Η μοναξιά είναι κακός σύντροφος. Ιδίως για τους διανοούμενους σε εποχές δικτατορίας – όχι μόνο λόγω λογοκρισίας, αλλά και αναποτελεσματικότητας: Ο λόγος τους, αποκομμένος από το κοινό, χάνει την πρακτική αξία του. Κάθε επίσκεψη από τους «έξω» δίνει έτσι ανάσα ζωής. Σαν εκείνη που έδωσε ο Γκίντερ Γκρας με τον ερχομό του στην Ελλάδα το 1972, όταν η Χούντα των συνταγματαρχών βρισκόταν στα φόρτε της.

«Οπωσδήποτε, ο διάσημος συγγραφέας δεν ήρθε στην Αθήνα για να αναμετρηθεί με το ελληνικό καθεστώς» είχε γράψει τότε ο Δημήτρης Μαρωνίτης. «Σκοπός της σύντομης παρουσίας του και της συνοπτικής ομιλίας του ήταν (όπως ομολόγησε και ο ίδιος) να σπάσει τη μοναξιά όσων – επιδέξια, ή αδέξια, αυτάρεσκα ή απελπισμένα – υπερασπίζονται ακόμη την υπόθεση της δημοκρατίας».

Το γραπτό αυτό, που φέρει τον τίτλο «Λόγος και πράξη» ανέγνωσε την Παρασκευή – για πρώτη φορά δημόσια; – ο γνωστός νεοελληνιστής σε εκδήλωση του Κέντρου Μοντέρνα Ελλάδα CeMoG στο Ιστορικό Μουσείο του Βερολίνου με αφορμή τα 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Στο κείμενο δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία στα λόγια του γερμανού συγγραφέα. Αυτό δεν έχει εξάλλου σημασία. «Σε τελευταία ανάλυση, η μεγαλύτερη προσφορά του Günter Grass υπήρξε η ίδια του η παρουσία» συνοψίζει ο κ.Μαρωνίτης. « Όσο για το νόημα της ομιλίας και της συνέντευξής του, για μας κι αυτό, πυκνωμένο, θα μπορούσε να αθροιστεί σε ένα επιφώνημα – που δεν ακούστηκε».

Πιο ηχηρά ήταν τα επιφωνήματα στο πάνελ που επακολούθησε. Παράδειγμα, οι έπαινοι της Δανάης Κουλμάση, που ήταν τότε συντάκτρια στην ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle, στην οξεία κριτική που ασκούσε ο κατοπινός νομπελίστας στην κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Φιλελεύθερων για την «ενδοτική» πολιτική της έναντι της Χούντας, καθώς και στη μεθοδικότητα, με την οποία προετοίμασε ο ίδιος το ταξίδι του στην Αθήνα.

Στο επίκεντρο του πάνελ ήταν όμως η μεγάλη συμβολή της Deutsche Welle στον αντιδικτατορικό αγώνα των Ελλήνων του εξωτερικού. «Ήταν το BBC της εποχής εκείνης για την Ελλάδα» είπε η κ.Κουλμάση υπαινισσόμενη τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε ο βρετανικός ραδιοσταθμός στην ενημέρωση του πληθυσμού στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη. «Η Deutsche Welle δεν είχε το μονοπώλιο», έσπευσε να «διορθώσει» ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, που πέρασε και τα εφτά χρόνια της δικτατορίας (1967-1974) στην Ελλάδα. Μεγάλο ακροατήριο, πρόσθεσε, είχαν και οι ελληνικές εκπομπές του πραγματικού BBC και της γαλλικής ραδιοφωνίας. Το Ράδιο Μόσχα, αντίθετα, ήταν «αναξιόπιστο» – το άκουγαν μόνο οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές.

Ένας «φάρος διαφωτισμού» ήταν και η ελληνική εκπομπή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, η οποία εξέπεμπε ωστόσο για τους έλληνες «γκασταρμπάιτερ» (φιλοξενούμενους εργάτες) στη Γερμανία. Η συγγραφέας Ελένη Τορώση, που δούλευε από το 1967 στο σταθμό, παρουσίασε συγκινητικά ντοκουμέντα για την απήχηση που είχε το πρόγραμμά του στην ελληνική μετανάστευση. «Καθημερινά παίρναμε περί τα 20 γράμματα» είπε. «Θα έλεγα ότι έχω μια δαιμονική σχέση με την εκπομπή» αναφερόταν σε ένα από αυτά. «Αυτή υπάρχει για μένα, όπως κι εγώ υπάρχω γι αυτήν. Μερικά σχόλια είναι πολύ επιτυχημένα, αγγίζουν ακριβώς την καρδιά του εργάτη».

