«Τα γεγονότα δεν θα μας περιμένουν!»





Οι βιβλικές υποσχέσεις της επιστροφής στη Γη του Ισραήλ είχαν διαμορφώσει την εβραϊκή ταυτότητα για 19 αιώνες εξορίας και διασποράς. Στα 1800, λιγότεροι από 25.000 εβραίοι ζούσαν στην πάλαι ποτέ γενέτειρά τους και από αυτούς οι περισσότεροι στην Ιερουσαλήμ, τότε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η έξαρση του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού γύρω στο 1880 όμως, καθώς και τα οικονομικά κίνητρα που πρόσφεραν πλούσιες εβραϊκές οικογένειες όπως οι Ρότσιλντ, ενέπνευσαν ένα νέο μεταναστευτικό κύμα προς την Παλαιστίνη. Ο πολιτικός σιωνισμός ήταν γέννημα της σκέψης του αυστριακού δημοσιογράφου Τέοντορ Χερτσλ, ο οποίος διακήρυττε την ανάγκη ύπαρξης ενός εβραϊκού κράτους. Η προσπάθειά του να επιστρατεύσει τη διεθνή υποστήριξη στο Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο, τον Αύγουστο του 1897, απέτυχε κυρίως λόγω της ύπαρξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι επιδιώξεις του σιωνισμού όμως παρέμειναν και το 1917 η βρετανική κυβέρνηση πείσθηκε να δημοσιοποιήσει τη Διακήρυξη Μπάλφουρ, με την οποία υποσχόταν να διευκολύνει την εγκαθίδρυση μιας «εβραϊκής πατρίδας». Η διακήρυξη εγκρίθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία έθεσε την περιοχή της Παλαιστίνης υπό βρετανική εντολή. Οταν η φυγή των εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία αύξησε τον ρυθμό της μετανάστευσης, η Βρετανία άλλαξε πολιτική και προσπάθησε να την αποθαρρύνει με μια σειρά εντολών που ονομάστηκαν «white papers». Οταν όμως άρχισαν να γίνονται κατανοητές οι εβραϊκές απώλειες και η έκταση του Ολοκαυτώματος, η μετανάστευση προς την Παλαιστίνη αναζωπυρώθηκε. Η εβραϊκή και η αραβική κοινότητα στην περιοχή μάχονταν και οι δύο τόσο κατά της βρετανικής φρουράς όσο και μεταξύ τους. Το Λονδίνο μετέθεσε το πρόβλημα στον νεοσύστατο ΟΗΕ. Εν όψει της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού και ενώπιον της εκλεγμένης συνέλευσης των εβραίων της Παλαιστίνης, ο τότε πρόεδρος της τελευταίας και μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν – Γκουριόν, εκφώνησε τον λόγο που δημοσιεύουμε σήμερα, στις 2 Οκτωβρίου 1947. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συνεδρίασε στις 29 Νοεμβρίου και ψήφισε τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό.


Η ασφάλεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μας. Δεν υποτιμώ την αξία της έννοιας του κράτους ακόμη και σε κάτι λιγότερο από ολόκληρη την επικράτεια της Γης του Ισραήλ εκατέρωθεν του Ιορδάνη· η ασφάλεια ωστόσο έρχεται αδιαμφισβήτητα πρώτη. Κυριαρχεί στα ενδιαφέροντά μας από την εποχή του σχηματισμού της Γισούβ [η εβραϊκή κοινότητα στην Παλαιστίνη] και από την αρχή του εποικισμού γνωρίζαμε ότι έπρεπε να την εγγυηθούμε κυρίως μόνοι μας. Η πρόσφατη αναστάτωση και η αναταραχή όμως στην Παλαιστίνη, στη Μέση Ανατολή και στον ευρύτερο κόσμο – και στη βρετανική καθώς επίσης και στη διεθνή πολιτική – μεγεθύνουν το πρόβλημα και το μετατρέπουν από ένα τοπικό πρόβλημα τρέχουσας ασφάλειας σε στρόφιγγα του πεπρωμένου του σιωνισμού. Είναι εντελώς διαφορετικό τώρα όσον αφορά το πλαίσιο, τη σφοδρότητα και τη σημασία του. Απλώς σκεφθείτε τους νέους παράγοντες που περιβάλλουν το πρόβλημα με μια πολιτική σημασία πρωτοφανούς βαρύτητας – και θα μπορούσα να προσθέσω εκατοντάδες άλλους: την αντι-σιωνιστική πολιτική που ακολουθεί η εντολοδόχος κυβέρνηση στη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, την εξάλειψη του ευρωπαϊκού εβραϊσμού με την πρόθυμη συνδρομή του αναγνωρισμένου ηγέτη των Παλαιστινίων Αράβων, τη σύσταση ενός Αραβικού Συνδέσμου δραστήριου και ενωμένου μόνο στη μάχη κατά του σιωνισμού, τον απαίσιο πόλεμο του Μπέβιν [σ.τ.μ.: ο Ερνεστ Μπέβιν ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας] κατά των Εβραίων, την κρίση στη Βρετανία και τα πολιτικά και οικονομικά επακόλουθά της, τη δημιουργία των ένοπλων δυνάμεων στα γειτονικά κράτη. […]


