικές χώρες καθώς και για την περίοδο της αγγλοκρατίας, έγινε στάχτη από τη φωτιά. Στο Αρχειοφυλακείο φυλαγόταν και το περίφημο χρονικό του Βαρβιάνη, που είχε μείνει ανέκδοτο. Το χρονικό αυτό του σοφού ελληνιστή και φυσικομαθηματικού περιλάμβανε τα ιστορικά συμβάντα από την πτώση της Βενετίας ως το 1869, συγκριτικούς νομισματικούς πίνακες τριών αιώνων, περιγραφές μετεωρολογικών φαινομένων και σεισμών, έγχρωμες εικόνες από φορεσιές της εποχής, λαϊκούς χορούς και λαϊκά τραγούδια με τη μουσική τους, έθιμα και άλλο λαογραφικό υλικό. Μερικά αντίγραφα των εικόνων του χρονικού του Βαρβιάνη βρίσκονταν στην Πολιτική Λέσχη «Λομβάρδος», που καταστράφηκαν κι αυτά.


Ο δικηγόρος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ζακύνθου κ. Στέφανος Παπαδάτος είχε καταπιαστεί με τη μελέτη της προσωπικότητας και της πολιτικής δράσης του Κωνσταντίνου Λομβάρδου. Είχε συγκεντρώσει όλα του τα χειρόγραφα, εκδομένα και ανέκδοτα, παμφλέτια (ημίφυλλα) από την περίοδο του ριζοσπαστικού αγώνα για την Ενωση, εφημερίδες της ίδιας εποχής κ.λπ. Ανάμεσα στα κατάλοιπα του Λομβάρδου ο κ. Παπαδάτος είχε στα χέρια του και τη συνέχεια των περίφημων «απομνημονευμάτων», που τα λίγα τεύχη που είχαν εκδοθεί τον κατέτασσαν ανάμεσα στους κριτικότερους νεοέλληνες ιστορικούς, από τους πρώτους στην Ελλάδα που διείδαν τον ρόλο της κοινωνικής διαπάλης στην ιστορική πορεία. Ολα αυτά καταστράφηκαν.


Ο καθηγητής κ. Τάκης Μαρίνος είχε ασχοληθεί με την καλλιτεχνική ιστορία της Ζακύνθου. Είχε συγκεντρώσει άφθονο υλικό για τον ναό της Φανερωμένης και τις άλλες εκκλησίες της Ζακύνθου.


Στη βιβλιοθήκη κληρονόμων Δ. Μαρτινέγκου, εκτός από άλλα πολύτιμα έγγραφα, υπήρχαν και τα χειρόγραφα του Ζακυνθινού επαναστάτη και δημοκράτη Αντωνίου Μαρτινέγκου που είχε αναλάβει σφοδρόν αγώνα εναντίον του «αρχοντολογιού» Ζακύνθου, των Ρωσο-τούρκων και αργότερα κατά του Μέτλαντ και της αγγλικής κατοχής.


Το πολύτιμο αρχείο του Ζακυνθινού λογίου κ. Ντίνου Κονόμου, έργο σκληρής δουλειάς πολλών χρόνων μέσα στις μούχλες και στις σκόνες, με ανέκδοτα χειρόγραφα των Σολωμού, Φωσκόλου, Σπυρίδωνα Τρικούπη, Αντ. Μαρτελάου, Τερτσέτη, Τυπάλδου, Βαλαωρίτη και όλων γενικά των Επτανησίων και πολλών νεοελλήνων πεζογράφων και ποιητών, με έγγραφα του 1821 κ.λπ. καταστράφηκε εντελώς. Ανάμεσα στα άλλα καταστράφηκαν και τα 30 ανέκδοτα έργα της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, της πρώτης ελληνίδας πεζογράφου που διακήρυξε με τόλμη τα δικαιώματα της γυναίκας. Στο σπίτι των κληρονόμων Ελισαβετίου Μαρτινέγκου καταστράφηκαν επίσης τα ανέκδοτα αποσπάσματα της αυτοβιογραφίας της Ελισάβετ.


Καταστράφηκαν ακόμη βιογραφίες και απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821 (Δήμος Τσέλιος, Κουντουριώτης, άγνωστοι) γραμμένες από τον Τερτσέτη, αυτόν τον μεγάλο φίλο των αγωνιστών, καθ’ υπαγόρευσή τους. Ευτυχώς σώθηκε η βιογραφία του Νικηταρά, που εκδίδεται προσεχώς από την Ακαδημία. Επίσης ιστορικό υλικό του 1821 (αναφορές, έγγραφα κ.λπ.), υλικό για τον αγώνα των ριζοσπαστών για την Ενωση, ανέκδοτες εργασίες Χιώτη, Δεβιάζη, Αρμένη, Λούντζη, υλικό της ξένης Κατοχής με έγγραφα των Ιταλών κ.λπ.


