ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: ο νικητής στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια, ο αγωνιστής που ύψωσε το ανάστημά του στους κατακτητές, εμψύχωσε τους Ελληνες και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού έθνους ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Και μετά, κατηγορήθηκε ως προδότης. Ως συνένοχος συνωμοσίας με τους Ρώσους κατά του βασιλέα Οθωνα. Και γι’ αυτόν τον λόγο καταδικάστηκε σε θάνατο. Μόνο δύο δικαστές, ο Πολυζώης και ο Τερτσέτης, δεν υπέγραψαν την καταδίκη του ήρωα της Επανάστασης. Μια προδοσία την οποία ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν παραδέχθηκε ποτέ και μια υπόθεση που ως σήμερα παραμένει άλυτη.


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Λιμποβίτσι, στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας. Εχασε μικρός τον πατέρα του, Κωνσταντή, από τους Τούρκους και νωρίς στην εφηβεία του έμαθε από τη μάνα του ότι περίπου πενήντα του γένους των Κολοκοτρωναίων είχαν σφαγιασθεί από τους Τούρκους μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων. Τότε έγινε κλέφτης στις πλαγιές του Μοριά. Οταν ο κλοιός των Τούρκων έσφιξε γύρω από τα κλέφτικα λημέρια ο Κολοκοτρώνης κατέφυγε στα Επτάνησα, τα οποία βρίσκονταν υπό την κατοχή της Ενετικής Δημοκρατίας, κρησφύγετο όχι μόνο για πολεμιστές αλλά και για διανοουμένους και μελλοντικούς πρωτοστάτες της Επανάστασης. Στη Ζάκυνθο οι Θεοτόκηδες, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Μεταξάδες ονειρεύονταν τον αγώνα του ελληνικού έθνους. Αν και αγράμματος – λέγεται ότι η μοναδική επιστολή που έγραψε ποτέ ήταν στον Καραϊσκάκη, η οποία περιείχε 8-10 λέξεις – στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης είχε την τύχη να παρακολουθήσει μαθήματα από τον Αντώνιο Μαρτελάο. Τα μαθήματα αυτά τον βοήθησαν να πλάσει τον δικό του χαρακτήρα και να αποκτήσει εθνική συνείδηση.


Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Επτάνησα ο Κολοκοτρώνης δεν έμεινε άπραγος. Το 1807, όταν ο Αλή Πασάς απείλησε να καταλάβει τη Λευκάδα, την προστασία της ανέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας με εντολή της Κυβερνήσεως του Ιονίου. Ο Κολοκοτρώνης καθώς και άλλοι οπλαρχηγοί κλήθηκαν να βοηθήσουν. Τρία χρόνια μετά, οι Αγγλοι ζήτησαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη προκειμένου να τους οργανώσει και τον έχρισαν ταγματάρχη. Από τον τίτλο αυτόν προέρχεται και η φημισμένη περικεφαλαία του πολέμαρχου. Το σώμα Ελλήνων που οργάνωσε είχε στην επίσημη στολή του την περικεφαλαία που αργότερα έκανε τον Γέρο του Μοριά να ξεχωρίζει. Επάνω στις περικεφαλαίες χάραξε τη λέξη «είθε», με την οποία προέτρεπε τον εαυτό του να προετοιμάσει γρήγορα τον στρατό όχι για να βοηθήσει τους Αγγλους αλλά για να οδεύσει σύντομα προς την απελευθέρωση του Εθνους.



Στη Ζάκυνθο ορκίστηκε και αυτός στη Φιλική Εταιρεία, αποφασισμένος να εκπληρώσει τον μεγάλο του πόθο: να δει τα βουνά της Πελοποννήσου ελεύθερα. Υστερα κατέβηκε στη Μάνη, δύο μήνες προτού κηρυχθεί η Επανάσταση. Στο Βαλτέτσι πολέμησε επί 23 ώρες και με τη μεγάλη αυτή νίκη έδωσε ελπίδα στους Ελληνες στα πρώτα βήματα της Επανάστασης. Ακολούθησε η πολιορκία των Τούρκων στην Τρίπολη και στην πορεία για την Πάτρα εμφανίστηκε ο Δράμαλης. Προτού φθάσουν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο και πνίξουν την Επανάσταση, στα Δερβενάκια ο Κολοκοτρώνης τούς αποδεκάτισε, καταξιώνοντας πλέον τη θέση του στον αγώνα.


Μετά τα Δερβενάκια όμως οι πολιτικές αντιθέσεις που έπλητταν την Ελλάδα σκίασαν το πρόσωπό του. Σε μια εσωτερική διαμάχη ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται από την κυβέρνηση σε μοναστήρι της Υδρας.


Ο Σουλτάνος ζητάει τη βοήθεια της Αιγύπτου προκειμένου να σταματήσει την Επανάσταση και ο Ιμπραΐμ, ο διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου, φθάνει στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Τότε καλείται και πάλι ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκινάει και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διαρκεί από το 1825 ως το 1828, όταν στην Ελλάδα φθάνει το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.


Καθώς είχε υπάρξει θερμός υποστηρικτής του δολοφονημένου Ιωάννη Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για προδοσία εναντίον του ανήλικου ακόμη βασιλέα Οθωνα, ο οποίος κυβερνούσε τότε τη νεοσύστατη χώρα υπό την καθοδήγηση τριμελούς αντιβασιλείας, εγκατεστημένης από τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας τον Μάιο του 1831.


Το 1833 ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους αγωνιστές φυλακίστηκε στο κάτεργο του Ιτς Καλέ, στην Ακροναυπλία, και το 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Ποινή εν τούτοις που δεν επιβλήθηκε ποτέ, εφόσον ο Οθωνας, με την ενηλικίωσή του το 1835, απελευθέρωσε τους δύο αγωνιστές.