Μπορούμε να ορθώσουμε το ανάστημά μας σε οποιαδήποτε επίθεση εξαπολυθεί από την Παλαιστίνη ή από τα σύνορά της, περισσότερο όμως δυνητικά παρά [ακόμη] στην πραγματικότητα. Η μεταστροφή από το δυνητικό στο αληθινό αποτελεί τώρα τον μεγάλο πονοκέφαλό μας. Θα σημάνει την ταχύτατη, ευρύτατη κινητοποίηση, εδώ και στο εξωτερικό, και τον συντονισμό των πηγών μας όσον αφορά τα οικονομικά και το ανθρώπινο δυναμικό, της επιστήμης και της τεχνολογίας μας, της πολιτικής μας αντίληψης. Πρέπει να είναι μια συνολική προσπάθεια, χωρίς φειδώ από κανέναν.


Καθήκον αυτής της συνέλευσης είναι να αποφασίσει για ένα σχέδιο άμυνας που θα κάνει την οικονομία μας, τη δημόσια ζωή μας και την εκπαίδευσή μας να συμμορφωθούν στις άμεσες ανάγκες.


Υπάρχει η πιθανότητα – πόσο κοντά χρονικά δεν μπορώ να πω, πολύ υπαρκτή όμως – να μας ρουφήξει το πολιτικό κενό. Η πολιτική κυριαρχία αποστρέφεται το κενό. Αν δεν το καταλάβουμε, θα το κάνουν άλλοι. Ας αποβάλουμε μια για πάντα την ψευδαίσθηση ότι άλλοι θα κάνουν θελήματα για εμάς, όπως η Βρετανία υποσχέθηκε πριν από 27 χρόνια. Η αντιπαράθεση που παρότρυνε το κίνημά μας αυτή την τελευταία δεκαετία – το «να γίνει ή να μη γίνει» της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης – είναι τώρα άσκοπη. Θα έπρεπε να είναι κάποιος μισότυφλος δέκα χρόνια πριν για να μη δει ότι η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης διαλυόταν, η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης όπως ήρθαμε ειδικότερα να την ερμηνεύσουμε στην Παλαιστίνη: μια μορφή διοίκησης εκχωρηθείσα από τα Εθνη προκειμένου να διευκολύνουν την είσοδο και την εγκατάσταση των Εβραίων για όσο χρόνο οι Εβραίοι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να σταθούν μόνοι στη γενέτειρά τους και να διεξαγάγουν το έργο της διακυβέρνησης βάσει της πλειοψηφίας. Μερικοί, αναμφίβολα με τις καλύτερες των σιωνιστικών προθέσεων, θέλησαν να στρέψουν την πλάτη τους στην αλήθεια, παρ’ όλο που είχε διακηρυχθεί προ πολλού και κατηγορηματικά από τη Βρετανία και αναγνωρισθεί από την Επιτροπή Εντολών το γεγονός ότι η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είχε καταστεί δυσεφάρμοστη άπαξ η επιτροπή η ίδια επείσθη ότι ήταν [δυσεφάρμοστη]…


Τώρα εκδίδεται η τελική απόφαση από τα Ηνωμένα Εθνη και την Επιτροπή Εντολών. Πρόκειται να δοθεί ένα τέλος στην εντολή. […] Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη Γενική Συνέλευση. Μπορεί να μην αποφασίσει καθόλου, ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο: η Επιτροπή Εντολών είναι καταδικασμένη, όχι μόνο η Βρετανική Επιτροπή Εντολών αλλά η αρχή της [αυτή καθαυτή]. Δεν υπάρχει ούτε προοπτική ούτε πρόταση να αντικατασταθεί η Βρετανία ως εντολοδόχος από μια άλλη δύναμη ή ένα διεθνές σώμα – σε κάθε περίπτωση πιστή στον σιωνισμό και στις αρχές και στους στόχους οι οποίοι διαμόρφωσαν τη Βρετανική Επιτροπή Εντολών πριν από ένα τέταρτο του αιώνα.


