Μια πρώην καναδή αστυνομικός, αρκετοί γάλλοι, ελβετοί, έλληνες και αλβανοί υπάλληλοι τριών μη κυβερνητικών οργανώσεων, αστυνομία και εκκλησίες καταλήγουν μετά από τρίχρονη έρευνα ότι οι αλβανοί ανήλικοι που διακινούνταν μέσω Θεσσαλονίκης προς την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είτε έχουν διοχετευθεί προς τη Δυτική Ευρώπη είτε έχουν επαναπατριστεί στην Αλβανία. Επί αρκετά χρόνια οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης) καλλιεργούσαν την υπόθεση ότι εκατοντάδες παιδιά που είχαν διακινηθεί στην Ελλάδα ως το 1999 εξαφανίστηκαν από τη χώρα μας την τελευταία διετία, επειδή πουλήθηκαν για να ληφθούν από παράνομα κυκλώματα τα όργανά τους. Τον Οκτώβριο του 1999 η πρώην καναδή αστυνομικός Ναταλί Χέπελ ξεκίνησε μια έρευνα για την παράνομη διακίνηση ανηλίκων από την Αλβανία στην Ελλάδα. Η έρευνα αφορούσε περισσότερα από 1.000 Αλβανάκια που είχαν διακινηθεί από τις πόλεις Μπεράτι, Κορυτσά και Ελμπασάν κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη και από εκεί προς ολόκληρη την Ελλάδα με σκοπό την εκμετάλλευσή τους στην επαιτεία. Σε μια δεύτερη φάση της έρευνας τον Οκτώβριο του 2001 ο συνολικός αριθμός των παιδιών που είχαν διακινηθεί μόνο από τις πόλεις Κορυτσά και Ελμπασάν προσέγγιζε τις 3.000. Παράλληλα η ομάδα έρευνας διαπίστωσε μια δυσαναλογία μεταξύ του αριθμού των παιδιών που είχαν διακινηθεί από τις αλβανικές πόλεις προέλευσης και τον εξαιρετικά χαμηλό αριθμό παιδιών που εμφάνιζε το ίδιο διάστημα η δημόσια εικόνα των ελληνικών μεγαλουπόλεων. Τι είχαν γίνει τα παιδιά;


Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα παιδιά διοχετεύθηκαν σε 4 κατευθύνσεις:


* Σε αγροτικές ασχολίες της ελληνικής επαρχίας.


* Σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Σαν χώρες προέλευσης από την Ελλάδα αναφέρονται το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ελβετία, η Γερμανία και η Βρετανία. Χίλιες πεντακόσιες τέτοιες περιπτώσεις είχαν εντοπιστεί από τις αστυνομικές αρχές στις ευρωπαϊκές χώρες το φθινόπωρο του 2001, με εξαίρεση το Βέλγιο όπου οι μισές ανήλικες πόρνες είναι Αλβανές.


Στην Ελλάδα ο αριθμός αυτών των παιδιών έφθανε το 2001 τις 6.000 αλλά μόνο 1.000 από αυτά τα παιδιά ανήκαν στην κατηγορία της έρευνας. Σύμφωνα με στοιχεία του ιταλικού υπουργείου των Εξωτερικών, 168 παιδιά αυτής της κατηγορίας βρέθηκαν δολοφονημένα στην Ιταλία μόνο το 2000.


* Από το 1998 ως το τέλος του 2000 συγκεντρώθηκαν περίπου 700 παιδιά από την Ελληνική Αστυνομία σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα αλλά από αυτά μόλις 2 έγινε δυνατό να επαναπατριστούν στην Αλβανία.


* Από το τέλος του 2000 ως σήμερα χάρη στην προσπάθεια της ελληνικής μη κυβερνητικής οργάνωσης «Φιλοξενία» επαναπατρίστηκαν άλλα 10 παιδιά, 4 από τα οποία κατέθεσαν, με τη μορφή προσωπικής μαρτυρίας, στη UNICEF τις εμπειρίες τους:


* Οι μαρτυρίες των αγοριών


Ο 15χρονος Ελτον από το Ελμπασάν – όλα τα παιδιά που κατέθεσαν είναι από αυτή την πόλη – είπε ότι ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 6 ετών. «Από τότε ξαναπήγα πολλές φορές στην Ελλάδα, τις περισσότερες φορές με τα πόδια… Ζητιάνευα στα φανάρια, έπλενα αυτοκίνητα και πουλούσα χαρτομάντιλα, έκανα όλες τις δουλειές για να ζήσω. Τον περισσότερο καιρό ζούσαμε στο δρόμο. Βγάζαμε από 10.000 ως 20.000 δραχμές την ημέρα και τις μοιραζόμασταν… Είχα προβλήματα με την Ελληνική Αστυνομία που σε δύο περιπτώσεις μάς έδειρε… Και οι εργοδότες μάς έδερναν στα χωριά όταν τους λέγαμε ότι τη συγκεκριμένη μέρα θέλαμε να παίξουμε και να μην πάμε για δουλειά». Ο Ελτον ενθαρρύνθηκε από τη μητέρα του να κάνει αυτή τη δουλειά: «Ο πατέρας μου ήταν στη φυλακή και χρειαζόμασταν χρήματα». Ο Ελτον 16 ετών πηγαίνει σήμερα στην Ε’ τάξη σε σχολείο της γενέτειράς του.


Ο 15χρονος Σπετίμ κατέθεσε ότι ο διακινητής του του «έβαζε» ημερήσιους «στόχους» στη ζητιανιά στα φανάρια. «Δεν έχει ψωμί σήμερα» μας έλεγε αν δεν φέρναμε τα λεφτά που έπρεπε. Το «αφεντικό» έφτανε στο σημείο να πει: «Κλέψτε, κάντε ό,τι μπορείτε, εμένα με ενδιαφέρει να φέρετε τα χρήματα». Και ο Σπετίμ κατήγγειλε κακομεταχείριση από την Αστυνομία.


Ο 16χρονος Αρτάν ήρθε σε ηλικία 5 ετών για πρώτη φορά στην Ελλάδα. «Κατέφυγα σε ορφανοτροφείο επειδή δεν άντεχα το ξύλο του διακινητή κάθε φορά που δεν έφερνα τα χρήματα του «ημερήσιου στόχου». Η Αστυνομία γνώριζε τι κάναμε, ήταν πάντα γύρω μας».


* Οι εμπειρίες των κοριτσιών


Ενα μήνα μετά τις πρώτες καταθέσεις των αγοριών, η UNICEF πήρε, τον Ιούνιο του 2001, καταθέσεις από τρία κορίτσια της ίδιας ηλικίας. Η κατάθεση της 14χρονης Ελα επιβεβαιώνει πλήρως τις καταθέσεις των αγοριών: «Πήγα στην Ελλάδα περπατώντας… Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν συναισθηματικά φορτισμένο επειδή ήταν επικίνδυνο. Οταν βλέπαμε την Αστυνομία πηδάγαμε στα ρέματα…


… Συνήθως καταλήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να φοράμε το χειμώνα χοντρά ρούχα, για να μας λυπούνται οι Ελληνες και να μας δίνουν χρήματα. Ζητιανεύαμε έξω από ντίσκο, κλαμπ και στα φανάρια. Μια μέρα το «αφεντικό» μέτρησε τα χρήματα μόλις γυρίσαμε στο σπίτι που μέναμε και έδειρε τη φίλη μου Ρουντίνα επειδή είχε συγκεντρώσει μόλις ένα πεντακοσάρικο… Με χτύπησε ένα αυτοκίνητο σε κάποιο φανάρι και έσπασα το πόδι μου. Με μετέφεραν στο νοσοκομείο και μου έδωσαν «Σέρουμ». Η Αστυνομία με συμβούλευσε να μη ζητιανεύω στα φανάρια επειδή ήταν πιο επικίνδυνο αλλά να προτιμώ ντισκοτέκ και κλαμπ. Δεν είπα στη μητέρα μου για το ατύχημα αλλά το έμαθε από ένα γειτονόπουλο και τότε αναγκάστηκα να φύγω επειδή το «αφεντικό» μού είπε ότι δεν ήταν σε θέση να με κρατήσει πια…


… Εδινα όλα τα χρήματα στο «αφεντικό» επειδή δεν είχα τη δυνατότητα να τα κρύψω, όπως μου ζητούσε να κάνω η μητέρα μου. Μία φορά που πήγα να κρύψω τα χρήματα από αυτόν με έπιασε η Αστυνομία και μια άλλη φορά το «αφεντικό» απείλησε ότι θα με «πουλήσει» σε άλλον αν δεν του έδινα τα χρήματα…».


Η Ελα όταν γύρισε στην Αλβανία δεν μιλούσε τη μητρική της γλώσσα παρά μόνο ελληνικά. «Εγραφα με μεγάλα γράμματα επειδή δεν ήξερα να γράφω».