Η εθνικιστική Δεξιά στην Ελλάδα έχει «ιστορικότητα». Ο άνεμος της δημοκρατίας που φύσηξε με τη Μεταπολίτευση του 1974 δεν εξαφάνισε τους θιασώτες του εθνικισμού και της χούντας. Πάντα υπήρχαν και είτε κινούνταν στο περιθώριο της δεξιάς παράταξης είτε ελάχιστοι είχαν επιλέξει να ενταχθούν σε σχήματα ασήμαντα της άκρας Δεξιάς χωρίς πολιτική παρέμβαση. Κυρίως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αλλά και ο κ. Κ. Μητσοτάκης είχαν καταφέρει να απομονώσουν και να ενσωματώσουν την όποια έκφραση της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, εξέλιξη που δεν άφηνε πολλά περιθώρια κινήσεων στους βουλευτές και στα στελέχη με εθνικιστικές και χουντικές απόψεις. Κατά καιρούς είχαν προκαλέσει διάφορα ζητήματα με τις παρεμβάσεις τους, αλλά μόνο με την απόφαση του κ. Κ. Καραμανλή για στροφή της ΝΔ προς το Κέντρο και τον μεσαίο χώρο άνοιξε ο δρόμος για επανεμφάνιση των οπαδών του εθνικισμού.

Από την εποχή που η χώρα εισήλθε στη μέγγενη των μνημονίων και άλλαξαν άρδην οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες άρχισε να σηκώνει κεφάλι η άκρα Δεξιά και πέραν του ΛΑΟΣ, που κινούνταν εντός των συνταγματικών πλαισίων.

Οι λόγοι εμφάνισης της Ακροδεξιάς ήταν αρκετοί και, σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, η ιδεολογική επιρροή της σήμερα στην Ελλάδα κυμαίνεται περίπου στο 10%-15%. Πρόκειται κυρίως για στρώματα του πληθυσμού που διακατέχονται από μισαλλοδοξία, εθνικιστικές αντιλήψεις, φιλοχουντικές απόψεις, ξενοφοβία και ακραίες θέσεις σε μια σειρά επίμαχα κοινωνικά ζητήματα.
Βέβαια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, όπως προκύπτει και από την ανάλυση των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, ότι το ακροδεξιό ρεύμα αφορά μόνο τη δεξιά παράταξη, αν και αυτή είναι η πιο συμπαγής ομάδα.
Πριν από την εμφάνιση του ΛΑΟΣ, το 2000, ο χώρος της άκρας Δεξιάς δεν είχε καταγράψει ιστορικά υπολογίσιμες δυνάμεις. Αν εξαιρέσει κανείς το 1977, όταν η Εθνική Παράταξη με αρχηγό τον Στέφανο Στεφανόπουλο συγκέντρωσε 6,82% εξασφαλίζοντας πέντε έδρες με την ψήφο 349.988 πολιτών, δεν είχε καταγράψει ιδιαίτερη δυναμική. Το ποσοστό της Ακροδεξιάς, με τα διάφορα περιθωριακά κομματίδια, κυμαινόταν στις βουλευτικές εκλογές στο 0,5%-0,7%, ενώ στις ευρωεκλογές, όπου ήταν και πιο χαλαρή η ψήφος, έφθανε στο 1%-1,5%.
Αυτό άλλαξε με την παρουσία του ΛΑΟΣ, ο πρόεδρος του οποίου κ. Γ. Καρατζαφέρης αρνείται πεισματικά τον χαρακτηρισμό Ακροδεξιά που του αποδίδει η Αριστερά, αν και στέγασε πολιτικά πρόσωπα με εθνικιστική ρητορική.
Η έκπληξη ήταν στις ευρωεκλογές του 2009, όταν τον ΛΑΟΣ ψήφισαν 366.615 ψηφοφόροι, ήτοι ποσοστό 7,15%, αν και είχε προηγηθεί το 13,6% στις δημοτικές εκλογές του 2002, όταν ο Λεπέν στη Γαλλία πέρασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με 16,86%.
Η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, όμως, την οποία ψήφισαν 425.990 πολίτες (ποσοστό 6,92%), προβλημάτισε, αν και δεν προκάλεσε έκπληξη για όσους παρατηρούν τις πολιτικές τάσεις, αφού στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια καταγραφόταν σημαντικός βαθμός ανοχής στην άκρα Δεξιά, ενώ και αρκετά ΜΜΕ με τη στάση τους την ενίσχυσαν.
Το ερώτημα μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι αν θα αντέξει η ΧΑ ή φθάσαμε στο τέλος της μετά τις συλλήψεις της ηγεσίας της.
Ως εκ τούτου αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για το ποιος σχηματισμός στα άκρα της Δεξιάς μπορεί να καλύψει τους ψηφοφόρους που προτίμησαν τη Χρυσή Αυγή ή θα γυρίσουν σε γνώριμες πολιτικές στέγες, όπου και παρέμεναν τα περισσότερα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές μεταβολές στη μνημονιακή Ελλάδα έδωσαν την ευκαιρία σε πολλά πολιτικά ιδρύματα του εξωτερικού, όπως π.χ. στο γερμανικό Friedrich Ebert Stiftung (δεξαμενή σκέψης – think tank του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), να μελετήσουν το φαινόμενο της Ακροδεξιάς στη χώρα μας.
Στη μελέτη του, η οποία έγινε από τον κ. Αθ. Μαρβάκη και τις κυρίες Μαριάνθη Αναστασιάδου, Ιωάννα Πετρίτση και Τάνια Αναγνωστοπούλου, παρουσιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι και αφορά τη νεολαία και την άκρα Δεξιά στην Ελλάδα, υπογραμμίζεται ότι «η νέα άκρα Δεξιά δεν αιφνιδίασε (…) αλλά στηρίχθηκε ακριβώς στην έμπρακτη απαξίωση δημοκρατικών αξιών, στην ολιγωρία εναντίον της άκρας Δεξιάς και στην αδυναμία προάσπισης της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης ευρύτερα».
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα είναι ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η άκρα Δεξιά με τα πολιτικά μορφώματα που την εκπροσωπούν στο πολιτικό σκηνικό. «Ακροδεξιές πολιτικές υιοθετούνται και επιχειρούνται από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις τα τελευταία χρόνια στη χώρα που υπερβαίνουν τα στενά όρια των ακροδεξιών κομμάτων» σημειώνεται, ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζεται πως «η ακροδεξιά κατεύθυνση ενός μέρους της νεολαίας δεν αποτελεί νέο φαινόμενο».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επισήμανση ότι «στην ελληνική κοινωνία εδώ και χρόνια προετοιμάζεται ένα «γήπεδο» για την άκρα Δεξιά στο οποίο παίζει ένα εύκολο παιχνίδι χωρίς ισχυρό αντίπαλο». Επίσης αναφέρεται ότι η Χρυσή Αυγή, όπως και άλλες εκφάνσεις της άκρας Δεξιάς στην Ελλάδα (π.χ., ο ΛΑΟΣ), «έρχεται να καρπωθεί τη σοδειά αρκετών δεκαετιών, χωρίς ωστόσο να έχει συμβάλει καθόλου στη σπορά και καλλιέργεια αυτής της σοδειάς».
Ξεχωριστή σημασία έχει η αναφορά ότι καταλυτικό ρόλο για την άνοδο της ΧΑ έπαιξε η «έλλειψη ενός άλλου ισχυρού πολιτικού πόλου που θα μπορούσε να αντισταθμίσει μια στροφή προς την άκρα Δεξιά».
Αυτή η επισήμανση μας δίνει μια απάντηση για την ανάγκη, όπως λένε πολλοί, να υπάρξει ένα καθαρόαιμο δεξιό κόμμα στα δεξιά της ΝΔ, το οποίο όμως θα κινείται εντός των συνταγματικών πλαισίων και θα μπορεί κάλλιστα να διαδραματίσει ρόλο ως «χρήσιμος θεσμικός εταίρος». Για τους μελετητές η ΧΑ αποτελεί αυτή τη στιγμή τον βασικό εκφραστή του απενοχοποιημένου εκφασισμού μιας μερίδας πολιτών της χώρας.

