«Διαβεβαιώσεις» από Βρυξέλλες και Αθήνα ζητεί το ΔΝΤ αφενός για την πλήρη υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα σε δημοσιονομικό και μεταρρυθμιστικό πεδίο και αφετέρου για μια δραστική μείωση του δημοσίου χρέους. Το διαπραγματευτικό «παιχνίδι» μεταφέρεται στην Ουάσιγκτον όπου μεταξύ 20 και 22 Απριλίου πραγματοποιείται η εαρινή σύνοδος του Ταμείου και στο περιθώριό της αναμένεται να συνεδριάσει το Washington Group αλλά και να υπάρξουν ραντεβού Τσακαλώτου με ευρωπαίους αξιωματούχους και με την Κριστίν Λαγκάρντ.
Αυτό που φαίνεται να προβληματίζει τους τεχνοκράτες του Ταμείου είναι η ασθενική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας . Ανάλογη αίσθηση υπάρχει και στην Κομισιόν. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Ευρωπαίοι διαπιστώνουν ότι εφέτος ο ρυθμός ανάπτυξης θα περιοριστεί στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ, χαμηλότερα κατά μισή περίπου εκατοστιαία μονάδα σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες αναφορές τους. Το ενδεχόμενο αδύναμης ανάπτυξης πιθανολογεί και το Ταμείο. Σενάριο το οποίο, αν επιβεβαιωθεί, στην πράξη θα δυσκολέψει κατά πολύ τον στόχο επίτευξης πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ εντός του έτους αλλά και τον στόχο αποκλιμάκωσης του χρέους.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι προ εξαμήνου το ΔΝΤ είχε προβλέψει ότι το 2017 θα κλείσει με μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 1,8% και τελικά περιορίστηκε στο 1,4% και ότι το 2018 η ανάπτυξη θα φθάσει το 2,6%, με το υπουργείο Οικονομικών να έχει ήδη κατεβάσει τον πήχη στο 2,3%. Τότε βέβαια, παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις για τη συγκεκριμένη διετία, έβλεπε συρρίκνωση των αναπτυξιακών ρυθμών στη μεταμνημονιακή εποχή στο 1% μέχρι το 2022. Εφόσον επαναλάβει ανάλογη χαμηλή πρόβλεψη στο World Economic Outlook που θα δοθεί στη δημοσιότητα μέσα στα επόμενα 24ωρα εν όψει της εαρινής συνόδου, είναι βέβαιο ότι θα επιμείνει ακόμη περισσότερο σε ένα αποτελεσματικό σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους.

«Καυτή» έκθεση

Το ΔΝΤ εξακολουθεί να θεωρεί πως το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο» και γι’ αυτό έχει προτείνει μέτρα αναδιάρθρωσής του. Αυτό που επιζητεί είναι να δημιουργηθεί ένας καθαρός… διάδρομος έως το 2040 ώστε στο μεσοδιάστημα οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου για την εξυπηρέτησή του να κυμαίνονται μεταξύ 15% και 20% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ μόνο με επέκταση τόσο του χρόνου αποπληρωμής όσο και της περιόδου χάριτος των υφιστάμενων δανείων από την ευρωζώνη σε συνδυασμό με τη διατήρηση των κυμαινόμενων επιτοκίων σε διαχειρίσιμα επίπεδα κατ’ ανώτερο 1,5%.
Επιπλέον, στην Ουάσιγκτον επιμένουν για ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων θα αυξήσει κατά πολύ το μέσο κόστος δανεισμού.
Πηγές της Κομισιόν αναφέρουν ότι η συμμετοχή του Ταμείου αποτελεί «εγγύηση» για τις αγορές, προσθέτοντας όμως πως οι παρεμβάσεις ελάφρυνσης δεν μπορούν να υπερκεράσουν τις αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης οι οποίες ελήφθησαν τον Ιούνιο του 2017.

Επιμονή στους στόχους

Στο δημοσιονομικό πεδίο οι προθέσεις του θα γνωστοποιηθούν με τη δημοσιοποίηση μέσα στην εβδομάδα του Fiscal Monitor όπου θα περιέχονται οι εκτιμήσεις του Ταμείου για την εξέλιξη του πρωτογενούς πλεονάσματος. Εχει τεράστιο ενδιαφέρον αν διατηρηθεί η πρόβλεψη του περασμένου φθινοπώρου για πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ το 2018, πολύ χαμηλότερο από τον στόχο του 3,5% για το τρέχον έτος. Γιατί έχει αποδειχθεί στην πράξη πως ακόμη και όταν οι εκτιμήσεις του πέφτουν έξω, εξακολουθεί να εμμένει στις προτάσεις του για τα δημοσιονομικά μέτρα. Πληροφορίες από την Ουάσιγκτον αναφέρουν ότι ακόμη κι αν το Ταμείο κάνει πίσω στην απαίτησή του να εφαρμοστεί η μείωση του αφορολογήτου έναν χρόνο νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2019 (ταυτόχρονα με τις περικοπές στις συντάξεις), δεν πρόκειται να συναινέσει στην υλοποίηση των αντίμετρων. Εχει διαμηνύσει στην Αθήνα ότι τα αντίμετρα δεν πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή νωρίτερα από το 2023.
Οσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, σκεπτικισμό προκάλεσε στους δανειστές το 75 σελίδων Αναπτυξιακό Σχέδιο που τους απέστειλε η ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, θα πρέπει να υποστεί πολλές «διορθώσεις» για να περάσει από το Eurogroup. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως έχουν διατυπωθεί ενστάσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού με το σκεπτικό ότι η παραγωγικότητα στην Ελλάδα ακολουθεί φθίνουσα πορεία την τελευταία τριετία. Ανάλογη είναι η άποψή τους και για την επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων. Επίσης οι θεσμοί δεν αντιλαμβάνονται γιατί η κυβέρνηση έβαλε στο Αναπτυξιακό Σχέδιο τα κοινωνικού χαρακτήρα αντίμετρα τα οποία ναι μεν έχουν ψηφιστεί, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εφαρμοστούν. Οπως αναφέραμε, το ΔΝΤ έχει βάλει βέτο στην άμεση υλοποίησή τους.
Εξάλλου χαρακτηρίζουν «άτολμες» τις προτάσεις για την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Ελληνικού Δημοσίου υπενθυμίζοντας το βάρος που ρίχνει κυρίως η Γερμανία για το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Οσο για τα σενάρια περί αιτήματος της ελληνικής πλευράς να μην εφαρμοστούν οι περικοπές στις συντάξεις τον Ιανουάριο του 2019, πηγές αναφέρουν πως ακόμη κι αν είχαν εξευρεθεί αξιόπιστα ισοδύναμα μέτρα, οι δανειστές θα το απέρριπταν. Η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, που οδηγεί σε μεσοσταθμικές μειώσεις 18% σε κύριες και επικουρικές, δεν αντιμετωπίζεται από Ευρωπαίους και ΔΝΤ μόνο ως δημοσιονομική παρέμβαση που θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση 1,8 δισ. ευρώ αλλά ως διαρθρωτική μεταρρύθμιση τόνωσης του ασφαλιστικού συστήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