Ζει ο βασιλιάς των μπίτνικς; Την ξαφνική φήμη του στα τέλη του ’50 διαδέχθηκε η λήθη την ανατρεπτική δεκαετία του ’60. Αλλά οι σημερινοί πιτσιρικάδες τον έκαναν ξανά είδωλο



Κάθε συγγραφέας σήμερα έχει μια αγάπη που δεν τολμά να πει τ’ όνομά της: είναι η τρελή σύζυγος στο σαλόνι και η πόρνη κάτω απ’ το κρεβάτι και ονομάζεται Καριέρα. Οταν στο τέλος η Μεγάλη Καριέρα αποδεικνύεται πολύ σημαντικότερη από τη Μεγάλη Μάχη και τη Μεγάλη Ιδέα, ελπίζει να θυμηθεί σύντομα γιατί θέλησε να γίνει συγγραφέας.


Ο Τζακ Κέρουακ έγραψε βιβλία πριν από την παγκοσμιοποίηση, πριν από τη μόλυνση του περιβάλλοντος, πριν από τους χρηματιστές, τα σούπερ μοντέλα και τον συγγραφέα καριέρας που γράφει με Περιέ αντί για αίμα στις φλέβες. Τότε που η τέχνη γεννιόταν από τη σύγκρουση του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο και όχι από τον συμβιβασμό τους. Τότε που οι ήρωές μας δεν βρίσκονταν σε αρμονία με τον εαυτό τους και τον κόσμο. «Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά», όπως έγραψε ο ίδιος ο Κέρουακ στο πιο διάσημο μυθιστόρημά του, Στον δρόμο.


Η ιδιωτική ζωή κάθε είδους επωνύμων στην εποχή μας έχει γίνει δημόσια. Το λάιφσταϊλ, η γνώμη τους και η προσωπική τους ζωή αναλύονται από περίεργους κατά τον ίδιο τρόπο που ως χθες αποτελούσαν «προνόμιο» των ροκ τραγουδιστών, των σταρ του κινηματογράφου και των μελών των βασιλικών οικογενειών. Ο συγγραφείς μπήκαν στο στόχαστρο της περιέργειας από πολύ νωρίς. Ο λόρδος Βύρων ήταν ένας από τους πρώτους που η ιδιωτική τους ζωή απασχόλησε τους κοσμικούς κύκλους της εποχής τους. Οπως και του Ντίλαν Τόμας, που γέμισε πολλές στήλες κουτσομπολιού.


Ο Τζακ Κέρουακ ήταν απροετοίμαστος για μια τέτοιου είδους δημοσιότητα. Η ξαφνική φήμη του στα τέλη του ’50 γέμιζε κάθε μπαρ στο οποίο σύχναζε από θαυμαστές του, περίεργους που ήθελαν να δουν από κοντά τον συγγραφέα του Δρόμου ή απλώς κουτσομπόληδες που ήθελαν να τον κεράσουν ένα ποτό ή να κάνουν σεξ μαζί του ή και τα δύο.


Με την άφιξη των ανατρεπτικών 60s και των νέων αξιών ο Κέρουακ ξεχάστηκε εντελώς, για να ξαναζωντανέψει σαν φοίνικας τη δεκαετία του ’90. Οι χίπις του ’60 δεν τον χρειάζονταν. Οι ιδέες του είχαν απορροφηθεί και οτιδήποτε ο ίδιος προασπίστηκε είχε γίνει πράξη: η σεξουαλική ελευθερία και ο «ανοιχτός δρόμος» έγιναν πραγματικότητα. Ο Κέρουακ τούς φαινόταν σαν αναχρονισμός.


Αντίθετα, οι πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν στα τέλη του ’80 και τη δεκαετία του ’90, στους παγετώνες του ριγκανισμού και του θατσερισμού, σε μια συντηρητική εποχή με σήμα κατατεθέν τις απαγορεύσεις κάθε είδους, τον είχαν πάλι ανάγκη. Επρεπε πάλι να ανακαλύψουν αρχέτυπα, μύθους και είδωλα. Και ο Κέρουακ είναι είδωλο. Ενα είδωλο ποτέ δεν είναι στατικό. Ως κλασικό κείμενο ο Κέρουακ επαναπροσδιορίζεται από κάθε καινούργια γενιά.