Είτε μας αρέσει είτε όχι, υπάρχει ένα ανάγλυφο συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να καταλήξουμε – αν η διοίκηση πρέπει να βρίσκεται στην Παλαιστίνη, για χάρη του εποικισμού και της διευθέτησης, τα οποία είναι αδιανόητα σε ένα κενό, θα είναι ολοδική μας ή καθόλου. Αυτή, στο καλό και στο κακό, είναι η σπουδαιότητα των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων, εξωτερικών, παγκόσμιων, ισχυρότερων από κάθε βούληση ή δική μας επενέργεια.


Ειδικότερα τώρα, σύμφωνα με τις εισηγήσεις των πραγματογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών: υπήρχαν 11 ομόφωνες εισηγήσεις, εκ των οποίων μόνο οι τέσσερις πρώτες πρέπει εδώ να μας απασχολήσουν επειδή η εκτέλεσή τους – και η βρετανική κυβέρνηση έχει πει ότι τις αποδέχεται – συνεπάγεται την εκ μέρους μας ανάληψη νέων και δύσκολων ενεργειών, τις οποίες δεν θα αναλαμβάναμε όσο θεωρούσαμε ότι οι άλλοι θα μπορούσαν να διαχειριστούν την Παλαιστίνη επ’ ωφελεία μας.


Τα πορίσματα είναι τα ακόλουθα:


– Η οριστική παύση της Επιτροπής Εντολών στη συντομότερη εφικτή ημερομηνία.


– Η συντομότερη υλοποιήσιμη εκχώρηση ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη επί τη βάσει ότι οι Αραβες και οι Εβραίοι, έπειτα από μια κηδεμονία 25 και πλέον ετών, επιθυμούν να μεταφράσουν τις εθνικές τους βλέψεις σε πράξη και αναμφίβολα καμία διευθέτηση δεν θα γίνει αποδεκτή από τις δύο πλευρές, έστω με την ελάχιστη προθυμία, αν δεν συνεπάγεται ταχεία ανεξαρτησία.


– Μια σύντομη μεσοβασιλεία ώστε να δημιουργηθούν τα προαπαιτούμενα για μια πλήρη εθνική κυριαρχία.


– Η μεταβατική διοίκηση να είναι υπόλογη στα Ηνωμένα Εθνη, ένας σύνδεσμος που αντιπροσωπεύει τους ουσιώδεις παράγοντες εξαναγκασμού εκεί όπου κάθε σχέδιο είναι αναπόφευκτο να γίνει μη δημοφιλές σε Εβραίους και Αραβες εξίσου.


Μπορεί να απορρίπτουμε την ιδέα μιας διάδοχης Επιτροπής Εντολών. Επειτα από διάστημα μικρότερο των τριών ετών η Παλαιστίνη πρόκειται να γίνει ανεξάρτητη. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του θα προετοίμαζε μια γρήγορη εκκένωση του στρατού και της διοίκησης. Αν υπάρξει εν τέλει μια άνευ συμφωνίας διευθέτηση, θα υπονοούσε ότι κάποιος άλλος θα την εφάρμοζε. Με άλλα λόγια, ο βρετανικός έλεγχος θα σταματούσε αμέσως μόλις ένας νέος ανάδοχος εμφανιζόταν.


Υπάρχουν δύο προτάσεις ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών: η πρόταση της πλειοψηφίας να δημιουργήσει δύο κράτη και της μειοψηφίας να δημιουργήσει ένα ομοσπονδιακό ή, στη σιωνιστική φρασεολογία, ένα διεθνικό κράτος.


Η πρόταση της μειοψηφίας ενδίδει στη θορυβώδη θεωρία που αφορά την εγγύηση της ισότητας μεταξύ των δύο εθνών και του ιστορικού τους συνδετικού κρίκου με μια κοινή πατρίδα, δεν δικαιολογεί όμως κανένα απτό συμπέρασμα. Αντ’ αυτού πίσω από αυτό βρίσκεται η άρνηση της μακραίωνης σύνδεσής μας με την Παλαιστίνη. [Η πρόταση της μειοψηφίας] υποκαθιστά για την ισότητα μεταξύ Αράβων και ημών το προβάδισμα των Αράβων σε όλα, ακόμη και στη μετανάστευση, και εν συντομία δημιουργεί ένα αραβικό κράτος, στα ψεύτικα φτερά του διεθνισμού.