Στο Αρχείο Ανδρέα Τερτσέτη βρίσκονταν ελληνικά γράμματα του Σολωμού.


Στη Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, εκτός από τα άλλα πολύτιμα βιβλία και χειρόγραφα, βρίσκονταν η πρώτη έκδοση της «Θείας Κωμωδίας» του Ντάντε, άφθονο υλικό για το 1821, γράμματα Λασκαράτου, N. Πολίτη, Ψυχάρη, Παλαμά, Βλαχογιάννη, αρχείο Δεβιάζη, χειρόγραφοι κώδικες, χρονικά, παμφλέτια, εφημερίδες κ.λπ.


Ο κ. Σπύρος Μυλωνάς είχε γράψει ιστορία των κοινωνικών και εθνικών αγώνων του Επτανησιακού Λαού. Είχε συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό.


Στο αρχείο της Μητρόπολης Ζακύνθου εκτός από άλλα βρίσκονταν και η πολύτιμη μουσική συλλογή του μελετητή της ζακυνθινής εκκλησιαστικής μουσικής Γκριτζάνη. Χάθηκαν ακόμη μουσικές σελίδες του Παύλου Καρέρη. Επίσης άφθονο υλικό ιστορικό, μουσικό, λογοτεχνικό στου N. Βαρβιάνη και στα σπίτια Ρώμα και Βούλτσου. Στο σπίτι της κ. Μαρίας Κολυβά χάθηκαν τα χειρόγραφα του δημοκράτη Νικολάου Κολυβά.


Εκτός από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη που είχε ενοποιηθεί με τη Δημοτική και τον Δεβιάζη και που είχε πάνω από 35.000 πολύτιμα βιβλία, καταστράφηκαν και όλες σχεδόν οι ιδιωτικές.


H βιβλιοθήκη Λαμπροπούλου, που είχε 6.000 τόμους, χειρόγραφα, μεσαιωνικούς κώδικες, σπάνιες εκδόσεις Γουτεμβέργιου με ξύλινα στοιχεία. Οι βιβλιοθήκες Ρώμα, Βούλτσου, Δάση, Μαρτινέγκου, Κονόμου, Μουζάκη, Βαρβιάνη, Παλώτη, Τερτσέτη, Παν. Κονίδη, Στ. Παπαδάτου, T. Μαρίνου, Σιδεροκαστρίτη κ.λπ., που περιείχαν πολύτιμα βιβλία και χειρόγραφα. Καταστράφηκαν, τέλος, οι κώδικες σχεδόν όλων των εκκλησιών. Ισως να σώθηκαν οι κώδικες των εκκλησιών και μοναστηριών της εξοχής, όπου δεν έφτασε η φωτιά.


Αν ήταν μόνο ο σεισμός η καταστροφή δεν θα ήταν μεγάλη. Αλλά ήρθε η φωτιά και αφάνισε το παν. Ενας πολιτισμός 500 χρόνων έσβησε μαζί με τις φλόγες που τον κατέφαγαν, γιατί δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος μέσα στους κυβερνήτες μας με λιγότερη αναισθησία και περισσότερη συναίσθηση της ευθύνης για να στείλει δύο αντλίες.


Πλάι στις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν και στα οικονομικά αγαθά που εξαφανίστηκαν, η καταστροφή των καλλιτεχνικών και ιστορικών θησαυρών της Ζακύνθου δεν ήταν μικρότερη.


H Ζάκυνθος – αυτό που εννοούσαμε ως τα τώρα – δεν υπάρχει πια. Παρ’ όλα τα ωραία λόγια θα φυτοζωήσει σαν μια μίζερη, θλιβερή, κωμόπολη. Μόνον όταν ο λαός πάρει τις τύχες του στα χέρια του θα ξαναγεννηθεί μαζί με όλη την Ελλάδα. Και τότες θα ανθήσει ένας καινούργιος πολιτισμός.


* Με τα αρχικά «K. Π.» υπέγραψε το άρθρο αυτό, γραμμένο στις 3 Σεπτεμβρίου 1953, στην «Αυγή», ο Πορφύρης Κονίδης, ζακυνθινός διανοούμενος, διευθυντής μετέπειτα της «Επιθεώρησης Τέχνης».