Τα τέλη του ’50 ­ η εποχή της φήμης του Κέρουακ ­ και οι αρχές του ’60 με τους Μπιτλς, τους Ρόλινγκ Στόουνς και τον Μπομπ Ντίλαν φαίνονται στους σημερινούς νέους σαν μία περίοδος. Ο Κέρουακ και η μπιτλομανία έχουν έξι χρόνια απόσταση μεταξύ τους, αλλά τι σημασία έχει για μια γενιά που γεννήθηκε πολύ αργότερα από το απόγειο της φήμης και των δύο; Η μπιτ γενιά ποτέ δεν πάγωσε ως ημερομηνία. Η παρέα του κολεγίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης ­ Κέρουακ, Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ, Καρ και αργότερα Κόρσο, Φερλιγκέτι, Κάσαντι ­, που άλλαξαν τα πάντα στην αμερικανική λογοτεχνία, μπαινοβγαίνει τις δεκαετίες από το ’50 κι έπειτα σαν όνειρο και τύψη. Ο Κέρουακ βγαίνει από τη σκηνή το ’69, πεθαίνοντας νέος, και κάνει αυτό που οι άλλοι δεν μπόρεσαν: μπαίνει στη μυθολογία ως «ωραίος νεκρός». Μαζί με τον Ελβις, τον Τζέιμς Ντιν και τον Μόρισον.


Ο «ωραίος νεκρός»


Στις 12 Μαρτίου 1922 ο Ζαν Λουί Λεμπρί ντε Κερουάκ γεννιέται στο Λόουελ της Μασαχουσέτης. Ηταν υπερήφανος για την κελτική καταγωγή του. Ηρωές του ο Ρεμπό, ο Τόμας Γουλφ, ο Γκαίτε. Διαβάζει συνεχώς. Είναι και ο ίδιος συγγραφέας. Το 1944 νυμφεύεται την Εντι Πάρκερ για να πάρει διαζύγιο σε λιγότερο από ένα χρόνο. Το 1946 πεθαίνει ο πατέρας του. Ο θάνατος όμως του αδελφού του στα εννέα του χρόνια, όταν ο Κέρουακ ήταν τεσσάρων ετών, θα του προκαλέσει μια μόνιμη πληγή την οποία θα προσπαθήσει να επουλώσει βάζοντας αργότερα στη θέση του αδελφού του το μεγάλο ίνδαλμα της ζωής του, τον Νιλ Κάσαντι. Γράφει: Κωμόπολη και πόλη, τον Δρόμο, τα Οράματα του Κόντι, τους Υποχθόνιους, τα Μπλουζ του Μέχικο Σίτι, την Τριστέζα, τους Αγγέλους της ερήμωσης.


Ταξιδεύει στην Ταγγέρη για να ζήσει τον παράδεισο των μπίτνικς. Βαριέται. Ωστόσο ενθαρρύνει τον Μπάροουζ να γράψει το Γυμνό γεύμα. Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Μεξικό τα ταξίδια του ’57. Εκδίδει το Ντόκτορ Σακς, το Μάγκι Κάσαντι, τον Μοναχικό ταξιδιώτη, το Βιβλίο των ονείρων, το Μπιγκ Σουρ, τα Οράματα του Ζεράρ, το Σατόρι στο Παρίσι. Πίνει, πίνει, πίνει. Τον ενδιαφέρει ο βουδισμός, αλλά δεν τον ακολουθεί. Το 1966 παντρεύονται με την Ελληνίδα Στέλλα Σαμπάς. Μαθαίνει τον θάνατο του Νιλ Κάσαντι. Ο Τζακ Κέρουακ πεθαίνει το ’69, σε ηλικία 47 ετών.


Οταν ο Τζακ Κέρουακ πεθαίνει στις 21 Οκτωβρίου 1969 από αιμορραγία, καθισμένος μπροστά σε μια τηλεόραση πίνοντας μπίρες Φάλσταφ, είναι χοντρός και ξεχασμένος. Η τρίτη σύζυγός του Στέλλα Σαμπάς δηλώνει στο Ασοσιέιτεντ Πρες: «Ηταν ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος». Το αφιέρωμα και οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο «Εσκουάιρ» τον Μάρτιο του ’70 δείχνουν έναν πρώην οτιδήποτε με κοιλιά, περιτριγυρισμένο από τεύχη του «National Review» και άδεια μπουκάλια. Αυτή η τελευταία εικόνα του Κέρουακ θα ξεχαστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο χρόνος θα τον αποκαταστήσει. Οι νέες γενιές τον βλέπουν πανέμορφο να εμφανίζεται σε διαφημίσεις αυτοκινήτων και ενδυμάτων. Θα τον ανακαλύψουν σε τραγούδια του Βαν Μόρισον, των 10.000 Maniacs, της Πάτι Σμιθ και του Τομ Γουέιτς. Θα τον δουν στο σινεμά με τον Τζόνι Ντεπ και σε τηλεοπτικές σειρές. Θα διαβάσουν γι’ αυτόν σε αλλεπάλληλες βιογραφίες. Ολοι θεωρούν φυσικό να αναφέρουν το μυθιστόρημά του Στον δρόμο ακόμη κι αν δεν έχουν διαβάσει ούτε λέξη από το βιβλίο. Οι νέοι συγγραφείς θα ανακαλύψουν σ’ αυτό ότι αξίζει να το κλέψουν.