Το ομόσπονδο κράτος συμπεριλαμβάνει μια εβραϊκή περιοχή στην οποία έχει δοθεί το όνομα του «εβραϊκού κράτους». […]


Θα υπάρχουν δύο κοινοβούλια: ένα εκλεγμένο κατ’ αναλογία και επομένως εξουσιαζόμενο από την αραβική πλειοψηφία, το άλλο βασισμένο σε ίση εκπροσώπηση. Για να περάσει ένα μέτρο ως νόμος πρέπει να συγκεντρώσει πλειοψηφία και στα δύο κοινοβούλια· αν όχι, τότε θα αποφάσιζε μια διαιτητική επιτροπή τριών Αράβων και δύο Εβραίων και η απόφαση θα εξελισσόταν σε νόμο. Ο πρόεδρος του κράτους θα εξελέγετο από την αραβική πλειοψηφία και των δύο κοινοβουλίων σε κοινή συνεδρίαση.


Καθ’ υπέρβασιν αυτού επινοήθηκε ένα ανώτατο δικαστήριο με ευρεία δικαιοδοσία προκειμένου να ερμηνεύει το Σύνταγμα και γνωρίζουμε σε τι μπορεί η ερμηνεία να οδηγήσει. Θα αποφαινόταν κατά πόσον ένας ομοσπονδιακός ή «κρατικός» νόμος είναι συμβατός με το Σύνταγμα και σε περιπτώσεις αντίθεσης θα γνωμάτευε ανάμεσα στους τοπικούς και στους ομοσπονδιακούς νόμους. Η κρίση του δεν θα επεδέχετο έφεση. Θα είχε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, μια εξασφαλισμένη αραβική πλειοψηφία ή τουλάχιστον [πλειοψηφία] τεσσάρων προς ένα. Η πλειοψηφία αυτή θα μπορούσε να ερμηνεύσει και να ασκήσει αρνησικυρία στους νόμους του εβραϊκού κράτους όπως θα επιθυμούσε. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με μια αραβική πλειοψηφία, θα μπορούσε να ασκεί πλήρη εξουσία στην εθνική άμυνα, στην εξωτερική πολιτική, στη ρευστότητα, στους ομοσπονδιακούς νόμους, στους πλωτούς διαύλους, στις επικοινωνίες, στις συγκοινωνίες και στη μετανάστευση.


Επομένως ανά πάσα στιγμή η εβραϊκή μετανάστευση θα μπορούσε να τεθεί υπό απαγόρευση. Μόνο στα τρία μεταβατικά χρόνια θα ήταν διασφαλισμένη και τότε μόνο στην εβραϊκή περιφέρεια σε αριθμούς που δεν θα υπερέβαιναν την οικονομική της δυνατότητα και όχι απαραίτητα σε πλήρη απορροφητική έκταση· θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα των πολιτών της εβραϊκής περιφέρειας καθώς και ο ρυθμός της φυσικής αύξησης. Και όλα αυτά όπως θα καθορίζονταν από μια επιτροπή εννέα ατόμων, τριών Εβραίων, τριών Αράβων και τριών εκπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών.


Η νομική ευθύνη για τους μετανάστες στη διάρκεια της τριετίας θα βάρυνε τη Γισούβ. Η εβραϊκή υπηρεσία εξαφανίζεται. Από εκεί και μετά η μετανάστευση βρίσκεται στα χέρια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όπως έχω εξηγήσει, και αυτό είναι σαν να λέμε [ότι βρίσκεται] στα χέρια μιας αραβικής πλειοψηφίας. […]


