Την περασμένη εβδομάδα, τη στιγμή που το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ έσπαγε το φράγμα του 1 τρισ. ευρώ και ο Μάριο Ντράγκι άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να συνεχιστεί και μετά τον Μάρτιο του 2017, στην Ελλάδα συζητούσαμε για το αν και πότε η χώρα θα ενταχθεί στο περίφημο QE. Δηλαδή, ενώ η ΕΚΤ ρίχνει χρήμα για να τονώσει την ανάπτυξη της ευρωζώνης, αγοράζοντας ομόλογα πάνω από 1 τρισ. ευρώ, δεν έχει ξοδεύσει ούτε ένα σεντ για την Ελλάδα, τη μοναδική χώρα της ζώνης του ευρώ που βρίσκεται σε ύφεση.
Το παράδοξο αυτό στοιχείο είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου στην ιδιότυπη σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη που έχει διαμορφωθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο εξαιτίας των χειρισμών των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Μιας σχέσης που έχει απομακρύνει και απομονώσει την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ, έχει καταστήσει το ευρώ που βρίσκεται στις ελληνικές τράπεζες υποδεέστερο νόμισμα, μικρότερης αξίας από το ευρώ που βρίσκεται στις τράπεζες των άλλων χωρών-μελών, έχει κάνει τον δανεισμό πανάκριβο είδος πολυτελείας και τα ελληνικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά, υπονομεύοντας έτσι τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και της κοινωνίας.

«Χωρίς αξιολόγηση δεν έχει QE»
Η χώρα βρέθηκε εκτός QE αρχικά διότι δεν ήταν σε πρόγραμμα προσαρμογής. Οταν πέρυσι το καλοκαίρι ο Αλέξης Τσίπρας υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο, η συμμετοχή της Ελλάδας συνδέθηκε με την πορεία της αξιολόγησης και την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος. Το QE προβλέπει ότι οι αγορές ομολόγων θα «παγώνουν» κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης και θα ξεκινούν μόνο αν αυτή είναι επιτυχημένη. Χωρίς αξιολόγηση δεν έχει QE. Σαφής η θέση των Ευρωπαίων. Οπως σαφής ήταν και τον Ιούνιο του 2015 ότι χωρίς ολοκλήρωση της αξιολόγησης και συμφωνία, η ΕΚΤ θα έκλεινε τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών. Ομως η κυβέρνηση νόμιζε ότι μπλόφαρε και τράβηξε στα άκρα τη «σκληρή διαπραγμάτευση», με αποτέλεσμα να κλείσουν οι τράπεζες και να μπουν τα capital controls.
Και τώρα ακολουθεί την παρόμοια παρελκυστική τακτική. Δεν βιάζεται να κλείσει την πρώτη αξιολόγηση που έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί από τον περασμένο Ιούνιο, καθώς εκκρεμούν 13 από τα 15 προαπαιτούμενα. Και όταν την κλείσει (στο τέλος Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου, όπως λέει) θα αρχίσει η επόμενη. Και όσο η χώρα βρίσκεται σε αξιολόγηση, δεν μπορεί να συμμετέχει στο QE.
Επιπλέον, οι καθυστερήσεις αυτές έχουν πάει πίσω τη συζήτηση και τη συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους, η οποία είναι πρόσθετη προϋπόθεση για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE. «Δυστυχώς σε μια εποχή όπου οι υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ δανείζονται με επιτόκια κάτω από 2% και που στην Ευρώπη βρέχει χρήμα, εμείς κρατάμε ομπρέλα επειδή δεν θέλουμε να κάνουμε ιδιωτικοποιήσεις ή να συμφωνήσουμε στις διοικήσεις των τραπεζών» αναφέρουν παράγοντες της αγοράς.
Πράγματι, με τα ελληνικά ομόλογα να μην είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ, οι αποδόσεις τους έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Για παράδειγμα, η απόδοση του ελληνικού τριετούς ομολόγου είναι στο 8,81% όταν το πορτογαλικό είναι στο 0,97% και το γερμανικό στο -0,05%, δηλαδή πληρώνεις αντί να σε πληρώνουν για να αγοράσεις τον γερμανικό τίτλο. Αυτό συμβαίνει διότι συμμετοχή στο QE σημαίνει ότι ο κάτοχος ομολόγων χωρών της ευρωζώνης μπορεί να χρησιμοποιήσει τους τίτλους ως ενέχυρο ή να τους πουλήσει στην ΕΚΤ αποκτώντας ρευστότητα. Δηλαδή ο επενδυτής γνωρίζει ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχει αγοραστής για τα ομόλογά του. Τα ελληνικά όμως δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία και οι επενδυτές δεν τα αγγίζουν φοβούμενοι ότι θα μείνουν με τον «μουντζούρη» στο χέρι. Η συζήτηση που γίνεται τελευταία για επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές συνδέεται ακριβώς και μόνο με το ενδεχόμενο ένταξης της χώρας στο QE. «Δεν έχει να κάνει με την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αν η Ελλάδα μπει στο πρόγραμμα οι επενδυτές γνωρίζουν ότι θα υπάρχει αγοραστής για τους τίτλους τους: η ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, οι ελληνικοί τίτλοι, που προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις από τους άλλους της ευρωζώνης, αναμένεται να γίνουν ελκυστικοί» αναφέρουν τραπεζικές πηγές.