Η βίβλος της μπιτ γενιάς


Το μυθιστόρημα Στον δρόμο «είναι η βίβλος της μπιτ γενιάς, που περιγράφει την ατίθαση νεολαία τού σήμερα και τη φρενήρη αναζήτηση της εμπειρίας και του αισθησιασμού» έγραφε στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του ’57. Παρ’ όλα αυτά ο Κέρουακ έγραψε το βιβλίο που τον έκανε διάσημο σε δύο εβδομάδες τον Απρίλιο του ’51. Στις 9 Απριλίου είχε γράψει 34.000 λέξεις και στις 20 έφθασε τις 86.000. Το διάστημα αυτό δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καταναλώνοντας καφέ και αμφεταμίνες. Για μήνες μετά συνεχώς διόρθωνε, προσέθετε, άλλαζε. Ο Κέρουακ βασανίστηκε πολύ ώσπου να βρει το ύφος του μυθιστορήματος. Ο Νιλ Κάσαντι του έδωσε τη λύση όταν στο τέλος του ’50 του έστειλε ένα γράμμα 23.000 λέξεων περιγράφοντάς του σε πρώτο πρόσωπο και σε γρήγορο, τρελό αλλά και τελείως σοβαρό ύφος λεπτομέρειες και γεγονότα από τη ζωή του. Ο Κέρουακ ενθουσιάστηκε. Το γράμμα του φίλου του εκπλήρωνε τις προφητείες του Γκαίτε και του Ντοστογέφσκι που έλεγαν ότι στο μέλλον η λογοτεχνία θα είναι εξομολογητική. Ο Κάσαντι γίνεται ο Ντιν Μοράιαρτι, ο βασικός ήρωας του Δρόμου, ένας κάουμποϊ που αντί να κλέβει αγελάδες κλέβει αυτοκίνητα για μια βόλτα.


Στις 11 Ιανουαρίου του ’57 ο Κέρουακ υπέγραψε τα συμβόλαια για την έκδοση του βιβλίου. Ο Δρόμος έρχεται τη σωστή στιγμή. Ο Ελβις είναι εδώ, ο όρος «τινέιτζερ» έχει μόλις εφευρεθεί, το ροκ-εν-ρολ είναι η νέα μόδα, όπως και οι Κάντιλακ, η μπιτ γενιά, οι μπίτνικς. Για τον Κέρουακ όμως η έκδοση του Δρόμου έρχεται αργά. Δεν αισθάνεται καμιά ανατριχίλα. Πηγαίνει σε πάρτι που κρατάνε εβδομάδες, πίνει, πίνει και κάνει σεξ ­ 245 γυναίκες σε μια βραδιά, λέει ο μύθος, και αρκετοί άντρες. Η δημοσιότητα την οποία κυνηγάνε οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν για τον Κέρουακ το φιλί του θανάτου. Ο Σούπερμαν της αμερικανικής λογοτεχνίας δήλωσε στο «Village Voice» ότι ήθελε να γλιτώσει απ’ αυτή την τρέλα. Για άλλη μία φορά κατέφευγε στη μητέρα του. «Πηγαίνω στη μητέρα μου στο Ορλάντο. Πάντα επιστρέφω στη μητέρα μου. Πάντα» (Το οιδιπόδειο του Κέρουακ δεν αφορούσε μια γλυκιά μητέρα. Η Μεμέρ παραβίαζε την αλληλογραφία του γιου της, δεν επέτρεπε στον Γκίνσμπεργκ να μπει στο σπίτι της γιατί ήταν ομοφυλόφιλος, ενώ ακόμη και ο ανεκτικός Μπάροουζ την αποκαλούσε «διαβολική».)


Επιμύθιο


Αν κάτι αξίζει να το κάνεις, τότε αξίζει και να το γράψεις. Αν οι περισσότεροι άνδρες ηθοποιοί ονειρεύονται να παίξουν τον Αμλετ, τότε οι περισσότεροι άνδρες συγγραφείς ονειρεύονται να παίξουν τον Κέρουακ. Και οι υπόλοιποι να ζήσουν σαν τον Κέρουακ. Ο υπέροχος, αλκοολικός, ομοφυλόφιλος, ρατσιστής, ταλαντούχος, ζωώδης, μισογύνης, καταραμένος, υπερβολικός, ακόλαστος, συμπλεγματικός, νάρκισσος, αυτοκαταστροφικός, αλλά ευτυχώς όχι τέλειος Τζακ Κέρουακ διαπίστωσε από νωρίς ότι η ζωή του θα ήταν ένα μακρύ παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας σε έναν φοβισμένο κόσμο.


Αν είσαι τυχερός, πέφτεις. Και πετάς. Οπως ο Τζακ Κέρουακ.