«Οταν μας ζητήθηκε από τους Βρετανούς να ψάξουμε για Πακιστανούς στην Αθήνα που είχαν τηλεφωνικές επαφές με τους καμικάζι στο Λονδίνο, ακόμη δεν είχαν βγάλει τους νεκρούς από τη γραμμή Πικαντίλι του μετρό και φοβόντουσαν για νέο, πιο αιματηρό χτύπημα. Δεχόμασταν φοβερές πιέσεις από τους Αγγλους. Επρεπε να δράσουμε αμέσως. Το πρόβλημα ήταν ότι χρειαζόταν να κάνουμε μια επιχείρηση μαζικής προσαγωγής και ανάκρισης Πακιστανών που σχετίζονταν με τις τηλεφωνικές κλήσεις στο Λονδίνο και όχι ενός-δύο μεμονωμένων προσώπων, όπως συνέβαινε ως τώρα»… Αυτό αναφέρει στο «Βήμα» αξιωματούχος του υπουργείου Δημόσιας Τάξης ο οποίος γνωρίζει το παρασκήνιο της απαγωγής των Πακιστανών, επιχείρησης η οποία εξελίσσεται σήμερα σε μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση. Ο ίδιος άνθρωπος υποστηρίζει: «Οταν τον προηγούμενο Δεκέμβριο άρχισε το θέμα να γιγαντώνεται πάλι, μετά την εκπομπή του BBC, έπειτα από συνεννόηση αξιωματικών με κυβερνητικά στελέχη, επελέγη η διέξοδος της κατηγορηματικής διάψευσης όσων καταγγέλλονταν. Τότε πιστέψαμε ότι έτσι θα σταματούσε η φασαρία. Αποδείχθηκε βέβαια ότι αυτό ήταν λάθος».


H ιστορία της απαγωγής των Πακιστανών ξεκινά με διαδοχικά σήματα που αποστέλλονται στις 12 και 13 Ιουλίου 2005 από τη Σκότλαντ Γιαρντ στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Οι Βρετανοί ειδοποιούν την Αθήνα ότι ένας τουλάχιστον από τους καμικάζι του Λονδίνου φαίνεται ότι είχε συχνή επικοινωνία με χρήστες καρτοκινητών στην Ελλάδα. Ακόμη, ότι η ομάδα των τρομοκρατών είχε επαφές με τρία άτομα – πιθανολογείται από το Πακιστάν – που είχαν βρεθεί για λίγες ημέρες στην Ελλάδα τον προηγούμενο Ιούλιο.


Οι Βρετανοί στέλνουν ένα ερωτηματολόγιο προκειμένου να υποβληθεί στους «εμπλεκόμενους» Πακιστανούς της Αθήνας για να μη χαθεί χρόνος στην ανάλυση της υπόθεσης. H έρευνα ανατέθηκε στη Γ’ Διεύθυνση Αντικατασκοπίας της ΕΥΠ, μετά και από εισήγηση υψηλόβαθμων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. Πολλά στελέχη της συγκεκριμένης διεύθυνσης της ΕΥΠ στην Αθήνα αλλά και στα Ιωάννινα είχαν προσωπικές επαφές με τότε ανώτερους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ.


Αποφασίστηκε να μη ζητηθεί δικαστική συνδρομή γιατί θεωρούσαν ότι έτσι θα αυξανόταν ο κίνδυνος διαρροής πληροφοριών. Ακόμη, σύμφωνα με αξιωματούχους του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ο τότε αρμόδιος εισαγγελέας κ. Ασπρογέρακας «δεν έχει τις δυνατότητες και την ευελιξία του προκατόχου του κ. I. Διώτη». Στην πραγματικότητα οι αξιωματικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση γνώριζαν ότι η παράνομη κράτηση των Πακιστανών δεν θα μπορούσε ποτέ να νομιμοποιηθεί με άδεια του αρμόδιου εισαγγελέα και γι’ αυτό απέφυγαν να τη ζητήσουν.


Ετσι στις 15 Ιουλίου 2005 γίνεται η απαγωγή των Πακιστανών χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Τον Αύγουστο του 2005 ακολούθησε το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα», το οποίο διαψεύστηκε με έμμεσο τρόπο. Στο θέμα δεν υπήρξε συνέχεια τότε γιατί μία ημέρα μετά, τον Δεκαπενταύγουστο, σημειώθηκε η αεροπορική τραγωδία στο Γραμματικό η οποία κυριάρχησε στην επικαιρότητα. Ακολούθησε ερώτηση του Συνασπισμού στην οποία έδωσε αρνητική απάντηση – τον προηγούμενο Σεπτέμβριο – ο τότε υφυπουργός Δημόσιας Τάξης κ. X. Μαρκογιαννάκης. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Μαρκογιαννάκης δεν γνώριζε ακόμη τότε ότι είχε γίνει η επιχείρηση απαγωγής των Πακιστανών· το πληροφορήθηκε στα τέλη του 2005.


H υπόθεση φάνηκε ότι κλείνει. Μάλιστα τότε έλληνες αξιωματικοί ζήτησαν – αλλά δεν έλαβαν έγκριση – να προχωρήσουν σε συλλήψεις ηγετικών στελεχών της πακιστανικής κοινότητας που συνδέονταν με υποθέσεις δουλεμπορίου ώστε «να εξουδετερώσουν πιθανή προσπάθειά τους να ανακινήσουν στο μέλλον την υπόθεση της απαγωγής». Το θέμα όμως επανέρχεται στην επικαιρότητα τον Δεκέμβριο του 2005 έπειτα από εκπομπή του BBC. Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης «πήραν την πάσα» αλλά η αναμόχλευση του θέματος προκαλεί εντονότερες διαψεύσεις. Ταυτόχρονα στελέχη της ΕΥΠ και του υπουργείου Δημόσιας Τάξης αρχίζουν να συζητούν τον κίνδυνο να «κακοφορμίσει» αυτή η ιστορία.


Υστερα από εντολή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Δ. Λινού ξεκινά η έρευνα η οποία θα αποτελέσει την αρχή για την αποκάλυψη του γεγονότος. Το πρώτο τμήμα της έρευνας διεξήχθη από την Ασφάλεια Αττικής. Σε μία από τις συσκέψεις που έγιναν τότε διαπιστώνεται ότι «όποιος δικαστής διαβάσει τον φάκελο θα αντιληφθεί ότι οι Πακιστανοί δεν είναι προσυνεννοημένοι και ότι λένε την αλήθεια». Αποφασίζεται να καταθέσουν στον αρμόδιο εισαγγελέα κ. Δεγαΐτη, ο οποίος έχει αναλάβει πλέον την έρευνα, μόνο ανώτατα στελέχη της ΕΥΠ και να αρνηθούν οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση. Ο διοικητής της ΕΥΠ κ. I. Κοραντής παρουσίασε μάλιστα στον κ. Δεγαΐτη δεκάδες έγγραφα για απαγωγές Πακιστανών από ομοεθνείς τους, μερικοί μάλιστα από τους οποίους είχαν στολές ή έδειχναν υπηρεσιακές ταυτότητες. Στους υπολοίπους ο κ. Βουλγαράκης απαγορεύει να καταθέσουν. Ο δρόμος των αποκαλύψεων όμως είχε ήδη ανοίξει…