Η «σύντομη παρένθεση» που δεν έκλεισε
Δεν είναι μόνο η μη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE που χαρακτηρίζει την ιδιότυπη σχέση της χώρας με την ευρωζώνη. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που έχει capital controls, τα οποία βάζουν περιορισμούς στη μία από τις τρεις βασικές αρχές πάνω στις οποίες χτίστηκε η Ενωμένη Ευρώπη: την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Από το βράδυ της Κυριακής 28 Ιουνίου 2015, όταν ο κ. Τσίπρας με τηλεοπτικό του διάγγελμα ανακοίνωνε την εισαγωγή των capital controls, αυτή η «σύντομη παρένθεση», όπως την είχε χαρακτηρίσει, παραμένει ακόμη ανοιχτή.
Και όσο δεν κλείνει, το ευρώ που είναι κατατεθειμένο σε ελληνική τράπεζα έχει μικρότερη αξία από το ευρώ που έχουμε στην τσέπη μας ή από αυτό που βρίσκεται σε ξένη τράπεζα. Διότι το ευρώ στην ελληνική τράπεζα είναι δεσμευμένο και ο ιδιοκτήτης του δεν έχει άμεση πρόσβαση στις καταθέσεις του.
Για τον λόγο αυτόν άλλωστε έχει δημιουργηθεί μια ιδιόμορφη «μαύρη» αγορά μετρητών, δηλαδή κάποιος αγοράζει μετρητά πληρώνοντας με καταθέσεις. Μόνο που η συναλλαγή δεν γίνεται στην ονομαστική αξία των μετρητών, αλλά χρεώνεται προμήθεια της τάξεως του 5%-6%, η οποία μπορεί να φθάσει ως και 10%. «Οπου σε πιάσει κανείς, ανάλογα με την ανάγκη» αναφέρουν πηγές της αγοράς. Δηλαδή, για να πάρει κάποιος στα χέρια του μετρητά, π.χ., 5.000 ευρώ, μεταφέρει διατραπεζικά 5.250-5.500 ευρώ από τις καταθέσεις του.
Πανάκριβος ο τραπεζικός δανεισμός

Η παραμονή των capital controls δρα ανασταλτικά στην επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες. Με την Ελλάδα αποκλεισμένη από το QE, τις τράπεζες να δυσκολεύονται να σηκώσουν ρευστότητα από τη διατραπεζική αγορά εξαιτίας του υψηλού στοκ «κόκκινων» δανείων και τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων να παραμένουν εκτός τραπεζικού συστήματος, οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.

Ο τραπεζικός δανεισμός, εκτός από σπάνιο είδος, είναι και πανάκριβος. Το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι τέσσερις και πέντε φορές υψηλότερο από αυτό αντίστοιχων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, καθιστώντας τες μη ανταγωνιστικές στην ευρωζώνη, όπου κατευθύνεται ο κύριος όγκος των ελληνικών εξαγωγών. Η τεράστια αυτή διαφορά στο κόστος δανεισμού είναι μια ανισότητα η οποία δεν συνάδει με το πνεύμα της ενιαίας αγοράς και στην ουσία απομακρύνει την Ελλάδα από την Ευρώπη.
Επιπλέον, τα capital controls δημιουργούν προβλήματα στην εισαγωγή εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Παρά τη χαλάρωση που έχει συμβεί από πέρυσι το καλοκαίρι ως εφέτος, υπάρχουν ακόμη σημαντικοί περιορισμοί. Μάλιστα, σχετικό αίτημα των ελληνικών αρχών που υποβλήθηκε στην ΕΚΤ στις αρχές του καλοκαιριού, απορρίφθηκε από τη Φρανκφούρτη. Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να υπολειτουργεί ακόμη μία από τις βασικές αρχές της Ενωμένης Ευρώπης, αυτή της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων.
Τέλος, από τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο Προσφυγικό και τις δηλώσεις του Πάνου Καμμένου ότι «αν οι Βρυξέλλες συνεχίσουν το bullying στην Ελλάδα η Ευρώπη θα γεμίσει τζιχαντιστές», οι έλληνες πολίτες έχουν δει να καταργείται στην πράξη και η τρίτη βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αυτή της ελεύθερης διακίνησης πολιτών. Σε όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά αεροδρόμια οι επιβάτες των πτήσεων από την Ελλάδα περνούν κανονικά από ελέγχους διαβατηρίων, οι οποίοι στήνονται στις εισόδους με φορητά μηχανήματα τα οποία τσεκάρουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα. Αν λάβει κανείς υπόψη του και τον φράκτη που έχουν υψώσει οι ευρωπαϊκές χώρες για να κλείσουν τη βαλκανική οδό των προσφύγων, το ευρωπαϊκό στάτους της Ελλάδος αναμφίβολα βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