Τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2015 συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από το θάνατο της Χάννα Άρεντ. Με αφορμή αυτό το γεγονός, θα θέλαμε να καταθέσουμε μερικές εμπειρικές παρατηρήσεις για τη γραφειοκρατία, ένα θέμα το οποίο απασχόλησε, ανάμεσα σε άλλα, τη σπουδαία γερμανοεβραία φιλόσοφο.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι χωρίς τη γραφειοκρατική του έκταση ή προβολή – ή το γραφειοκρατικό του υποστήριγμα – το κράτος θα συνιστούσε μια τελείως μεταφυσική πραγματικότητα, μια ψιλή παρουσία. Στο πεδίο της γραφειοκρατίας, το μόνο πραγματικό – και όχι ιδεατό – πεδίο άσκησης της εξουσίας και συνάρθρωσής της με την κοινωνία, το κράτος συναντά τον πολίτη και ο πολίτης το κράτος. Μάλιστα, όχι μόνο συναντά εκεί η εξουσία τον πολίτη αλλά και στελεχώνεται από τους ίδιους του πολίτες: στο δίκτυο της γραφειοκρατίας, πολλοί, ολοένα και περισσότεροι πολίτες είναι υπήκοοι και ταυτόχρονα φορείς εξουσίας.

Επομένως, το ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο γίνεται κανείς, στην περίπτωση αυτή, καλός ή κακός αγωγός της εξουσίας.

Εν πρώτοις μπορεί, αντί να «στέκεται στο πλάι» και να διαχειρίζεται – υπηρετεί την εξουσία στο μέτρο που του αναλογεί, να κενώνεται υπαρξιακά προκειμένου να εκστασιάζεται από τις εκκενώσεις της κρατικής ισχύος, που αφήνει τότε να περνούν από μέσα του, να μεθά από τη μέθεξή του στην υπέρτατη αρχή και στην υπέρτατη δύναμη. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος, όπως συνήθως λέμε, αλλοτριώνεται, δηλ. απομακρύνεται από τον εαυτό του παράγοντας, στο μέτρο ακριβώς που απομακρύνεται, εικόνες για τον εαυτό του, και ζει απορροφώντας και καταναλώνοντας τις εικόνες που η περίφημη, συχνά περιώνυμη και πολυπόθητη, θέση του (στην κρατική μηχανή) του αποφέρει. Πρόκειται για την πηγή της υπαλληλικής ματαιοδοξίας.

Μπορεί επίσης, να υποκλέπτει κανείς, να κατακρατά, να παρακρατά, να οικειοποιείται και να ιδιοποιείται την εξουσία, κατά μέρος ή στο σύνολό της, να την ταυτίζει με τον εαυτό του και άρα να την προσωποποιεί (το κράτος είμαι εγώ). Στην περίπτωση αυτή αντιπαρατίθεται με τον πολίτη καθώς έρχεται αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, εις τρόπον ώστε αντί να τον παραπέμπει στους θεσμούς να τον παραπέμπει στον ίδιο του τον εαυτό, στην προσωπικότητά του, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της, κυρίως τα δεύτερα: ας μη ξεχνάμε ότι η εξουσία είναι η καλύτερη κρυψώνα των αδυναμιών μας, των ενοχών μας κλπ. Πρόκειται για την πηγή του υπαλληλικού αυταρχισμού.

Μπορεί ακόμη, αντί να στέκεται, στο μέτρο που είναι και αυτός υπήκοος, απέναντι στο κράτος και να εκτελεί τις υποχρεώσεις του, να στρέφει τα νώτα του στο κράτος και, κινούμενος κατά την ίδια φορά με κείνο, να κάνει μεταβίβαση εντολής: να μεταβιβάζει την εντολή σε όλους τους άλλους (χωρίς να την εκτελεί ο ίδιος). Εδώ, ο ίδιος τίθεται υπεράνω των νόμων, οι νόμοι ισχύουν για όλους τους άλλους αλλά όχι για κείνον. Πρόκειται για την πηγή της υπαλληλικής αυθαιρεσίας.

Τέλος, μπορεί να κάνει μεταβίβαση ευθύνης: να απαλλάσσεται, στο μέτρο που έχει εμπεδωμένη τη συνείδηση του γραφειοκράτη, από κάθε ηθική ευθύνη όταν εκτελεί αποφάσεις του κράτους που στρέφονται κατά του πολίτη. Είναι η περίπτωση Άιχμαν, του ανθρώπου που οδήγησε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εκατομμύρια Εβραίους, η ερμηνεία της οποίας ξεσήκωσε θυελλώδεις αντιδράσεις, όταν η Άρεντ, ως ανταποκρίτρια της δίκης του στο περιοδικό The New Yorker, και αργότερα στο βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, υποστήριξε ότι το κακό το κάνουν άνθρωποι που δεν σκέφτονται, και δεν σκέφτονται επειδή θεωρούν ότι δεν ευθύνονται για ό,τι κάνουν. Πρόκειται, ανάμεσα σε άλλους, για γραφειοκράτες, όπως ο Άιχμαν, που απλά υπακούουν στις διαταγές των ανωτέρων τους.

Ας μη ξεχνάμε, μέρες που είναι, ότι και ο Πιλάτος, αν και ήταν διατεθειμένος να ελευθερώσει τον Χριστό, άλλαξε γνώμη όταν οι Ιουδαίοι του υπέδειξαν πως αν έπραττε κάτι τέτοιο θα εναντιωνόταν στον καίσαρα.