«Οι διεφθαρμένοι τραπεζίτες δεν μπαίνουν, βλέπετε, στη φυλακή!..»




«Πρέπει να μείνουμε ενωμένοι». Καθόμουν μαζί με τον Αλ Καπόνε στο ευρύχωρο γραφείο του τέταρτου ορόφου, στη νοτιοανατολική πλευρά του ξενοδοχείου «Lexington» του Σικάγου. Ηταν λίγο μετά τις 4.00 το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη. Τα πεζοδρόμια ακριβώς από κάτω ήταν γεμάτα αστυνομικούς, ένστολους και με πολιτικά· μπορούσες να διακρίνεις τα όπλα τους. Το τελευταίο εικοσιτετράωρο είχαν «χτενίσει» αρκετές φορές τα στέκια της Μαφίας. Ο Πατ Ρος ήθελε πάση θυσία να πιάσει τον βασιλιά. Ηταν ο διακαής πόθος του και ο Πατ Ρος δεν ήταν όποιος κι όποιος, ήταν ο εισαγγελέας. Μέσα σε όλα είχε γίνει και η απαγωγή. Θύμα κάποιος Λιντς, εκδότης φυλλαδίων για τα στοιχήματα του ιπποδρόμου. Οι φήμες έλεγαν ότι οι απαγωγείς ζητούσαν 250 «χήνες» για να τον αφήσουν ελεύθερο. Βέβαιη ότι ο Καπόνε όλο και κάτι θα ήξερε για το θέμα, η αστυνομία του Σικάγου ζήτησε τη συνεργασία του βασιλιά. Η Αυτού Μεγαλειότητά του αποδέχθηκε ευγενικά την πρόταση και ο Λιντς δεν άργησε να δώσει σημεία ζωής. Χωρίς ούτε καν να χρειαστεί να καταβληθούν λύτρα. Υπάρχουν κάποιες βρωμοδουλειές που και αυτός ακόμη ο Αλ Καπόνε δεν ανέχεται και η απαγωγή είναι μία από αυτές. Εγειρε λίγο πάνω στην αναπαυτική πολυθρόνα του γραφείου και άναψε για δέκατη έβδομη φορά το χιλιοδαγκωμένο πούρο του Tampa. Η κουβέντα μας κράτησε περισσότερο από μία ώρα.


«Θα είναι ένας φρικτός χειμώνας» συνέχισε ο Καπόνε. «Ανθρωποι σαν κι εμάς θα αναγκαστούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, και μάλιστα βαθιά στην τσέπη αν θέλουμε να μείνει τίποτε όρθιο. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα κάνει κάτι το Κογκρέσο ούτε ο κύριος Χούβερ ούτε κανείς άλλος. Πρέπει και εμείς με τη σειρά μας να βοηθήσουμε τον κοσμάκη να γεμίσει το στομάχι του και να κρατήσει ζεστό το σπίτι του. Αν δεν το κάνουμε, δεν θα μείνει κανένας ζωντανός. Το γνωρίζετε αλήθεια, κύριέ μου, ότι η Αμερική βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα πρόθυρα μιας κοινωνικής επανάστασης; Ο μπολσεβικισμός ήδη χτυπά την πόρτα μας. Και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να του επιτρέψουμε να περάσει μέσα. Πρέπει να οργανώσουμε τη δράση εναντίον του, να ενώσουμε τα χέρια και να αντισταθούμε. Χρειαζόμαστε κεφάλαια για να καταπολεμήσουμε την πείνα».


Ακουσα καλά; Μήπως έχω αρχίσει και τρελαίνομαι; Εδώ απέναντί μου σε ένα μεγάλο, μακρύ τραπέζι κάθεται ο πιο τρομερός εγκληματίας του κόσμου.


