OI ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ



Την καλύτερη περιγραφή για τους συμπατριώτες του τη δίνει και σε αυτή την περίπτωση ο Νίκος Καζαντζάκης:


«Στις 19 του Μάη 1941 [σ.σ.: η εισβολή έγινε στις 20 Μαΐου] σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού.


Ενας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγείται:


– Ευθύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάξαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά! Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.


– Ποια άρματα; ρώτησα. Είχατε άρματα;


– Πώς δεν είχαμε; μου αποκρίθηκε. Αλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμα ζαλισμένος και ‘μείς χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά-σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.


Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. H παραμικρή αργοπορία θα τους ήταν θανάσιμη. Ηξεραν πως οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα και πως οι Αγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ηταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Εκαμαν 8 μέρες. Εξη χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα ραβδιά και τις μαχαίρες.


Ενας Κρητικός χωριάτης, όταν μ’ είδε να ξαφνιάζομαι για την παλικαριά και την αυτοθυσία αυτών των Κρητικών, μου είπε τα καταπληκτικά τούτα λόγια:


– Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία!


Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ηξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλεψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι αυτός, ο Κρητικός χωριάτης, να παλέψει και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστεροφημία, δηλαδή αθανασία. Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην ελευθερία. Πολεμούν ξέροντας πως αν δεν μείνει τ’ όνομά τους, θα μείνει και θα ζήσει το έργο τους.


Και τώρα που κανείς δε φαίνεται να θυμάται πως η Κρήτη έσωσε το συμμαχικό αγώνα στην Εγγύς Ανατολή και πως επέδρασε οριστικά στην πορεία του παγκοσμίου πολέμου, και τώρα που οι ξένοι δεν φαίνονται να θυμούνται τη θυσία και την εποποιία της Κρήτης, οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Αστεγοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, στέκονται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών τους και δεν μιλούν. Σφίγγουν, βλέπετε, το χρέος τους και τα καλά παλικάρια δεν προσμένουν αμοιβή. H ιστορία θα τους κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε για την περηφάνια τους και την παλικαριά τους και θα τους προβάλει τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης σ’ όλους τους μεγάλους και τους ζωντανούς αυριανούς λαούς». [Σ.σ.: από το http:// www.kritikoi.gr]


Για τους περισσότερους ήρωες της Μάχης της Κρήτης πράγματι «δεν έμεινε το όνομά τους». Ανάμεσα στους λίγους που μαζί με το έργο τους σώθηκε και το όνομά τους είναι ο Αρχιμανδρίτης Φώτιος Θεοδοσάκης (1897-1941), ο οπλαρχηγός παπάς, από τα πρώτα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας μετά την κατάκτηση του νησιού. Κληρικός φωτισμένος, μορφωμένος (είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη και στην Ιταλία) και πολύ κοινωνικός ο Αρχιμανδρίτης Φώτιος ήταν πολύ αγαπητός στην κοινωνία του Ηρακλείου όπου ιερουργούσε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά.


Οταν άρχισε η γερμανική εισβολή στις 20 Μαΐου του 1941, ο Αρχιμανδρίτης Φώτιος πέταξε τα ράσα, φόρεσε στρατιωτική στολή, πήρε τα όπλα και, αφού συγκρότησε μια ομάδα αγωνιστών, ρίχτηκε στη μάχη με το σύνθημα «Ολοι εναντίον των Ούννων». Στο Ηράκλειο ο Φώτιος και τα παλικάρια του υπερασπίστηκαν τα τείχη της πόλης και εμπόδισαν τους Γερμανούς να την αλώσουν. Την επομένη, αφού μάζεψε κάτω από τις διαταγές του και άλλους μαχητές, ο Φώτιος βγήκε στα περίχωρα του Ηρακλείου όπου μαίνονταν οι μάχες με τους αλεξιπτωτιστές. Σε μια από αυτές τις μάχες οι αγωνιστές του Φώτιου κατόρθωσαν να βγάλουν 16 Γερμανούς μέσα από μια σπηλιά όπου είχαν ταμπουρωθεί. Τρεις γερμανοί αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν στη μάχη, οι 12 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και ο ένας, που ήταν τραυματίας, στάλθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Κνωσού. Αυτός ο τραυματίας, γιατρεμένος πλέον, λίγες ημέρες αργότερα, αναγνώρισε τον Φώτιο και τον κατέδωσε. Στις 4 Ιουνίου 1941, φορώντας και πάλι τα ράσα του, ο Φώτιος συνελήφθη ενώ τελούσε μια κηδεία. Μαζί με αυτόν οι Γερμανοί συνέλαβαν και δύο συναγωνιστές του, τον Γεώργιο Τσικαλούδη και τον Ευάγγελο Λουλακάκη. Και οι τρεις τους, αφού βασανίστηκαν απάνθρωπα εκτελέστηκαν το πρωί της 5ης Ιουνίου.


Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς ο κρητικός λαός άρχισε αμέσως να συσπειρώνεται σε αντιστασιακές ομάδες προσθέτοντας και άλλες σελίδες δόξας στην ιστορία του νησιού.


ΚΟΥΡΤ ΣΤΟΥΝΤΕΝΤ (1890-1978)



O γερμανός στρατηγός Κουρτ Στούντεντ ήταν στρατιωτικός καριέρας. Φοίτησε στη Βασιλική Σχολή Ευελπίδων της Πρωσίας στο Πότσδαμ και το 1913 κατετάγη στην αεροπορία. Στις αρχές του A’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στούντεντ έλαβε μέρος σε αποστολές εναντίον της Ρωσίας και γρήγορα αναγνωρίστηκαν οι ικανότητές του. Λόγου χάρη επιλέχθηκε, μαζί με άλλους τρεις πιλότους, για να δοκιμάσουν το καινούργιο καταδιωκτικό Fokker στο Ανατολικό Μέτωπο. Το 1916 ο Στούντεντ αποσπάστηκε στο Δυτικό Μέτωπο όπου, το 1917, κατά τη διάρκεια μιας αερομαχίας, έπεσε με το αεροπλάνο του και τραυματίστηκε σοβαρά. Ετσι τους υπόλοιπους μήνες του πολέμου ο Στούντεντ τούς πέρασε στο νοσοκομείο ή αναρρώνοντας.


Μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στούντεντ παρέμεινε στον στρατό και το 1934, όταν η Λουφτβάφε άρχισε να ανασυγκροτείται, πήρε τον βαθμό του σμηνάρχου.


Ουσιαστικά όμως το αστέρι του Στούντεντ άρχισε να ανατέλλει το 1938, όταν ο Χίτλερ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Τσεχοσλοβακία και ο Στούντεντ έλαβε την εντολή να συγκροτήσει την πρώτη μονάδα αλεξιπτωτιστών της Γερμανίας.


Μολονότι ο Στούντεντ για τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του είχε την κάλυψη του αρχηγού της Λουφτβάφε, του Χέρμαν Γκέρινγκ, πολλοί άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί τόσο του στρατού ξηράς όσο και της αεροπορίας δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του για την αξιόμαχη αποτελεσματικότητα των αλεξιπτωτιστών και θεωρούσαν τα σχέδια αυτά τουλάχιστον τρελά.


Τελικά το νεοσύστατο σώμα των αλεξιπτωτιστών του Στούντεντ δεν χρησιμοποιήθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Αλλά η εύνοια του Γκέρινγκ προς τον Στούντεντ όλο και μεγάλωνε. Ο φιλόδοξος Γκέρινγκ έλπιζε ότι τα τολμηρά σχέδια του Στούντεντ θα του προσέφεραν ευκαιρία για μεγαλύτερη δόξα στο πλαίσιο του Γ’ Ράιχ.