Το καθεστώς δεν πρέπει να συνεχιστεί: έχει καταδικασθεί από όλον τον κόσμο. Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πότε θα αποχωρήσουν στην πραγματικότητα οι Βρετανοί – σε τρεις μήνες, τρία χρόνια ή τριάντα, κανένας δεν μπορεί να πει. Γνωρίζουμε προσωρινές κατοχές που διήρκεσαν εξήντα. Ας μην είμαστε λοιπόν ούτε υπεραισιόδοξοι ούτε κατηφείς. Μας ενδιαφέρει καίρια η Βρετανία να μην εξακολουθήσει, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, να εφαρμόζει την πολιτική του White Paper. Αυτό που επιθυμούμε είναι μαζική μετανάστευση. Η πρόταση της πλειοψηφίας προνοεί για την είσοδο 6.250 ατόμων μηνιαίως στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που ξεκινά από την 1η Σεπτεμβρίου 1947. Εχουμε έναν λογαριασμό να τακτοποιήσουμε με τη Βρετανία για τον αποκλεισμό χιλιάδων Εβραίων από τότε που έκανε την εμφάνισή του το White Paper και ίσως αφήσουμε την ιστορία να κάνει αυτή τη διευθέτηση. Ανοίγει όμως ένα νέο κεφάλαιο – το τρέχον κεφάλαιο του τι μέλλει γενέσθαι στη μετανάστευση τώρα: αυτόν τον μήνα, αυτόν τον χρόνο, τον επόμενο χρόνο. Για εμάς, τώρα, δεν θα υπάρχει ανοχή της πολιτικής του White Paper ούτε για μια στιγμή μετά τη λήξη της Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, γιατί είναι απογυμνωμένη από κάθε διεθνή συγκατάθεση, συνταγματικά και ηθικά αβάσιμη.


Επιπρόσθετα πρέπει πάση θυσία να εμποδίσουμε τα επακόλουθα χάους και αναρχίας.


Για να συνοψίσω, είναι μόνο ζήτημα υλοποίησης τόσο για τα Ηνωμένα Εθνη όσο και για εμάς. […] Η Βρετανία μάς διαβεβαιώνει ότι δεν θα εφαρμόσει οποιαδήποτε απόφαση των Ηνωμένων Εθνών, αλλά ούτε ότι θα εναντιωθεί σε οποιαδήποτε [απόφαση] ώστε να απαλλαγεί από το συνακόλουθο καθήκον. Επομένως λέμε στον κόσμο ότι εμείς οι ίδιοι θα την απαλλάξουμε από τα καθήκοντά της, ότι είμαστε πρόθυμοι, ικανοί και έτοιμοι να αναλάβουμε τα ηνία της κυβέρνησης αμέσως.


Είμαστε δύο – οι εκλεγμένοι από τον εβραϊκό λαό και οι εκλεγμένοι από το Γισούβ. Μόνο του κανένα εκ των δύο δεν μπορεί να φέρει εις πέρας το καθήκον. Το Γισούβ πράγματι είναι επίσης τμήμα του λαού αλλά έχει τόσο άμεση έγνοια ότι πρέπει εδώ επίσης να είναι εμπροσθοφυλακή, όπως ήταν πριν, στην ανοικοδόμηση του Ισραήλ και στη δικαίωση του σιωνισμού. Αυτό δεν είναι όμως προσωπικό θέμα ημών που ζούμε στην Παλαιστίνη. Η πλειοψηφία της Επιτροπής το αντιμετωπίζει ως ζήτημα του παγκόσμιου εβραϊσμού και παρομοίως, νομίζουμε, [το αντιμετωπίζει] η κοινή γνώμη γενικότερα.


Η πλειοψηφία διατύπωσε τα συμπεράσματά της υπό τον αντίκτυπο δύο συγκλονιστικών αποκαλύψεων. Πρώτον, διαπίστωσε εδώ όχι απλώς άλλο ένα κεμπίλα [σ.τ.μ.: ποίμνιο], αλλά τον πυρήνα ενός εβραϊκού έθνους, ένα εβραϊκό κράτος σε εμβρυϊκή κατάσταση. Δεύτερον, τα λόγια που διημείφθησαν με έναν άγνωστο Εβραίο σε ένα στρατόπεδο της Ευρώπης που δεν κατονομάζεται, λόγια που θα έπρεπε να αναμεταδοθούν σε κάθε ομιλούμενη γλώσσα, μια απλή ιστορία για τα βάσανα του παρελθόντος και του γιατί επιθυμεί να έλθει εδώ και πουθενά αλλού. Ετσι η Επιτροπή έμαθε ότι η αλάια [σ.τ.μ.: η μετανάστευση στο Ισραήλ] δεν είναι ρηχή υποταγή στη σιωνιστική προπαγάνδα, αλλά μια βαθιά στοιχειώδης τάση που αντιστέκεται στον θάνατο.


