«Μπροστά από την εποχή της: Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας 1990-1993». Ο τίτλος τα λέει όλα και στέλνει πολλαπλά μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση. Αυτό επιδιώκει και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης που επέλεξε και τον συγκεκριμένο τίτλο για το βιβλίο του, το οποίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου σε εκδήλωση που θα γίνει στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Με το πόνημα αυτό ο κ. Μητσοτάκης θέλει να τονίσει τη σημασία που θα είχε για τη χώρα αν είχαν προωθηθεί οι μεταρρυθμίσεις που είχε δρομολογήσει η κυβέρνησή του, εμμένοντας στη διαπίστωση ότι πολλά από τα σημερινά δεινά για τον τόπο θα είχαν αποφευχθεί. Επί της ουσίας κάνει έμμεσες αναφορές στη σημερινή πολιτική κατάσταση, υπεραμυνόμενος μιας σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής.

Στο νέο βιβλίο του κ. Μητσοτάκη ο αναγνώστης δεν θα βρει «πιπεράτες» αναφορές σχετικά με συγκεκριμένα πρόσωπα που τορπίλισαν την προσπάθεια της κυβέρνησής του, αλλά εμμέσως εξάγονται πολλά συμπεράσματα. Το βιβλίο εξάλλου δεν έχει στόχο να ανοίξει πληγές και να δημιουργήσει κλίμα σύγκρουσης αλλά είναι καθαρά οικονομικού περιεχομένου και ο βετεράνος πολιτικός δεν προβαίνει σε πολιτική ανάλυση.

Ο πρώην πρωθυπουργός με έμμεσο τρόπο αφήνει αιχμές, υπογραμμίζοντας ότι αν η κυβέρνησή του είχε αφεθεί να συνεχίσει το έργο της δεν θα είχαμε φθάσει σήμερα στα πρόθυρα της καταστροφής ούτε θα είχαμε ανάγκη από την τρόικα και το ΔΝΤ, ενώ στο βιβλίο δεν παρουσιάζονται όλα ειδυλλιακά για την περίοδο της διακυβέρνησής του αλλά υπάρχει και διάθεση αυτοκριτικής.
Μάλιστα, για να ενισχύσει το επιχείρημά του, ότι αν άφηναν την κυβέρνησή του να προχωρήσει το έργο της η σημερινή κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη, χρησιμοποιεί μια πρόσφατη φράση του τότε επιτρόπου Οικονομικών Χένινγκ Κριστόφερσεν που είπε: «Αν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του είχαν αφεθεί να ολοκληρώσουν το μεταρρυθμιστικό τους έργο, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν στις πρώτες θέσεις των οικονομικά επιτυχημένων χωρών της ευρωζώνης».
Το μήνυμα του κ. Μητσοτάκη επικεντρώνεται στην προ 20ετίας αναφορά του ότι ο αναπροσανατολισμός της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της περιστολής των δαπανών δεν μπορεί να ερμηνευθεί απλώς και μόνο ως συνειδητή επιλογή που επιβάλλεται από τη φύση της ιδεολογίας του οποιουδήποτε κυβερνώντος κόμματος αλλά ως «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την κοινωνικοοικονομική επιβίωση του τόπου.

«Είναι βέβαιο ότι αν η επιλογή εκείνη είχε ακολουθηθεί διαχρονικά, τότε ασφαλώς η χώρα μας δεν θα ήταν σήμερα υπό χρεοκοπία»
υπογραμμίζει στο βιβλίο του, στο οποίο εκτός από τα αναλυτικά στοιχεία για το νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών κάνει εκτενή αναφορά και σε μια σειρά –όπως επισημαίνεται –μεταρρυθμίσεων, εξαιρετικά επίκαιρων σήμερα, που έβαλαν τότε την Ελλάδα σε νέα τροχιά ανάπτυξης.
Επισημαίνει ότι δεν είχε δώσει προεκλογικές υποσχέσεις και είπε με ειλικρίνεια την αλήθεια στον λαό, ενώ δεν φοβήθηκε το πολιτικό κόστος, προχωρώντας σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, και υπεραμύνεται της πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του.
Παράλληλα σημειώνει ότι σε μόλις τριάμισι χρόνια κατάφερε να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά που είχαν εκτροχιαστεί, να προχωρήσει σε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, ενώ επιβεβαίωσε τον ευρωπαϊκό και δυτικό προσανατολισμό της χώρας στην εξωτερική πολιτική.
Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρει ότι κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του ξεκίνησε μια πορεία ανασυγκρότησης και απελευθέρωσης και σημειώνει ότι τον Απρίλιο του 1990, μήνα κατά τον οποίο έγινε η τρίτη συνεχόμενη εντός 11 μηνών εκλογική αναμέτρηση, στην οποία και ο ίδιος εξελέγη πρωθυπουργός, η χώρα ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Ο ίδιος σημειώνει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησής του ήταν εξαρχής η απελευθέρωση της οικονομίας και των αγορών από τον στενό έλεγχο του κράτους, με ταυτόχρονη όμως διατήρηση της οικονομικής και νομισματικής σταθερότητας, ούτως ώστε να ανοίξει ένα καινούργιο κεφάλαιο ταχύρρυθμης ανάπτυξης, μέσα στα νέα, ευρύτερα και πιο ανταγωνιστικά πλαίσια.
Ο κ. Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι «μπροστά σε τέτοια τραγική κατάσταση οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός θα είχε αναζητήσει τις εύκολες διεξόδους» και αναφέρεται σε αυτές αναλυτικά.
Ο πρώην πρωθυπουργός σημειώνει ότι άλλος στη θέση του θα μπορούσε να προχωρήσει, κατά τα πρότυπα του Ανδρέα Παπανδρέου, σε μια γενναία υποτίμηση της δραχμής της τάξεως του 40%-50%.
Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι άλλος πρωθυπουργός θα μπορούσε «να είχε προσφύγει στην ΕΟΚ και (γιατί όχι;) και στο ΔΝΤ για μια έκτακτη βοήθεια, με τα γνωστά οδυνηρά επακόλουθα που βιώνουμε σήμερα» και συμπληρώνει την επιχειρηματολογία του με την τρίτη διέξοδο, που θα ήταν η κατ’ αυτόν «εύκολη πολιτική λύση, της αλλαγής του εκλογικού νόμου και νέων εκλογών, αδιαφορώντας για την πρόσθετη ζημιά που θα προκαλείτο στη διαλυμένη οικονομία».
Για τα δεινά της οικονομικής κατάστασης που παρέλαβε η κυβέρνησή του, επικρίνει το ΠαΣοΚ και την πολιτική που άσκησε, αναφέροντας ότι επί των ημερών της πρωθυπουργίας του Ανδρέα Παπανδρέου εκτοξεύθηκαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας με δεκάδες χιλιάδες διορισμούς, ενώ ο πληθωρισμός ήταν στο 20%.

«Το δημοσιονομικό έλλειμμα είχε φτάσει το 1989 το 17,6% του ΑΕΠ (από 2,7% που ήταν το 1981). Το Δημόσιο Χρέος είχε εκραγεί από το 33% του ΑΕΠ το 1981 στο 108% του ΑΕΠ το 1989 (μαζί με τις εγγυήσεις του Δημοσίου, που κατέπιπταν μετατρεπόμενες άμεσα σε χρέος)»
σημειώνει και συμπληρώνει αναφερόμενος στην αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων: «Η τεράστια διόγκωση του δημόσιου τομέα, τόσο αυτού καθαυτού με διορισμούς 300.000 περίπου νέων δημοσίων υπαλλήλων, όσο και των ΔΕΚΟ, αλλά και των χιλιάδων πλέον εταιρειών ιδιοκτησίας ή ελέγχου του Δημοσίου».
Ιδιαίτερα επικριτικός είναι ο κ. Μητσοτάκης για την «κοινωνικοποίηση» ορισμένων επιχειρήσεων, λέγοντας ότι περισσότερες από 20 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, είχαν –με, ή και χωρίς, τη «συμφωνία» των κυρίων μετόχων –«κοινωνικοποιηθεί», μέσω της μετατροπής χρέους σε μετοχές, που ανέλαβε ο Οργανισμός Αναδιοργάνωσης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ).

Χώρα προς μίμηση
«Με δικαίωσαν η ΕΟΚ και ο ΟΟΣΑ»

Ο πρώην πρωθυπουργός στην υπεράσπιση της πολιτικής του αναδεικνύει τους τρεις άξονες της πολιτικής του: αποκρατικοποίηση, απελευθέρωση και ανταγωνισμός. Παράλληλα θεωρεί βασικό επίτευγμά του τη δημοσιονομική ανασυγκρότηση και σταθερότητα πάνω σε νέες βάσεις, τη νομισματική σταθερότητα και τη μείωση του πληθωρισμού, τον περιορισμό του δημόσιου τομέα, «που είχε», όπως σημειώνει, «γιγαντωθεί και διαφθαρεί επί ΠαΣοΚ, με ευρύ πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και με περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού».
Στη συνέχεια αναφέρεται στη δημιουργία του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου για τις αποκρατικοποιήσεις και σημειώνει ότι το κεφάλαιο των ΔΕΚΟ και άλλων οργανισμών μετατράπηκε σε μετοχές, που μπορούσαν πλέον –μέχρι του ποσοστού 49% –να πωληθούν σε ιδιώτες. Στο σημείο αυτό αναφέρεται στον αείμνηστο Μιλτιάδη Εβερτ, που τον διαδέχθηκε στην αρχηγία της ΝΔ το 1993, λέγοντας ότι ο περιορισμός στο 49% ήταν αποτέλεσμα της έντονης αντίδρασής του.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο τριετές Πρόγραμμα Σταθεροποίησης της περιόδου 1991-1993, που αφορούσε το σύνολο της οικονομίας, περιλαμβάνοντας φυσικά και τα δημοσιονομικά προγράμματα, και το οποίο υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από την ΕΟΚ. Το πρόγραμμα αυτό αποτέλεσε την πυξίδα της συγκεκριμένης και συγκροτημένης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μετά την έγκρισή του, μας χορηγήθηκε από την ΕΟΚ και ένα μικρό δάνειο στήριξης.
Σε άλλο σημείο ο κ. Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του είχαν και διεθνή αναγνώριση από την τότε ΕΟΚ, τον ΟΟΣΑ και άλλους οργανισμούς.

«Η Ελλάδα, αντί να διασύρεται, προβαλλόταν ως πρότυπο προς μίμηση»
αναφέρει και επιμένει ότι η πραγματική αύξηση του χρέους για την οποία φέρει την πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πολύ μικρή και επικαλείται σειρά παρεμβάσεων με αναφορές στο Ασφαλιστικό και στις αποκρατικοποιήσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