Σαράντα χρόνια φαγούρα
Από τον Στεφανόπουλο στον Μιχαλολιάκο

Η εθνικιστική Δεξιά έκανε την εμφάνισή της στις εκλογές του 1974 με τον Πέτρο Γαρουφαλλιά και το κόμμα της εξωκοινοβουλευτικής Εθνικιστικής Δεξιάς (ΕΔΕ) που έλαβε 1,08% και 52.768 ψήφους. Η ΕΔΕ έθεσε τις βάσεις για να αυξηθεί το ποσοστό της Εθνικής Παράταξης, που στις εκλογές του 1977 συγκέντρωσε 6,82%. Ηταν ένα κόμμα καθαρά εθνικιστικό και φιλοβασιλικό, το οποίο ιδρύθηκε από τον Στέφανο Στεφανόπουλο, που ήταν πρώην ηγέτης της συντηρητικής πτέρυγας της Ενωσης Κέντρου, ενώ «συναρχηγός» ήταν ο Σπύρος Θεοτόκης, κεντρικό στέλεχος της ΕΡΕ.
Η Εθνική Παράταξη διαλύθηκε το 1981 εξαιτίας των έντονων διαφωνιών στο θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και τα περισσότερα στελέχη της εντάχθηκαν στη ΝΔ, όπως οι Θεοτόκης, Αποστολάκος, Παπαευθυμίου και Ιμάμογλου, που ψήφισαν και τον Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους.
Οι εξελίξεις στον εθνικιστικό χώρο οδήγησαν τον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1979 να επανιδρύσει το Κόμμα των Προοδευτικών (ΝΕΠ) θέλοντας να καλύψει το κενό που είχε δημιουργηθεί. Το 1981 έλαβε 1%, ενώ στις τάξεις του είχε εθνικιστές, εθνικοσοσιαλιστές, οπαδούς του Γεωργίου Παπαδόπουλου, του Ιωαννίδη κ.ά.
Στη συνέχεια το μέτωπο έσπασε και η πιο σημαντική κίνηση ήταν τον Ιανουάριο του 1984 από τον έγκλειστο δικτάτορα, τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, με την εμφάνιση της Εθνικής Πολιτικής Ενωσης (ΕΠΕΝ), πρόεδρος της νεολαίας της οποίας ορίστηκε ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Στις ευρωεκλογές του 1984 η ΕΠΕΝ συγκεντρώνει το 2,29% και κερδίζει μία έδρα στην Ευρωβουλή. Από τότε δεν υπήρξε καμία σοβαρή προσπάθεια, αν και κατά καιρούς έγιναν κινήσεις όπως με το Ελληνικό Μέτωπο υπό τον κ. Μ. Βορίδη, την Πρώτη Γραμμή του κ. Κ. Πλεύρη ή την Εθνική Συμμαχία, ως το 6,92% τής ΧΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