Τα μέλη το είδαν αυτό ξανά με τα ίδια τους τα μάτια στα πλοία που κουβαλούσαν στην Παλαιστίνη τους εξόριστους και τους φονευθέντες, σε στρατόπεδα που προσέφεραν καταφύγιο σε εκείνους που εβάλλοντο πανταχόθεν. Υπήρχε ωστόσο ένα τρίτον τι – και μια προσεκτική μελέτη της αναφοράς το αναδεικνύει: η ύπαρξη μιας διεθνούς δέσμευσης προς τους Εβραίους, η τρεμάμενη γαλήνη από μια σπίθα συνείδησης στον κόσμο, η καθολική αναγνώριση ότι η δέσμευση πρέπει να τιμηθεί, ακόμη και μόνο εν μέρει, ακόμη και αν αντικείμενό της ήταν μόνο ένας αβοήθητος, άστεγος, άπατρις ανθρωπάκος.


Σύμπας ο εβραϊσμός ήταν αυτό το αντικείμενο, όχι μόνο το Γισούβ, σύμπας ο εβραϊσμός εισήλθε στην πατρίδα, σύμπας ο εβραϊσμός αποζητεί την ανεξαρτησία. Λοιπόν, ας απαιτήσει επίσης σύμπας ο εβραϊσμός να δημιουργηθεί μια μεταβατική εβραϊκή κυβέρνηση προκειμένου να ασκήσει μια μεταβατική πολιτική υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών και με την από εκεί συνδρομή και πρωτίστως [να ασκήσει] μια μεταβατική πολιτική μιας μεγάλης κλίμακας μετανάστευσης και απόσυρσης του White Paper. Αν στο μεταξύ διατυπωνόταν μια τελική πολιτική που θα μπορούσαμε να αποδεχθούμε, θα ξεκινούσαμε με αυτήν παρομοίως.


Οχι άλλες διαμαρτυρίες και φωνασκίες, όχι άλλη μια ημέρα ενός κενού στη θεωρία, στη δικαιοδοσία και στην ηθική. Θα επωμισθούμε μόνοι μας τη σημαντική ευθύνη, αν και δεν έχουμε δοκιμαστεί στην τέχνη και στο καθήκον της εθνικής κυριαρχίας τα τελευταία 1.800 χρόνια. Η πίεση θα είναι τρομακτική. Υπάρχει ένας ντόπιος «μνηστήρας» του θρόνου που υποστηρίζεται από εκατομμύρια κοινού φρονήματος και ρητορικής. Ανάμεσα όμως στη συναίνεση, στο White Paper [από τη μια πλευρά], με τις κλειδωμένες θύρες του και τη φυλετική μεροληψία του, και [από την άλλη πλευρά] στην ανάληψη κυρίαρχης εξουσίας μπορεί, στην πραγματικότητα, να υπάρξει μόνο μία επιλογή. Ισως είμαστε ανέτοιμοι, ανώριμοι – αλλά τα γεγονότα δεν θα μας περιμένουν. Το διεθνές πρόγραμμα δεν θα συγχρονιστεί με το δικό μας. Εχουμε θέσει το ζήτημα και πρέπει να το επιλύσουμε. Σας έχω πει πώς: Εποπτευόμενοι από τα Ηνωμένα Εθνη, βοηθούμενοι από τα Ηνωμένα Εθνη, αλλά εν ονόματί μας, υπόλογοι στους εαυτούς μας, με τις δικές μας προσόδους.


Και κάτι ακόμη. Αν έχουμε φθάσει στο άνοιγμα των δρόμων, ας τους ανοίξουμε τουλάχιστον με αξιοπρέπεια και όχι με την αποξένωση των τελευταίων χρόνων. […] Δεν έχουμε συγχωρήσει το Κόμμα των Εργατικών για τις δεσμευτικές του υποσχέσεις ούτε πρόκειται, δεν θα το θερμοπαρακαλέσουμε όμως να θέσει σε εφαρμογή μια νέα πολιτική ενάντια τόσο στην προδιάθεση όσο και στην ικανότητά του. Ωραία και καλά – οι Βρετανοί νίπτουν τας χείρας τους και αποχωρούν! Πορευθείτε εν ειρήνη, λέμε εμείς· μπορούμε να τα καταφέρουμε στη στιγμή – αν μόνο μας αφήσετε ήσυχους.


Η σύσταση μιας εβραϊκής κυβέρνησης δεν θα είναι αρκετή. Ούτε η άμυνα [έστω και αν είναι], απροσμέτρητα ισχυρότερη και περισσότερο σύγχρονη από καθετί πρόχειρο τα τελευταία 70 χρόνια, ούτε και η επιτυχία σε αυτή [την άμυνα], όπως είμαι σίγουρος ότι θα την επιτύχουμε, ακόμη και αυτή δεν θα είναι αρκετή.