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.


Δράμαλης (Μαχμούτ Πασάς) (1780; – 1822)



Ο Δράμαλης γεννήθηκε ως Μαχμούτ, περίπου το 1780, στη Δράμα, από όπου πήρε και το επώνυμό του. Ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα του Σουλτάνου Σελίμ Γ’, του οποίου ήταν όμηρος. Μεγαλώνοντας ακολούθησε διάφορους εξέχοντες τούρκους στρατιωτικούς στις εκστρατείες τους εναντίον των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Αιγυπτίων, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση. Η διαρκώς αυξανόμενη φήμη των διοικητικών του ικανοτήτων, αλλά και η υποστήριξη της Σουλτάνας Βαλιδέ, του χάρισαν, μετά τον θάνατο του πατέρα του Σαλίχ, την τοπαρχία της Δράμας, με τον τίτλο του πασά. Αργότερα, το 1820, τοποθετήθηκε από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ στη Λάρισα, όπου και επέδειξε ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό όσο και προς τους αρματολούς του Ολύμπου και του Πηλίου.


Κατά τη διάρκεια της ρήξης του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με τον Σουλτάνο τον Μάιο του 1820 έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον του αποστάτη πασά, πρώτα υπό την αρχιστρατηγία του Πασόμπεη και ύστερα του Χουρσίτ. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Αλή από τα στρατεύματα του Σουλτάνου ξέσπασε και η Ελληνική Επανάσταση. Τότε ο Δράμαλης, για να εξασφαλίσει τα νώτα του, επεχείρησε αιφνιδιαστική εκστρατεία εναντίον των Αγράφων, αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν εκεί οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις, και ανάγκασε τους ντόπιους οπλαρχηγούς (Σταμούλη, Γάτσο κ.ά.) σε υποταγή, με αντίτιμο τις ζωές των αμάχων. Μετά την εκτέλεση του Αλή, ο Χουρσίτ έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου, ο οποίος ανέθεσε στον Δράμαλη την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, κρίνοντάς τον ως τον πλέον κατάλληλο.


Με τον τίτλο πια του σερασκέρη (αρχιστρατήγου) πήρε τη διαταγή να βαδίσει κατά της Πελοποννήσου. Αφού ετοίμασε ένα πολυάριθμο, για την εποχή, στράτευμα 24.000 πεζών και 6.000 ιππέων αναχώρησε από τη Λάρισα στα τέλη Ιουνίου του 1822. Για τη μεταφορά του απαραίτητου πολεμικού υλικού και των ζωοτροφών συνόδευαν τις δυνάμεις του 30.000 μουλάρια και 500 καμήλες. Είχε ακόμη μαζί του και έξι κανόνια.


Σχεδόν χωρίς αντίσταση έφθασε ως τη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και προχώρησε ως τον Ισθμό, σπέρνοντας παντού τον πανικό και την καταστροφή. Οι Ελληνες είχαν στείλει στα Γεράνεια στρατό υπό τις διαταγές του Ρήγα Παλαμήδη με σκοπό να υπερασπιστούν τα Μεγάλα Δερβένια. Με τη θέα όμως και μόνο του μεγέθους του τουρκικού στρατού οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν αμαχητί τις θέσεις τους θεωρώντας κάθε άμυνα ανώφελη.


Αμαχητί επίσης ο Δράμαλης κατέλαβε και τον Ακροκόρινθο, καθώς ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης, υπεύθυνος για την άμυνα του φρουρίου, το εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως δολοφόνησε τον αιχμάλωτό του Κιαμίλ Μπέη. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης νυμφεύθηκε τη χήρα τού Κιαμίλ και προχώρησε προς το Αργος, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να εξασφαλίσει τις διαβάσεις που δέσποζαν μεταξύ Κορίνθου και Αργους για την περίπτωση μιας πιθανής υποχώρησης.


Ο ήδη μεγάλος πανικός από την προέλαση του Δράμαλη αυξήθηκε στον μέγιστο βαθμό ύστερα από την αποχώρηση, με πλοία, της κυβέρνησης από την πρωτεύουσα. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή έδειξαν ξεχωριστό θάρρος δύο από τους πρωταγωνιστές του Αγώνα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ο δεύτερος, κλεισμένος στο φρούριο του Αργους, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση για δώδεκα ημέρες, καθυστερώντας έτσι την προέλαση των Τούρκων και δίνοντας παράλληλα τον χρόνο στον πρώτο να ξεσηκώσει και να εξοπλίσει τον πληθυσμό. Ο Κολοκοτρώνης απέδειξε τη στρατηγική του ευφυΐα εφαρμόζοντας ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, δεδομένων των συνθηκών, σχέδιο: διέταξε το κάψιμο των σπαρτών της πεδιάδας του Αργους προκειμένου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ξηρασία εκείνου του καλοκαιριού, να αναγκάσει τον Δράμαλη να υποχωρήσει. Στη συνέχεια, βέβαιος για την πορεία επιστροφής του εχθρικού στρατεύματος, έλαβε θέσεις γύρω από τα στενά των Δερβενακίων. Πράγματι, στερημένος από νερό και τροφές, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο.


Κατά τη διάρκεια της διέλευσής του όμως από τα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου 1822, υπέστη πραγματική πανωλεθρία, η οποία ολοκληρώθηκε στον Αγιο Σώστη και στο Αϊνόριο.


Συντετριμμένος και καταβεβλημένος ο Δράμαλης έφθασε με τα υπολείμματα της στρατιάς του στην Κόρινθο, όπου και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1822.