Η ίδια, μιλώντας για τον διευθυντή της εκπομπής Παύλο Μπακογιάννη, αποκάλυψε – εντελώς απροσδόκητα – ότι ήταν μαρξιστής. «Η άποψη ότι ήταν συντηρητικός είναι λανθασμένη» είπε. Απλώς, λόγω της θέσης του, είχε μάθει να «κρύβεται» – κάτι που τελειοποίησε ήδη στα νιάτα του, όταν για λόγους βιοποριστικούς δούλευε ως φύλακας στο λιμάνι του Πειραιά.

Αίσθηση προκάλεσαν και οι αποκαλύψεις του ομότιμου καθηγητή της ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ για τις πιέσεις που ασκούσε το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών στις διευθύνσεις της Deutsche Welle και της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, καθώς και του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα (του σημαντικότερου καταφύγιου για τους δημοκρατικούς έλληνες διανοούμενους την εποχή της Χούντας), να βάλουν, στο όνομα των γερμανικών και νατοϊκών συμφερόντων, «φίμωτρο» στους αντιδικτατορικούς έλληνες συνεργάτες τους.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων πιέσεων έφερε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Έμπερχαρτ Ρόντχολτς. Το αποκορύφωμα: Η συμφωνία του διευθυντή της Deutsche Welle Βάλτερ Στάιγκνερ με τον επικεφαλής των προπαγανδιστών της Χούντας Βύρωνα Σταματόπουλο, που υποδείκνυε στους συντάκτες των εκπομπών να εκφράζονται με τον «δέοντα τρόπο» και να αποφεύγουν λέξεις όπως «καθεστώς» και «συνταγματάρχες». Το συμπέρασμα του κ.Ρόντχολτς: «Πρόκειται για μοναδικό συμβάν στη ραδιοφωνική ιστορία της ομοσπονδιακής Γερμανίας: Να διαπραγματεύεται ο διευθύνων σύμβουλος ενός δημόσιου ραδιοσταθμού, και δη Σοσιαλδημοκράτης, με τον επικεφαλής της προπαγάνδας ενός στρατιωτικού καθεστώτος, για το πώς θα διαμορφώνεται το πρόγραμμα του σταθμού του».

Παρά τις όποιες «παρενέργειες» ωστόσο, η Γερμανία ήταν εκείνη την εποχή η «“λοκομοτίβα „της ελληνικής αντίστασης στην Ευρώπη», όπως ανέπτυξε στην εισήγησή του ο καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών Βαγγέλης Καραμανωλάκης. Σε αυτό συνέβαλε τόσο το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων στη χώρα (350000 μετανάστριες και μετανάστες, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές), όσο και ο νέος «φιλελληνισμός» μεγάλου μέρους της γερμανικής διανόησης, καθώς και του ριζοσπαστικού τότε φοιτητικού κινήματος. Σπουδαίο ρόλο σε αυτό έπαιξαν επίσης τα συνδικάτα, η εκκλησία, οι οργανώσεις της Αριστεράς, καθώς και το σοσιαλιστικό κόμμα.

Πως εξηγείται έτσι ο καυγάς ανάμεσα στον Γκίντερ Γκράς με τον πρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών και καγκελάριο (1969-1974) Βίλι Μπραντ για το θέμα της Ελλάδας;

Ως πρόεδρος του κόμματος, ο Μπραντ υποστήριζε όσο μπορούσε τους δημοκρατικούς Έλληνες, ως μέλος της κυβέρνησης όμως ήταν αναγκασμένος να παίρνει υπόψη τα διαχρονικά συμφέροντα της Γερμανίας και του ΝΑΤΟ, ήταν η εξήγηση του κ.Φλάισερ.

Τέτοιες διφορούμενες ερμηνείες δεν τις αποδεχόταν όμως ο κ.Γκρας. Ο καυγάς του με τον Μπράντ κατέληξε έτσι σε ρήξη– η οποία γεφυρώθηκε μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας.