Το ακανθώδες θέμα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας συζητήθηκε κατά κόρον το τελευταίο διάστημα. Δεν με απασχολεί ιδιαιτέρως ούτε τι ακριβώς έπραξε ο κ. Κορκολής ούτε τι ακριβώς ερευνά ο κ. Τριανταφυλλόπουλος. Επιθυμώ όμως να επισημάνω πτυχές όσων ζητημάτων τέθηκαν, οι οποίες φρονώ πως δεν φωτίσθηκαν. Τις ακόλουθες: τη «δικαιοδοσία καταγγελίας» των δημοσιογράφων και τα συμφραζόμενά της, τον προσδιορισμό του «δημοσίου προσώπου» και το χρέος του να λογοδοτεί σε όσους αυτοκλήτως το επιτιμούν ή διασύρουν, τη διασύνδεση νομικών και ηθικών κανόνων στη σφαίρα της ατομικής συμπεριφοράς, την τέλεση αδικήματος ή χρήση προϊόντων του, προκειμένου να αποκαλυφθεί άλλο έγκλημα, χάριν προστασίας ενός νεφελώδους, άνευ συναποδεκτών κριτηρίων, «κοινού συμφέροντος».


1) Το επίμαχο στα ρεπορτάζ που «βγάζουν στη φόρα» «άπλυτα» πασίγνωστων προσώπων δεν εστιάζεται μόνο στην καταπάτηση του «ιδιωτικού» διά του σφετερισμού εισαγγελικών αρμοδιοτήτων. Ούτε στο ότι οι «ξεμπροστιαστές» επικαλούνται, προσχηματικά, τη δυνατότητα του θιγομένου να προστατεύσει τον εαυτό του με την κατάθεση εγκλήσεων και αγωγών, η εκδίκαση των οποίων βραδυπορεί απελπιστικά. Εγκειται στο ότι υποκαθιστούν τα δικαστήρια, συνεπικουρούμενοι από την ισχύ της εικόνας, επιβάλλοντας αμετάκλητη και συγκεκριμένη ποινή πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Η εν λόγω ποινή προβλεπόταν από αρχαϊκά νομικά συστήματα αλλά έχει απαλειφθεί από το δίκαιο όλων των πολιτισμένων χωρών. Ονομάζεται διαπόμπευση. Οταν μάλιστα παντρεύεται με την αυτοδικία συνιστά παράπτωμα με σοβαρότατη, κατά τη γνώμη μου, υπόσταση.


2) «Δημόσιο πρόσωπο» καλείται αποκλειστικώς όποιος, αιρετός ή οριζόμενος από αιρετά ή θεσπισμένα όργανα της πολιτείας, ασκεί θεσμικά κατοχυρωμένη διοίκηση ή διαχείριση, έστω και αν είναι άγνωστος στον «λαό» της τηλεοπτικής φωνασκίας. Εχει τότε νομοθετημένες ή δεοντολογικά καταναγκαστικές επαγγελματικές υποχρεώσεις που τον διαφοροποιούν, στον κοινολογούμενο βίο του, από έναν επιχειρηματία ή μια χορεύτρια. Οπως, λόγου χάρη, το πόθεν έσχες στην περίπτωση δημοσίων λειτουργών ή το να μην επιδεικνύει, αν είναι εισαγγελεύς ή ιερέας, τον ανθρωπίνως συγγνωστό έρωτά του για έναν τραβεστί, εφόσον αυτό κλονίζει την εμπιστοσύνη όσων εξαρτώνται από την εξουσία του. Οι καλλιτέχνες, οι «γκλαμουράτοι», τα μοντέλα και όσοι ασκούν παρεμφερή επιτηδεύματα είναι ενδεχομένως διάσημα αλλά όχι δημόσια πρόσωπα. Σεβόμενοι, προφανώς, την έννομη τάξη μπορούν να διάγουν όπως τους καπνίσει: να ντύνονται νύφες στον γάμο τους όπως ο καλαθοσφαιριστής Ρόντμαν, να διατυμπανίζουν τις ουχί παράνομες ιδιοτροπίες τους, να προκαλούν με τα ήθη τους, να φορούν μαγιό σε δεξιώσεις. Οποιος ρεπόρτερ δεν δημοσιοποιεί απλώς, ως εξακριβωμένα γεγονότα, τις ανωτέρω συνήθειες και πράξεις, αλλά τις «απαγορεύει» και εν συνεχεία «εκτελεί» τους δράστες, επειδή δήθεν τους θεωρεί η «νεολαία» είδωλα, είναι φθονερός, υποκριτής ή ανόητος. Πιθανότατα δε συνδυάζει αρμονικά αυτές τις αρετές. Γενικώς, αν κάποιος σεμνοπρεπής διώκτης των ομοφυλοφίλων πιστεύει πως οι αμφισεξουαλικοί σταρ Μαντόνα ή Μικ Τζάγκερ, ως «ήρωες» των νέων, έπρεπε να απαρνηθούν τις «ιδιαιτερότητές» τους είναι άξιος των απογοητεύσεών του. Ας μην είχε «πρότυπα». Αλλωστε οι δύο μεγαλύτεροι ποιητές των τελευταίων διακοσίων χρόνων, ο Καβάφης και ο ναρκομανής Μποντλέρ, μολονότι στη φιλοκαλία μάλλον υπερείχαν, δεν προσέφεραν πιο άμεμπτα παραδείγματα «χρηστού ήθους», κατά τις πεποιθήσεις της κυρίας Λουκά και των ομογάλακτών της παιδονόμων, από «κραγμένη» λεσβία στη Μύκονο.


3) Οι «ηθικές» επιλογές, όταν δεν παραβιάζουν τους εκάστοτε νόμους, είναι αντικείμενο διαλόγου. Αλλά δεν θα δεχθούμε ότι κάτι αποτελεί αιώνια ηθική επιταγή μόνο και μόνο επειδή συγκεκριμένοι άνθρωποι σε συγκεκριμένες συνθήκες το υπερασπίζονται ως αξία που, δικαίως ή αδίκως, ενστερνίζονται. Μια σημερινή ανήλικη επί αιώνες εθεωρείτο απολύτως ώριμη προς γάμου κοινωνία. Το μόνο που ενδιαφέρει, συνεπώς, σε θέματα απονομής δικαιοσύνης είναι ο ισχύων νόμος. Στις σύγχρονες δημοκρατίες, εξάλλου, όποιος αποβλέπει στην αντικατάσταση μιας διατάξεως από μιαν άλλη έχει το προνόμιο να το διεκδικεί ελευθέρως και ενίοτε να το επιτυγχάνει ύστερα από πολιτικούς αγώνες. Οταν όμως κάποιος από τους γυρολόγους της ηθικολογίας στηλιτεύει σύννομες πράξεις του γείτονά του, ως κελευστής της Θείας Εντολής, η κομψότερη απάντηση είναι λατινιστί: «Αϊ σιχτίρ». Δεν υφίσταται αδιαμφισβήτητη «κοινωνική ηθική» πέραν αυτής που σε δεδομένες ιστορικές περιόδους μετακενώνεται στο θετό δίκαιο. Κάθε πολιτικό μόρφωμα διαθέτει σύστημα ρυθμίσεων και εξουσιοδοτημένους «επιστάτες». Εφόσον οι κέρβεροι της οθόνης, ευπρεπείς ή απρεπείς, διάνοιες ή καθηγητές-ραμολιμέντα αναγνωρίζονται επιτηρητές νομιμοφροσύνης, με κρίση υπέρτερη εκείνης των εξουσιοδοτημένων θεσμών, ας αναθέσουμε την επιβολή νομικών κυρώσεων και την εκτέλεσή τους σε έμμισθο σώμα λιθοβολητών, εθελοντικώς στρατολογημένων. Η «ηθική» είναι έννοια αφηρημένη από φιλοσοφική άποψη και σχετική από ιστορική σκοπιά. Αν ο ληστευθείς και ελεεινολογημένος από ανδροπρεπείς νύμφες μόδιστρος συνομιλούσε με έναν αρχαίο Ελληνα θα εισέπραττε την, αυτονόητη τότε, επιδοκιμασία των ερωτικών του προτιμήσεων.


4) Τέλος, είναι λεπτότατο το θέμα της διάπραξης ενός εγκλήματος για την αποκάλυψη ενός άλλου. Αν «κοινό συμφέρον» είναι η πάταξη της παρανομίας, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ένα έγκλημα εξαγνίζεται επειδή συνεισφέρει στην καταστολή ισοβαρών αδικημάτων. Αυτή η πρακτική οδηγεί σε ενθάρρυνση της ασυδοσίας κρατικών μηχανισμών, που ανεμπόδιστοι θα εμφιλοχωρούν όπου «γουστάρουν» ή σε καθεστώς ζούγκλας ανάμεσα σε ιδιώτες. Νομίζω εν κατακλείδι ότι σε όλες τις περιπτώσεις πειστήρια εγκλήματος παρανόμως κτηθέντα πρέπει να απορρίπτονται ως ανύπαρκτα στη δικαστική διαδικασία, εκτός αν άλλως αποφανθεί ανώτατο δικαστήριο, σε ρητώς εξειδικευμένες περιπτώσεις. Τούτη θα ήταν εύλογη καταστατική αρχή ενός εύρυθμου κράτους δικαίου.


Ο κ. Αιμίλιος Μεταξόπουλος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.