Τον Γρηγόρη Φαράκο δεν είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω προσωπικά. Διάβασα όμως το ιστορικό του έργο και αισθάνομαι πως τον γνώρισα μέσα απ’ αυτό. Για την πολιτική του δράση και πορεία γράφτηκαν αρκετά και τονίστηκε η μεταστροφή του από ορθόδοξο σταλινικό ηγέτη του ΚΚΕ σε στοχαστή της ανανεωτικής Αριστεράς. Εκείνο που θέλω να τονίσω εδώ είναι η ευρύτερη σημασία της ενασχόλησής του με την ιστορική έρευνα μιας περιόδου που ο ίδιος έζησε στις πρώτες γραμμές και στην οποία αφιέρωσε την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του με πραγματικό πάθος.


Την προσωπική του ιστορία και τις απόψεις του τις κατέθεσε το 1993, σ’ ένα πρώτο ιστορικό βιβλίο («Μαρτυρίες και στοχασμοί, 1941-1991. 50 χρόνια πολιτικής δράσης»). Το πρώτο του μέρος ιδιαίτερα («Στο Πολυτεχνείο της Αντίστασης») προσφέρει μια εξαιρετικά ζωντανή εικόνα της φοιτητικής εμπειρίας στην Αθήνα της Κατοχής και αξίζει να διαβαστεί παράλληλα με την «Προσωπική μαρτυρία» του Αναστάση Πεπονή που καλύπτει την ίδια περίοδο και τους ίδιους ανθρώπους από παράλληλη σκοπιά. Ακολούθησε το 1997 ο «Αρης Βελουχιώτης. Το χαμένο αρχείο – άγνωστα κείμενα», ίσως το γνωστότερο ευρύτερα έργο του, βασισμένο σε αρχειακά τεκμήρια για την πορεία του Αρη Βελουχιώτη μετά τα Δεκεμβριανά και το τέλος του. Το σημαντικότερο έργο του, κατά τη γνώμη μου υπήρξε το δίτομο «Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία» (2000). Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία της Κατοχής και των Δεκεμβριανών και στην ιστορία του ΚΚΕ, η οποία, και πάλι μέσω σημαντικών αρχειακών τεκμηρίων, προσφέρει σημαντικές (και σε ορισμένα ζητήματα, πιστεύω, τελικές) απαντήσεις σε ως τότε ανοιχτά ερωτήματα για τη στρατηγική του ΚΚΕ. Τέλος, το 2004, δημοσίευσε μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη ανάλυση για τη σχέση του ΚΚΕ με το «διεθνές κομμουνιστικό κέντρο» στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.


Σε μια εποχή που η ενασχόληση με την Ιστορία αποτελεί συχνά πρόσχημα για τον προσπορισμό πολιτικού κέρδους ή το αναμάσημα βεβαιοτήτων (όπως δείχνει, ανάμεσα σε άλλα πολλά, η πρόσφατη θλιβερή περιπέτεια του σχολικού βιβλίου Ιστορίας), ο Φαράκος έκανε ακριβώς το αντίθετο: επιχείρησε, και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε, την παραγωγή ιστορικής γνώσης μέσα από τη μελέτη της πολιτικής.


Η σημασία του συγγραφικού έργου του Γρηγόρη Φαράκου δεν περιορίζεται στην καθαρά ιστορική του συμβολή· ξεπροβάλλει έντονα μέσα από το ύφος της γραφής του που χαρακτηρίζεται από ένα ασυνήθιστο ήθος και ευγένεια. Τα γραπτά του χαρακτηρίζονται από μια λεπτή ισορροπία καθώς προσπαθούσε να διαχωρίσει την περιγραφή των γεγονότων από τις ερμηνείες του με έναν σαφή αλλά διακριτικό τρόπο, ενώ δεν δίσταζε να παρουσιάζει ανοιχτά τους δισταγμούς του ακόμη και για τις ίδιες του τις ερμηνείες, περιγράφοντας τις πολλαπλές (και συχνά αντικρουόμενες) όψεις του θέματος με ειλικρινή διάθεση να αφήσει στον αναγνώστη την πρωτοβουλία να κρίνει.


Επεδίωξε την κατανόηση αντί της δικαίωσης ή της καταδίκης. Οσοι έχουν δοκιμάσει την ιδιαίτερη έλξη που ασκεί η βεβαιότητα στο πλαίσιο της ερευνητικής διαδικασίας, μπορούν να εκτιμήσουν την αναστοχαστική του διάθεση η οποία μάλιστα αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς προέρχεται από έναν άνθρωπο που γαλουχήθηκε και έζησε όλη σχεδόν τη ζωή του μέσα στην πιο πλήρη βεβαιότητα. Από την άλλη όμως, όποτε θεωρούσε πως είχε να πει κάτι «έξω από τα δόντια» δεν δίσταζε να το κάνει (και εδώ δεν μιλάω εκ του ασφαλούς καθώς με πήραν κι εμένα τα σκάγια στο τελευταίο του βιβλίο!).


Είναι αξιοθαύμαστη η διάθεση του Φαράκου να ξαναδεί το παρελθόν που ο ίδιος έζησε μακριά από τους μύθους στους οποίους ο ίδιος πίστεψε βαθιά και η ικανότητά του να το πετύχει χωρίς τον φανατισμό που συνοδεύει καμιά φορά τις μεταστροφές αυτού του είδους – κρατώντας με άλλα λόγια όσα ο ίδιος θεωρούσε σημαντικά χωρίς να δεσμεύεται απ’ όσα θεωρούσε ασήμαντα ή και λανθασμένα. Αντίθετα με πολλούς άλλους, δεν δίστασε να καυτηριάσει ανοιχτά την εκ των υστέρων «θεωρητική δικαίωση» πράξεων που ο ίδιος θεωρούσε πως παραβίαζαν βασικές αρχές της ηθικής, όπως και δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά για την ηθική στο πλαίσιο ενός εμφυλίου πολέμου. Συνολικά, θα έλεγα πως η προσωπική φιλοσοφία που ξεπροβάλλει στο έργο του χαρακτηρίζεται από έναν βαθύ ανθρωπισμό.


Τελικά, το κεντρικό μήνυμα που κληροδοτεί το έργο του σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από τον άτεγκτο κομφορμισμό της «συνέπειας» σε στάσεις και απόψεις ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους (και τον συνεπαγόμενο χλευασμό όσων έχουν το θάρρος και κυρίως την ικανότητα να ξαναβλέπουν τα πράγματα και να τα αναθεωρούν) είναι η ακατάπαυστη περιέργεια, η ζωντάνια του πνεύματος και η προσήλωση στην έρευνα. «Νιώθουμε πως απελευθερωνόμαστε από τους μύθους που άλλοτε κυνηγούσαμε» έγραφε περιγράφοντας τους καρπούς αυτής της πνευματικής διαδικασίας που απέδειξε πως πρέπει και μπορεί να είναι αέναη.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.