Το βρετανικό επεισόδιο ήταν σημαντικό, αλλά παροδικό: εγγενώς και από την αρχή, εφήμερο. Η Επιτροπή Εντολών υπήρξε ένα προσωρινό πράγμα, όπως ήταν και οι δεσμεύσεις της. Η συνεργασία που υποσχέθηκε ήταν φευγαλέα, ελπίζουμε ότι και η διένεξη που προκάλεσε θα είναι το ίδιο εφήμερη. Δεν μπορούμε όμως να κρίνουμε τις δοσοληψίες με τους Αραβες με αυτόν τον τρόπο.


Αυτή είναι η γενέτειρα γη μας· δεν επιστρέφουμε σε αυτήν ως αποδημητικά πουλιά. Βρίσκεται όμως σε μια περιοχή που έχει καταβροχθισθεί από αραβόφωνους λαούς, κυρίως οπαδούς του Ισλάμ. Τώρα, αν ποτέ, πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να κάνουμε ειρήνη μαζί τους· πρέπει να επιτύχουμε συνεργασία και συμμαχία επί ίσοις όροις. Ενθυμούμενοι τι λένε οι αραβικές αντιπροσωπείες από την Παλαιστίνη και τους γείτονές της στη Γενική Συνέλευση και σε άλλα μέρη, οι συνομιλίες αραβοεβραϊκής φιλίας ηχούν ανέφικτες, επειδή οι Αραβες δεν τις επιθυμούν, δεν θα καθήσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί μας, επιθυμούν να μας συμπεριφερθούν όπως στους Εβραίους της Βαγδάτης, του Καΐρου και της Δαμασκού.


Αυτή είναι η στάση που διακηρύσσεται επισήμως και δεν πρέπει να περιφρονείται. Σημαντικές δυνάμεις στην περιοχή των Αράβων και πέρα από αυτήν την υποστηρίζουν. Δεν θα έπρεπε ούτε να την υποτιμήσουμε ούτε να πανικοβληθούμε από αυτήν. Ως εβραίοι και περισσότερο ως σιωνιστές πρέπει να διακατεχόμαστε από ευδιάθετη αισιοδοξία και να απομακρύνουμε την αποθάρρυνση. Τα βασικά γεγονότα είναι οι σύμμαχοί μας και καμιά αλληλουχία γεγονότων δεν μπορεί να τα κλονίσει ή να τα αλλάξει: η τραγωδία των Εβραίων, η ερήμωση της πατρίδας, ο αδιάσπαστος δεσμός μας με αυτήν, η δημιουργικότητά μας – αυτά μας έφεραν ως εδώ, είτε άλλα πράγματα βοήθησαν ή παρεμπόδισαν.


Υπάρχουν επίσης βασικά γεγονότα στην αραβική περιοχή, όχι μόνο τα εφήμερα, και η κατανόησή τους θα έπρεπε να διώξει την απαισιοδοξία μας. Είναι οι ιστορικές ανάγκες των Αράβων και των κρατών τους. Οι ανάγκες ενός λαού δεν είναι πάντα σαφείς, οι εκπρόσωποί τους μπορεί να μην ενδιαφέρονται πάντα για αυτές, δεν μπορούν όμως να συγκαλύπτονται για πολύ, τελικά βγαίνουν διογκωμένες στην επιφάνεια σε έκφραση και ικανοποίηση.


Η ιστορία στάθηκε σκληρή απέναντί μας, ίσως, δημιουργώντας επαχθείς συνθήκες οι οποίες περιπλέκουν την παλιννόστηση. Εχει όμως επίσης δημιουργήσει συνθήκες, οι οποίες, στην τελική τους κατάληξη, όχι μόνο θα επιτρέψουν, αλλά θα υποχρεώσουν τον Αραβα και τον Εβραίο να εργασθούν μαζί, επειδή χρειάζονται και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Μόνο δύο παραδείγματα. Η Αίγυπτος είναι η μεγαλύτερη χώρα στον αραβικό κόσμο και στον Αραβικό Σύνδεσμο. Περισσότερα από τρία τέταρτα του πληθυσμού της είναι φελάχοι με μέσο μηνιαίο εισόδημα μιας στερλίνας· τα εννέα δέκατα των φελάχων πλήττονται από ασθένειες και εκτός ενός ποσοστού 5% οι υπόλοιποι είναι αναλφάβητοι. Δεν μπορείτε να συνεχίσετε να ταΐζετε επ’ άπειρον αυτόν τον λαό με αντι-εβραϊκή υποκίνηση.


Το Ιράκ είναι τρεις φορές μεγαλύτερο [σε μέγεθος] από τη Βρετανία· από τα 450.000 τετραγωνικά του χιλιόμετρα, μόνο τα 67.000 καλλιεργούνται· ύστερα από 25 χρόνια ανεξαρτησίας, το 85% του πληθυσμού είναι αναλφάβητοι, οι μισοί έχουν προσβληθεί από ασθένειες και υπάρχει ένας γιατρός για κάθε 8.500 ανθρώπους. Και [όμως] πρόκειται για μια εκ των πλουσιοτέρων χωρών στον κόσμο, που αρδεύεται από δύο ποταμούς – και τι ποταμούς! Η αντι-εβραϊκή «δίαιτα» δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον ούτε στο Ιράκ.


Δεν θα αναφερθώ στη φαινομενικά ανεξάρτητη Ιορδανία, στη φτώχεια της και στην παραμέληση που πολλοί εξ ημών την επισκέφθηκαν και γνωρίζουν.


Ενα τελευταίο γεγονός. Από το έργο μας στην Παλαιστίνη, από την κοινωνία που κατασκευάζουμε, την οικονομία μας και την επιστήμη, τον πολιτισμό μας και τον ανθρωπισμό, την κοινωνική και δημοσιονομική μας τάξη και από καμία άλλη πηγή πρέπει να έρθει ο διαφωτισμός στους γείτονές μας, επειδή αν δεν μάθουν από εμάς και δεν μοχθήσουν με εμάς, θα βρεθούν να συνεργάζονται με ξένους, ισχυρούς και τυραννικούς.


Αυτοί με τη σειρά τους έχουν πολλά να μας δώσουν, είναι ευλογημένοι με αυτά τα οποία μας λείπουν. Μεγάλες εκτάσεις, άφθονες για τους ιδίους και τα παιδιά των παιδιών τους, ακόμη και αν είναι πολύ πιο γόνιμοι από ό,τι είναι σήμερα. Δεν θα εποφθαλμιούμε τις εκτάσεις τους, ούτε θα εισχωρήσουμε σε αυτές επειδή σκοπεύουμε να αγωνιστούμε να θέσουμε τέλος στη διασπορά στις αραβικές γαίες, όπως αγωνιστήκαμε να την τερματίσουμε και στην Ευρώπη, επιθυμούμε να συγκεντρωθούμε εξ ολοκλήρου στη δική μας γη. Αν όμως αυτή η περιοχή πρόκειται να επεκταθεί πάρα πολύ, πρέπει να υπάρξει αμοιβαιότητα, μπορεί να υπάρξει αμοιβαία συνδρομή – οικονομική, πολιτική και πολιτισμική, ανάμεσα στον Εβραίο και στον Αραβα. Ετούτη είναι η ανάγκη που θα κυριαρχήσει και οι καθημερινές κατηγορίες των ηγετών τους δεν θα πρέπει να μας ανησυχούν υπερβολικά – δεν αντηχούν τα πραγματικά συμφέροντα των αραβικών λαών.


Ο,τι και να γίνει, δεν θα παραιτηθούμε του δικαιώματός μας να ελευθερώσουμε την αλάια [σ.τ.μ.: μετανάστευση στο Ισραήλ], να ξαναχτίσουμε την κατεστραμμένη πατρώα γη μας, να διεκδικήσουμε κράτος. Αν δεχθούμε επίθεση, θα αντεπιτεθούμε. Θα κάνουμε όμως ό,τι είναι στα όρια των δυνάμεών μας να διατηρήσουμε την ειρήνη και να εγκαθιδρύσουμε μια συνεργασία επικερδή και για τους δύο. Τώρα είναι, τώρα και εδώ, από την Ιερουσαλήμ την ίδια, που πρέπει να φθάσει μια έκκληση στα αραβικά έθνη να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον εβραϊσμό και με το εβραϊκό κράτος που είναι μοιραίο [να δημιουργηθεί] και να εργασθούν πλάι πλάι για το κοινό μας καλό, για την ειρήνη και την πρόοδο των κυρίαρχων ίσων. »