Είναι πολύ πιο ψηλός απ’ όσο φανταζόμουν και πολύ πιο εύσωμος· ένας γεροδεμένος άντρας με χέρια αρκούδας, κοιλιά καλοζωισμένου τραπεζίτη και εκείνο το αποπλανητικό μειδίαμα των Λατίνων. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, αντί της συνήθους κενής φλυαρίας στην οποία επιδίδονται οι άνθρωποι του είδους του, με βομβαρδίζει με λόγια που ποτέ πριν δεν είχα την τύχη να ακούσω.




«Είναι καθήκον μας να διατηρήσουμε μια Αμερική ακέραιη, μακριά από κάθε κίνδυνο, ελεύθερη από κάθε διαφθορά. Αν οι μηχανές κλέψουν τις δουλειές του εργάτη, πρέπει να του βρούμε έναν άλλο τρόπο να βγάζει το ψωμί του. Ισως να αρχίσει να καλλιεργεί ξανά τη γη και είναι καθήκον μας να τον φροντίσουμε στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου. Είναι χρέος μας να τον κρατήσουμε μακριά από τη λογοτεχνία και τα τεχνάσματα των «κόκκινων», διατηρώντας το μυαλό του καθαρό και υγιές. Διότι, όπου και να έχει γεννηθεί, τώρα είναι Αμερικανός».


Ακούστηκαν τα χαμίνια που διαλαλούσαν στους δρόμους τις ειδήσεις της ημέρας. Ο Αλ Μπράουν, όπως του αρέσει να τον αποκαλούν, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και βάδισε ως το νότιο άκρο του δωματίου. Εβγαλε από ένα έπιπλο ένα ζευγάρι κιάλια, τα τοποθέτησε μπροστά στα μάτια του και διάβασε αργά τον τίτλο μιας απογευματινής εφημερίδας: «Ο Πατ Ρος διαβεβαιώνει ότι πολύ γρήγορα θα συλλάβει τον Καπόνε».


Ενα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Ο Πατ είναι καταπληκτικός τύπος αλλά τρελαίνεται να βλέπει το όνομά του στις εφημερίδες». Δεν μπόρεσα εκείνη τη στιγμή παρά να σκεφθώ: «Αν όντως ο Πατ ενδιαφερόταν να τον συλλάβει, θα το έκανε προτού πεις κύμινο». Οι αμέσως επόμενες κουβέντες του ήρθαν σαν απάντηση σε αυτήν ακριβώς τη σκέψη μου. «Στην πραγματικότητα μοιάζουμε, κύριε Βάντερμπιλτ. Πάντα δέχομαι πολύ περισσότερες επικρίσεις για αυτά που δεν κάνω, παρά επαίνους για τα καλά που κάνω. Αφήστε που με κυνηγούν οι εφημεριδάδες. Κάνουν σαν να είμαι υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται σε αυτόν εδώ τον τόπο». (…)


Θα μπορούσα κάλλιστα να του απαντήσω ότι τίποτε δεν θα με εξέπληττε όσον αφορά τις εγκληματικές δραστηριότητές του, προτίμησα όμως να παραμείνω σιωπηλός. Οπως και να το κάνουμε ο Αλ Καπόνε δεν είναι ο συνηθισμένος τύπος του εγκληματία που κατάφερε να φθάσει ψηλά. Είναι ένας εξαιρετικά ικανός πολιτικός με σπάνιο οργανωτικό νου.


Σε ηλικία 32 ετών είναι η πιο καλογυαλισμένη μηχανή που έχει δει ποτέ αυτός ο τόπος. (…) Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις καθημερινές του υποχρεώσεις έχει στη διάθεσή του ολόκληρο τάγμα από ανθρώπους που δουλεύουν γι’ αυτόν· οι μισθοί τους φθάνουν τις 200.000 δολάρια την εβδομάδα.


Πώς γίνεται ένας τόσο νέος άνδρας να διατηρεί τον έλεγχο μιας τέτοιας οργάνωσης; Του έκανα αυτή την ερώτηση και μου απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό: «Σήμερα ο κόσμος δεν σέβεται τίποτε. Παλιά, σεβόμασταν την αρετή, την τιμή, την αλήθεια και τον νόμο. Είχαμε στη διάθεσή μας σχεδόν 12 χρόνια για να ανορθώσουμε την οικονομία και δείτε σε τι χάος καταφέραμε να μετατρέψουμε ολόκληρη τη ζωή μας. Στη διάρκεια του πολέμου οι νομοθέτες ενέκριναν την 18η Τροπολογία (σ.σ.: περί ποτοαπαγόρευσης). Σήμερα είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που πίνουν στα διάφορα παράνομα ποτοποιεία από όσους κατανάλωναν αλκοόλ μέσα σε πέντε χρόνια την περίοδο πριν από το 1917. Τέτοιος είναι ο σεβασμός που δείχνουν στον εν λόγω νόμο. Ακόμη και έτσι βέβαια στην πλειονότητά τους αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Δεν μπορείς να τους αποκαλέσεις εγκληματίες παρ’ ότι είναι με τη στενή έννοια του όρου».




«…Στις λαϊκές μάζες είναι διάχυτο το αίσθημα ότι η ποτοαπαγόρευση είναι υπεύθυνη για πολλά από τα δεινά που μας ταλανίζουν, ενώ αυξάνονται διαρκώς εκείνοι που στρέφονται κατά του νόμου. Εχουν περάσει 16 χρόνια από τότε που έφτασα στο Σικάγο με 40 δολάρια στην τσέπη. Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκα. Σήμερα παραμένω παντρεμένος και βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα μου. Τότε, έπρεπε να κάνουμε κάτι για να ζήσουμε. Πίστευα ότι χρειαζόμουν περισσότερα από 40 δολάρια. Μου φαινόταν άδικο να απαγορεύεις σε κάποιον να προσπαθήσει να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί. Ο νόμος της ποτοαπαγόρευσης μου φαινόταν και εξακολουθεί να μου φαίνεται ένας νόμος άδικος. Υπό μιαν έννοια είχα μια έμφυτη κλίση προς την παρανομία και υποθέτω ότι θα της παραμείνω πιστός ώσπου να καταργηθεί ο νόμος».


– Πιστεύετε δηλαδή ότι κάποια στιγμή θα καταργηθεί ο νόμος;


«Οπωσδήποτε. Και όταν συμβεί αυτό, θα πρέπει να μην ξέρω πού μου πάν’ τα τέσσερα αν δεν έχω ψάξει να κάνω άλλου είδους μπίζνες. Βλέπετε, κύριε Βάντερμπιλτ, η ποτοαπαγόρευση καλύπτει λιγότερο από το 35% των εσόδων μου».


Η τελευταία του φράση έπεσε σαν κεραυνός. «Πιστεύω ότι ο κύριος Χούβερ θα μπορέσει να προτείνει τον Δεκέμβριο στην αναφορά του προς το Κογκρέσο να αυξηθεί το ποσοστό του αλκοόλ που περιέχεται στα οινοπνευματώδη. Αυτός είναι πραγματικός άσος στο μανίκι του, αν δηλαδή θέλει να βγει ξανά υποψήφιος. Μόνο που ούτε αυτό θα γίνει δεκτό από τον κόσμο. Θα απαιτήσουν να καταργηθεί η ποτοαπαγόρευση και αν ασκήσουν την απαραίτητη πίεση θα καταφέρουν να κατατροπώσουν την Ομάδα κατά των Σαλούν και τους βιομηχάνους που πάχυναν και πλούτισαν σε βάρος της δίψας των άλλων».




«Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο νόμος θα καταργηθεί. Δεν θα χρειάζεται πλέον να δρω υπογείως και θα εξοικονομήσω πολλά λεφτά για τους μισθούς των ανθρώπων που δουλεύουν για μένα. (…) Ο φόβος είναι ο καλύτερος δάσκαλος γι’ αυτούς που δεν σέβονται τίποτε. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που έχω βασίσει πάνω στον φόβο τη δομή ολόκληρης της οργάνωσής μου. Αυτοί που δουλεύουν μαζί μου δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν. Αυτοί που δουλεύουν για μένα είναι πιστοί σ’ εμένα, όχι τόσο για τα φράγκα που βγάζουν αλλά κυρίως γιατί ξέρουν καλά τι μπορούν να πάθουν αν με προδώσουν. Η απειλή που θέτει η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτούς που παραβαίνουν τον νόμο δεν είναι τόσο ισχυρή, περιορίζεται στην απλή φυλάκιση. Οι παραβάτες ξεκαρδίζονται στα γέλια και απλά τρέχουν να «κλείσουν» κανένα καλό δικηγόρο. Οσοι από δαύτους δεν έχουν αρκετά λεφτά, την «πατάνε» και μπαίνουν στη στενή. Οταν γίνεται επιδρομή των μπάτσων σε κανένα παράνομο κατώγι, μερικοί τα κάνουν πάνω τους από τον φόβο τους, οι περισσότεροι όμως το παίρνουν στην πλάκα. Ωστόσο γνωρίζετε κανέναν που να χαίρεται στην ιδέα ότι θα έρθουν να τον πάρουν για ένα μικρό περίπατο ως το Τμήμα;».


Κρεμασμένο στον τοίχο, πίσω ακριβώς από τον βασιλιά, υπήρχε ένα πορτρέτο του Λίνκολν σε μια φτηνή κορνίζα. Εμοιαζε να χαμογελά όλο καλοσύνη. Πάνω στο βασιλικό τραπέζι υπήρχε ακόμη ένα μπρούντζινο πρες παπιέ, αντίγραφο του ανδριάντα του Μεγάλου Απελευθερωτή στο Μνημείο Λίνκολν. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις ότι ο Καπόνε θαύμαζε τον Λίνκολν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.


Ζήτησα τη γνώμη του για τις εκλογές του 1932. «Οι Δημοκρατικοί θα σημειώσουν εκλογική νίκη χωρίς προηγούμενο. Οι μάζες πιστεύουν ότι μόνο έτσι θα μπορέσει να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση. Παρ’ ότι οι γνώσεις μου για τη διεθνή οικονομία είναι πενιχρές, δεν πιστεύω ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Θεωρώ ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος. Αν δεν επιτρέψουμε στους «κόκκινους» να μπλεχτούν στα πόδια μας, η ανόρθωση της οικονομίας θα επιτευχθεί υπό ορισμένες συνθήκες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Οουεν Γιανγκ είναι εκείνος που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει το χρίσμα. Αν όχι, τότε θα το κερδίσει ο Ρούζβελτ, για τον οποίο πιστεύω ότι έχει αρκετή λογική ώστε να κάνει τον Γιανγκ υπουργό των Οικονομικών. Ο Ρούζβελτ είναι καλός άνθρωπος, αλλά φοβάμαι ότι η υγεία του παραείναι εύθραυστη και ένας ηγέτης πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι υγιής». (σ.σ.: Στις εκλογές του 1932 οι Δημοκρατικοί σημείωσαν σαρωτική νίκη με τον κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Φραγκλίνο Ντελάνο Ρούζβελτ.)




Η ειλικρίνεια του Καπόνε ήταν αφοπλιστική. Δεν έδειχνε να προσποιείται και ήμουν σίγουρος ότι δεν μου αράδιαζε παραμύθια για να με εντυπωσιάσει.


