Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα που από σήμερα αρχίζει «Το Βήμα της Κυριακής».



Από το 1850, όταν η ελληνική βιομηχανία έκανε τα πρώτα εξαιρετικά δειλά της βήματα, αρχίζει η ιστορία της Ποτοποιίας Καλλικούνη, της παλαιότερης σήμερα ελληνικής ποτοποιίας και μιας εκ των παλαιοτέρων ελληνικών βιομηχανιών, που σε λίγο θα καταγράψει 150 χρόνια συνεχούς λειτουργίας και δεύτερο αιώνα στη «ζωή» της.


Η επιχείρηση δημιουργήθηκε στην Καλαμάτα, από τον Γ. Καλλικούνη, όταν επέστρεψε μετά τις σπουδές του από την Τεργέστη, πτυχιούχος πλέον Φυσικών Επιστημών. Ιδρύει το Ατμοκίνητο Οινοπνευματοποιείο και σήμερα την ποτοποιία πλέον διευθύνει η τέταρτη γενιά της οικογένειας, η οποία και ευελπιστεί ότι σύντομα, εντός του 2000, θα τη μετατρέψει από παραδοσιακή οικογενειακή σε πολυμετοχική επιχείρηση, εισάγοντάς τη στην Παράλληλη Αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.


Η ίδρυση της επιχείρησης συμπίπτει χρονικά με την πρώτη παρατεταμένη ύφεση της αναιμικής ελληνικής οικονομίας που άρχισε το 1848. Και η εφημερίδα «Αιών» στις αρχές του 1853 έγραφε: «Ο δριμύς χειμών του 1850, η σιτοδεία του 1851 και η καταστροφή της σταφίδος το 1852, ιδού τα αίτια της παρά παν άλλο βεβαιοτέρας δυστυχούς καταστάσεως ημών».


Οταν ο Γ. Καλλικούνης πήρε λοιπόν την απόφαση του «επιχειρείν» η οικονομική συγκυρία κάθε άλλο παρά ευνοϊκή ήταν και ως εκ τούτου το «ρίσκο» ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Στη νέα επιχείρηση ο νεαρός φυσικός εκχύλιζε με οινόπνευμα και στη συνέχεια απόσταζε μια μεγάλη ποικιλία αρωματικών φυτών, σπόρων, φύλλων, αρωματικών ριζών κτλ. Παρήγαγε μια μεγάλη σειρά αρωματικών αποσταγμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηδυπότων.


Ετσι για πρώτη φορά παράγονται στην Ελλάδα μαστίχα, ρακί, λεμόνι, κέρασο, κακάο, σαρτρέζ, καφές, πικρόν, γαρίφαλο, κίνα, δεσποτικό, αμύγδαλο, κάκουλες, τριαντάφυλλο, μέντα, άνθος λεμονιάς, φράουλα κτλ. Τα ποτά με τις πρωτόγνωρες γεύσεις γίνονται γρήγορα γνωστά και αποκτούν μεγάλη φήμη.


Το 1891 ο Γ. Καλλικούνης πεθαίνει και τη διεύθυνση της ποτοποιίας αναλαμβάνει ο Ν. Καλλικούνης, χημικός – οινολόγος, που μόλις έχει τελειώσει τις σπουδές του στη Γαλλία. Η φήμη των προϊόντων της όμως είναι τέτοια που όταν το 1894 ο ποιητής Γ. Σουρής επισκέπτεται την Καλαμάτα γράφει στον «Ρωμηό» της 2ας Απριλίου του ίδιου χρόνου: «(…) να και ρακί, Κονιάκ, Σαρτρέζ, Λικέρ του Καλλικούνη (…) γι’ αυτά τ’ αθάνατα ποτά καθένας μάς φθονεί (…)».


* Η διεθνής εξόρμηση


Οι ξένες αγορές βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής που διαμορφώνει ο διάδοχος. Η ποτοποιία αρχίζει διεθνή εξόρμηση και τα προϊόντα της ­ ποτά και κρασιά ­ περιφέρονται από διεθνή έκθεση σε διεθνή έκθεση, κερδίζοντας το ένα μετά το άλλο χρυσό μετάλλιο και διακρίσεις. Απόδειξη της διεθνούς καριέρας των προϊόντων της αποτελεί το γεγονός ότι στο αρχείο της εταιρείας φυλάσσονται 46 χρυσά μετάλλια και διπλώματα απονομής διακρίσεων.


Σύμφωνα με όσα καταγράφονται στην «Encyclopedie Contemporaine» της 29ης Μαρτίου του 1896, «το κατάστημα λιανικής πωλήσεως της ποτοποιίας στην Καλαμάτα το επισκέπτονται καθημερινώς από το πρωί ως το βράδυ 2.000 άτομα, τα οποία δοκιμάζουν τα προϊόντα της εταιρείας». Και το 1897 ο δήμος του Παρισιού προσκαλεί τον Ν. Καλλικούνη να συμμετάσχει ως κριτής ποτών και κρασιών στην έκθεση που έγινε στην ίδια πόλη. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1900 ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α’ απένειμε στον ιδιοκτήτη της εταιρείας τον Σταυρό του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του στην ελληνική βιομηχανία οινοπνευματωδών.


