Το θεσμικό «αλαλούμ» που προκλήθηκε από την αιφνιδιαστική δρομολόγηση εκ μέρους της κυβέρνησης του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου ήταν ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ των ραγδαίων πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων. Από την πρώτη στιγμή διατυπώθηκαν εκ μέρους των συνταγματολόγων επιφυλάξεις ή ευθείες αντιδράσεις ως προς το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η κυβερνητική πρωτοβουλία, γεγονός που ώθησε κάποιους στο να μιλούν για την αναγκαιότητα παρέμβασης εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Πρ. Παυλόπουλου, υπενθυμίζοντας τι έλεγε ο ίδιος τον Νοέμβριο του 2011 όταν ο τότε πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου είχε εγείρει ζήτημα δημοψηφίσματος με τη γνωστή κατάληξη –οδηγήθηκε σε παραίτηση.
«Το Σύνταγμα δεν προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για θέματα που αφορούν τα δημοσιονομικά, συνεπώς παραμένει το ερώτημα ποιο θα μπορούσε να είναι το ερώτημα που θα ετίθετο στο δημοψήφισμα» είχε δηλώσει τότε μεταξύ άλλων ο κ. Παυλόπουλος. Βεβαίως, σύμφωνα με τη διατυπωμένη άποψη συνταγματολόγων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι δέσμιος της απόφασης της Βουλής και ως εκ τούτου οι παραινέσεις που έγιναν προκειμένου να μην υπογράψει το διάταγμα για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος έπεσαν στο κενό.
Σε κάθε περίπτωση, το δημοψήφισμα αυτό προκάλεσε πληθώρα ενστάσεων από την πλευρά των συνταγματολόγων, μεταξύ των οποίων ακόμη και εκείνοι που διαπιστώνουν ότι δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας είτε ως προς τον «κατεπείγοντα» χαρακτήρα του είτε ως προς το περιεχόμενο του ερωτήματος επί του οποίου θα κληθούν οι πολίτες να απαντήσουν με ένα «Ναι» ή ένα «Οχι». Επισημαίνουν ότι επί της ουσίας ο ασφυκτικός χαρακτήρας των προθεσμιών δημιουργεί ένα πρωτοφανές προηγούμενο, και αδυναμία εκ των πραγμάτων να προηγηθεί μια νηφάλια και επαρκής δημόσια συζήτηση.
Αλλά και εκείνοι που διαπιστώνουν ότι τυπικά και συνταγματικά είναι νόμιμο το δημοψήφισμα, θεωρούν ότι αν και δεν αφορά ψηφισθέν νομοσχέδιο δημοσιονομικού χαρακτήρα, ωστόσο το δίλημμα που τίθεται έχει δημοσιονομικό περιεχόμενο.
Σε κάθε περίπτωση, οι επικριτές της κυβερνητικής πρωτοβουλίας πιστεύουν ότι όποια και αν είναι η ετυμηγορία του ελληνικού λαού, το δημοψήφισμα και ο τρόπος που δρομολογήθηκε λειτουργούν πολωτικά και διχαστικά και μάλιστα σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης με κλειστές τις τράπεζες κ.λπ. Μέσα σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η προσφυγή δύο πολιτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του δημοψηφίσματος με το σκεπτικό ότι οι προπαρασκευαστικές πράξεις διεξαγωγής του είναι παράνομες και αντισυνταγματικές και προσκρούουν στο άρθρο 44 και στον Ν. 4023/2011 που αφορά τους κανόνες διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων. Ενώ σε ανακοίνωσή του ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης κ. Thorbjorn Jagland υποστήριξε (στο Reuters) ότι το δημοψήφισμα δεν πληροί τις διεθνείς προδιαγραφές και τα διεθνή πρότυπα, θέση που προκάλεσε την αντίδραση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας και αντιπροέδρου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης κ. Δ. Βίτσα, ο οποίος δήλωσε ότι η άποψη αυτή δεν αντανακλά το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά την προσωπική άποψη του κ. Jagland.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