Τέσσερις ημέρες νωρίτερα βρισκόμουν στο ράντσο μου στη Νεβάδα. Είχαν περάσει λίγα λεπτά από τη στιγμή που ο γραμματέας μου μού παρέδωσε το τηλεγράφημα. «Συνάντηση στο Σικάγο την Τετάρτη το πρωί στις 11.00. Τηλεφωνήστε στο γραφείο μου μόλις φτάσετε». Το υπέγραφε ένας γνωστός δικηγόρος από τα μεσοδυτικά. Μετά βίας είχα χρόνο να ετοιμάσω τα πράγματά του και να πάρω το πρώτο πρωινό τρένο για Σικάγο.


Φθάνοντας στην πόλη διάβασα στις εφημερίδες τα νέα για την απαγωγή του εκδότη Λιντς και για την απόφαση της αστυνομίας να ζητήσει τη βοήθεια του Καπόνε. Παρ’ όλα αυτά τηλεφώνησα στον δικηγόρο που μου είχε στείλει το μήνυμα. Ο Καπόνε βρισκόταν σε σύσκεψη με τους νομικούς συμβούλους του και δεν θα δεχόταν κανέναν. Λίγο προτού σουρουπώσει αγόρασα την απογευματινή έκδοση μιας πρωινής εφημερίδας. Ο τίτλος μιλούσε για την επιστροφή του Λιντς στο σπίτι του αλλά και για την εντολή του Ρος να θέσει τον Καπόνε υπό κράτηση. Η εφημερίδα άφηνε εμμέσως πλην σαφώς να εννοηθεί ότι ο βασιλιάς γνώριζε πολύ περισσότερα για την αιφνίδια απαγωγή του Λιντς.


Είχε εξανεμιστεί και η τελευταία μου ελπίδα ότι θα συναντούσα τον Καπόνε. (…) Και όμως νωρίς το πρωί της Πέμπτης έλαβα ένα τηλεφωνικό μήνυμα: «Ο γραμματέας του κυρίου Καπόνε πληροφορεί τον κύριο Βάντερμπιλτ ότι μπορεί να περάσει από το γραφείο του σήμερα το απόγευμα στις 3.00». (…)


Και εκεί ακριβώς βρισκόμουν στις 3.00 το απόγευμα, αφού πρώτα κατάφερα να περάσω τον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι αστυνομικοί και οι ομοσπονδιακοί. Ενας μαύρος χειριστής ανελκυστήρα, αγριωπός σαν τον θάνατο, μας ανέβασε στον τέταρτο όροφο, στην ιδιωτική σουίτα τού Αλ Μπράουν. Στη διάρκεια της συνέντευξης ο Καπόνε μού έθεσε ένα ερώτημα που με έκανε να ξεχάσω όλα αυτά που είχα σκεφθεί ως τότε. «Εσείς συζητάτε με σημαντικούς ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Πείτε μου, τι λύσεις προτείνουν για την οικονομική κρίση;». «Ειλικρινά σας λέω» του απάντησα «έχω ακούσει τόσο πολλές διαφορετικές προτάσεις που έχω την εντύπωση ότι κανένας τους δεν γνωρίζει πραγματικά τι συμβαίνει. Πιστεύω ότι είναι σαστισμένοι και μπερδεμένοι».


«Κάθε άλλο παρά μπερδεμένοι είναι» απάντησε ο Αλ. «Δεν είναι ικανοί να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να ακολουθήσουν μια κοινή πολιτική. Δεν είναι, αλήθεια, παράξενο ότι παρ’ όλο που έχουμε αρχηγό της κυβέρνησης έναν ηγέτη με τις καλύτερες οργανωτικές ικανότητες είμαστε τώρα περισσότερο ανοργάνωτοι από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην Ιστορία;».




Και συνέχισε ως εξής: «Ο κόσμος κεφαλαιοποιήθηκε γύρω από τη μετοχή. Κάθε φορά που κάποιος είχε μια καινούργια ιδέα, μεγάλωνε το κεφάλαιο, κρατώντας για τον εαυτό του ένα ποσό χρημάτων και για τους μετόχους κάμποσες μετοχές. Οι πλούσιοι έγιναν πιο πλούσιοι· οι μέτοχοι κερδοσκοπούσαν με μετοχές. (…) Κάποιος ανακάλυψε ότι ήταν επικερδές να βάλει τις γυναίκες να παίζουν τζόγο. Ο κόσμος έχει τρελαθεί εντελώς (…)».


«Οι διεφθαρμένοι τραπεζίτες που παίρνουν τα χρήματα των πελατών τους, χρήματα που έχουν κερδηθεί με τον ιδρώτα του προσώπου τους, δίνοντάς τους μετοχές χωρίς πραγματική αξία είναι πιο κατάλληλοι τρόφιμοι για τα σωφρονιστικά ιδρύματα από το φτωχαδάκι που κλέβει για να δώσει να φάει στη γυναίκα του και στα παιδιά του».


«Τη χρονιά που ήμουν στη Φλόριδα γνώρισα έναν απατεώνα ιδιοκτήτη τραπέζης, φίλο ενός εκδότη. Είχε πουλήσει έναν τόνο μετοχές χωρίς αξία σε διάφορους ανυποψίαστους. Μια μέρα η τράπεζά του κήρυξε πτώχευση. Ευχαριστούσα τον Θεό γιατί έπαθε αυτό που άξιζε ώσπου πληροφορήθηκα την άλλη κομπίνα που είχε στηθεί. Ο διεφθαρμένος εκδότης και ο τραπεζίτης ενθάρρυναν τους χρεοκοπημένους καταθέτες να τοποθετήσουν τα λεφτά τους στην τράπεζα ενός άλλου «φίλου». Αρκετοί έσπευσαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή τους και μερικές ημέρες αργότερα η εν λόγω τράπεζα κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα».


«Ευελπιστείτε ότι όλοι αυτοί οι τραπεζίτες θα καταλήξουν ποτέ στη φυλακή; Ούτε κατά διάνοια. Ισα ίσα αυτοί συγκαταλέγονται στην αφρόκρεμα της Φλόριδας. Είναι τόσο σιχαμένοι όσο και οι διεφθαρμένοι πολιτικοί. Ακούστε με, τους ξέρω καλά. Τους ντύνω και τους ταΐζω εδώ και καιρό. Μέχρι που μπήκα σε αυτές τις μπίζνες δεν φανταζόμουν ποτέ πόσα καθάρματα ντυμένα στην πένα θα απαντούσα στον δρόμο μου (…)».


«Για να καταλάβετε τι εννοώ, όταν τις προάλλες με παρέπεμψαν στη Δικαιοσύνη για φοροδιαφυγή ήμουν στο τσακ να μπλέξω άσχημα. Κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι αποπειράθηκαν να τα «βρουν» μαζί μου. Αν, λέει, δήλωνα ένοχος και έμπαινα κανά δυο χρονάκια στη φυλακή, θα απέσυραν τις κατηγορίες εναντίον μου. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν προτιμότερο από το να περάσω μια χρονοβόρα και εξοντωτική δίκη. Παρ’ όλα αυτά προτού πω το ναι στη συμφωνία κάποιος μου σφύριξε ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν έφεση και ότι θα κατάφερναν με διάφορα κόλπα να με κλείσουν πάνω από δέκα χρόνια στη φυλακή. Ετσι αποφάσισα να φερθώ και εγώ έξυπνα και δήλωσα αθώος».


«Πριν από λίγο καιρό μια εφημερίδα του Σικάγου έφερε στο φως την υπόθεση φοροδιαφυγής της τάξεως των 55 εκατ. δολαρίων ενός ντόπιου «παράγοντα». Την επόμενη ακριβώς ημέρα δημοσιεύτηκε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος και ότι το θέμα είχε διευθετηθεί. Αν η κυβέρνηση του κυρίου Χούβερ θέλει να δώσω εξηγήσεις για τους φόρους που πληρώνω, ευχαρίστως να το κάνω. Πιστεύω ότι θα μπορούσα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα στον ίδιο και στους άλλους δημοσίους υπάλληλους, όσο για εσάς, κάθε φορά που θα έχετε ανάγκη από ένα θέμα που να κάνει πάταγο εγώ θα σας το έχω έτοιμο».


Και συνέχισε: «Η διαφθορά έχει κατακλύσει τη σύγχρονη αμερικανική ζωή. Είναι ο νόμος που δεν υπακούει σε κανένα νόμο. Οι αδιάφθοροι νομοθέτες του Σικάγου μετρούνται στα δάχτυλα. Αν δεν μπορούμε να βγάλουμε το ψωμί μας με ένα τίμιο επάγγελμα, θα το βγάλουμε με οποιονδήποτε τρόπο».


Αρχισε να σκοτεινιάζει. Το κόκκινο του δειλινού έντυνε με χρυσάφι και πορφύρα τα γύψινα μπιμπλό του γραφείου, τονίζοντας ακόμη πιο πολύ το σκούρο κόκκινο χρώμα στις γρίλιες. Το γιγάντιο κεφάλι του ελαφιού που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, τα ταριχευμένα ψάρια και ζώα, το στρατιωτικό τουφέκι, όλα έμοιαζαν εκτυφλωτικά έτσι καθώς λούζονταν από την τελευταία ένδοξη έκρηξη φωτός του απογεύματος. Το μόνο που ίσως έλειπε ήταν κάποιο νικηφόρο εμβατήριο από το γραμμόφωνο.


«Το σπίτι μας είναι ο κύριος σύμμαχός μας» παρατήρησε ο Καπόνε. «Οταν εξαλειφθεί αυτή η τρέλα που έχει σήμερα καταλάβει τον κόσμο μας θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε εθνική συνείδηση. Οσο πιο ισχυροί είναι οι οικογενειακοί μας δεσμοί τόσο πιο παντοδύναμο θα είναι το έθνος μας. Κάθε φορά που εισβάλλουν ξένοι στο σπίτι μας οφείλουμε να τους στέλνουμε από εκεί που ήρθαν. Πρέπει να ξεβρακώσουμε όλους εκείνους που επιχειρούν να μπουν στα σπίτια μας, να τους αλείψουμε με πίσσα και πούπουλα και να τους στείλουμε για παραδειγματισμό πίσω στο σινάφι τους. Οταν καταργηθεί ο Νόμος της Ποτοαπαγόρευσης θα μειωθεί το ενδιαφέρον για τον έλεγχο των γεννήσεων. Χωρίς έλεγχο των γεννήσεων η Αμερική θα μπορέσει να γίνει δυνατή σαν την Ιταλία. Στα χέρια ενός Αμερικανού Μουσολίνι αυτή η χώρα θα μπορέσει να κατακτήσει όλον τον κόσμο (…)».


«Θυμηθείτε το, άνθρωποι σαν και εμάς πρέπει να μείνουν ενωμένοι αυτόν τον χειμώνα» επανέλαβε. «Τον περασμένο χειμώνα έδινα ψωμί σε 350.000 ανθρώπους κάθε μέρα. Αυτόν τον χειμώνα τα πράγματα θα είναι ακόμη χειρότερα. Πιστεύω ότι εμείς οι δύο μιλάμε την ίδια γλώσσα και ότι είμαστε και οι δύο αληθινοί πατριώτες. Δεν θέλουμε να δούμε να καταρρέουν τα θεμέλια αυτής της μεγάλης χώρας. Πρέπει να αγωνιστούμε για την ελευθερία μας. Σας εύχομαι καλή τύχη. Χαίρομαι πολύ που σας γνώρισα».


Η σιδερένια πόρτα του γραφείου έκλεισε πίσω μου. Μια από τις πιο συναρπαστικές συνεντεύξεις που πήρα ποτέ είχε φτάσει στο τέλος της.


Φωτογραφίες: REUTERS