Το 1919 και αφού η επιχείρηση έχει αποκτήσει διεθνή δραστηριότητα και φήμη ο Ν. Καλλικούνης πεθαίνει. Η ποτοποιία περνάει στα χέρια της συζύγου του Κλειώς Καλλικούνη και στις τρεις αδελφές του, οι οποίες και προετοιμάζουν τον διάδοχο, τον επίσης Ν. Καλλικούνη. Ετσι από το 1919 ως το 1936 η επιχείρηση διευθύνεται από τις τέσσερις γυναίκες, οποίες και αποδεικνύονται εξαιρετικά ικανές, αφού κατόρθωσαν να περάσουν από τις συμπληγάδες των συνεπειών της μικρασιατικής καταστροφής και της οικονομικής κρίσης του 1930-31 και των αναταράξεων του Μεσοπολέμου.


Το νέο αφεντικό, που έχει σπουδάσει και αυτός χημικός – οινολόγος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναλαμβάνοντας την επιχείρηση κατασκευάζει νέο εργοστάσιο στην Καλαμάτα και συνεχίζει την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών υψηλής ποιότητας. Λίγο αργότερα έρχονται ο πόλεμος και η Κατοχή. Το εργοστάσιο επιτάσσεται από τους Ιταλούς και δουλεύει πλέον γι’ αυτούς καθ’ όλο το διάστημα της Κατοχής. Ουσιαστικά η ποτοποιία αρχίζει να ξαναποκτά το παλαιό της κύρος και τη φήμη της μετά το 1950, που διεκδικεί εκ νέου τις διεθνείς αγορές για τα προϊόντα της. Πράγματι και το 1960 ο τότε βασιλιάς Παύλος απονέμει στον ιδιοκτήτη της τον τίτλο του προμηθευτή της βασιλικής αυλής. Η παρουσία των προϊόντων της στις διεθνείς εκθέσεις είναι σταθερή και φυσικά οι εξαγωγές της.


* Τα τωρινά σχέδια


Το 1980 η επιχείρηση πέρασε στα χέρια της τέταρτης γενιάς της οικογένειας, στους κκ. Γ. και Β. Καλλικούνη, οι οποίοι επιχειρούν να αναδείξουν την ποτοποιία στις νέες, ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή αγορά. Ετσι συνεχίζει να εξάγει ούζο και μπράντι στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία και διατηρεί το προνόμιο του αποκλειστικού προμηθευτή ούζου του κρατικού μονοπωλίου οινοπνευματωδών ποτών της επαρχίας Κεμπέκ, με συνεχώς αυξανόμενες πωλήσεις.


Το 1991 μάλιστα πραγματοποίησε επένδυση 500 εκατ. δρχ. και κατασκεύασε νέο σύγχρονο εργοστάσιο ποτοποιίας 3.000 τ.μ. στη βιομηχανική περιοχή της Καλαμάτας με τέσσερις μεγάλες γραμμές εμφιάλωσης και μεγάλο αριθμό δρύινων βαρελιών για την παλαίωση των αποσταγμάτων, καθώς και με πλήρως εξοπλισθέν χημικό – ερευνητικό εργαστήριο, συνολικού κόστους 60 εκατ. δρχ. Σήμερα παράγει 70 διαφορετικά προϊόντα, που καλύπτουν όλο το εύρος των ποτών της σύγχρονης κατανάλωσης ενώ το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών της προέρχονται από την εξαγωγική δραστηριότητά της.


Οπως και αρκετοί άλλοι έλληνες επιχειρηματίες «γοητεύθηκαν» από το «Ελντοράντο» της Ανατολικής Ευρώπης ­ που τελικώς κάθε άλλο παρά τόπος ευκαιριών αποδείχθηκε ­ έτσι και οι αδελφοί Καλλικούνη παραμελώντας τις παραδοσιακές αγορές τους στράφηκαν προς τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και τη Βουλγαρία. Αρχικώς βεβαίως αποκόμισαν κέρδη, αφού οι πωλήσεις ανήλθαν στα 2 δισ. δρχ., μεσοπρόθεσμα όμως έχασαν και άρχισε πλέον ο αναπροσανατολισμός και πάλι στις παραδοσιακές δυτικές αγορές, δίνοντας παράλληλα έμφαση στην εσωτερική αγορά με την παραγωγή νέων προϊόντων (π.χ. έτοιμων κοκτέιλ). Οι πωλήσεις της εταιρείας εφέτος θα διαμορφωθούν στα 1,5 δισ. δρχ. και τα κέρδη της θα ανέλθουν στα 150 εκατ. δρχ. Τα προϊόντα της εξάγονται στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ελβετία, στο Ισραήλ, στην Ολλανδία, στη Γερμανία.


Το επόμενο μεγάλο βήμα της παραδοσιακής ποτοποιίας θα είναι να διαβεί τις «πύλες της Σοφοκλέους» και η μετοχή της να διαπραγματευθεί στην Παράλληλη Αγορά του Χρηματιστηρίου, έτσι ώστε με νέα, υγιή κεφάλαια να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της στον νέο αιώνα που ανατέλλει…