Ετσι τον Ιανουάριο του 1939 ο Γκέρινγκ έδωσε στον Στούντεντ τη διοίκηση όχι μόνο της 7ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών, η οποία άλλωστε ήταν δημιούργημά του, αλλά και τη διοίκηση των αερομεταφερόμενων μονάδων. Ο Στούντεντ πίστευε ότι με τους αλεξιπτωτιστές του θα είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, άρα της σύγχυσης του εχθρού. Οι αλεξιπτωτιστές ήταν εθελοντές οι οποίοι περνούσαν από σκληρή εκπαίδευση και εθεωρούντο η αφρόκρεμα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Βέβαια οι αλεξιπτωτιστές παρουσίαζαν το ελάττωμα ότι το αλεξίπτωτο που τους κατέβαζε σιγά σιγά στο έδαφος δεν μπορούσε να μεταφέρει και τον οπλισμό τους. Ο οπλισμός και τα απαραίτητα εφόδια για την προγραμματισμένη αποστολή έπρεπε να ριφθούν από το αεροπλάνο με χωριστό αλεξίπτωτο. Ετσι ο αλεξιπτωτιστής, αν γλίτωνε από τα εχθρικά πυρά κατά τη διάρκεια της πτώσης του, έμενε σχεδόν άοπλος ως τη στιγμή όπου θα έβρισκε τον σάκο με τα όπλα και τα εφόδιά του ή θα έρχονταν εγκαίρως ενισχύσεις.


Παρά τα μειονεκτήματα αυτά, ο Στούντεντ πίστευε ότι οι αλεξιπτωτιστές του, μεταφερόμενοι μάλιστα στο σημείο της επίθεσης με ανεμοπλάνα που ήταν εντελώς αθόρυβα, μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία στη ναζιστική πολεμική μηχανή. Οι πρώτες μικρής κλίμακας επιχειρήσεις με αλεξιπτωτιστές – στη Νορβηγία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία το 1940 – αποδείχθηκαν αρκετά επιτυχημένες, παρ’ όλο που κατά τη διάρκεια της επίθεσης εναντίον του Ρότερνταμ ο Στούντεντ τραυματίστηκε βαριά από σφαίρα στο κεφάλι που τον έβγαλε εκτός υπηρεσίας ως τον Ιανουάριο του 1941.


Ωστόσο οι επιχειρήσεις στη Νορβηγία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, παρά το θετικό αποτέλεσμά τους, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη μεγαλειώδη επιχείρηση που ετοίμασε ο Στούντεντ για την κατάληψη της Κρήτης. Ουσιαστικά η εισβολή στην Κρήτη ήταν η πρώτη του είδους στην παγκόσμια ιστορία. Και παρ’ όλο που τελικά οι Γερμανοί νίκησαν, η απώλεια 4.000 ανδρών και μεγάλου αριθμού αεροσκαφών έκανε τον Χίτλερ να μη θέλει να ξανακούσει για το σώμα των αλεξιπτωτιστών. Τα «παιδιά» του Στούντεντ μοιράστηκαν σε άλλες μονάδες.


Εξαγριωμένος ο Στούντεντ επειδή ουσιαστικά το όνειρό του συντρίφτηκε στην Κρήτη, ξέσπασε επάνω στους ντόπιους και στις χιλιάδες τους συμμάχους που είτε πιάστηκαν αιχμάλωτοι είτε δεν μπόρεσαν να επιβιβαστούν στα βρετανικά πλοία και ξέμειναν στο νησί προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στην Αντίσταση. Με διαταγή του Στούντεντ άρχισαν οι ομαδικές εκτελέσεις, οι πυρπολήσεις σπιτιών και ολόκληρων χωριών. Τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο γέμισαν ερείπια. Ιδιαίτερα τους δύο πρώτους μήνες της γερμανικής κατοχής υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν 2.000 άνθρωποι και πυρπολήθηκαν δεκάδες χωριά.


Μετά τη λήξη του πολέμου ο στρατηγός Στούντεντ συνελήφθη από τους Βρετανούς αλλά ούτε δικάστηκε ούτε παραδόθηκε στην Ελλάδα για να δικαστεί. H δικαιολογία ήταν ότι λόγω του τραύματός του στο κεφάλι δεν μπορούσε να υποστεί τη διαδικασία μιας δίκης. Αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στη Γερμανία. Λίγο αργότερα έγινε στρατιωτικός σύμβουλος του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αϊζενχάουερ και σύνδεσμος Γερμανίας και Αμερικής στα χρόνια που καγκελάριος στη Γερμανία ήταν ο Αντενάουερ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Στούντεντ καταπιάστηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του με τον αλαζονικό τίτλο «Ετσι κυρίεψα την Κρήτη». Παρά το τραύμα στο κεφάλι του, ο Στούντεντ έζησε 88 χρόνια.