Τις προηγούμενες μέρες με αφορμή τον ποδοσφαιρικό αγώνα Γερμανίας – Ελλάδας έκανε την εμφάνισή της μια έντονη «πολιτικοποίηση» του ποδοσφαίρου: στην πιο αθώα της έκφανση είχε την μορφή διεκδίκησης μιας άτυπης ρεβάνς απέναντι στους Γερμανούς και την πολιτική τους, στη δε «ριζοσπαστικότερη» εκδοχή της ήταν μπολιασμένη με στοιχεία εθνικισμού και αφέλειας ή ανοησίας ότι με μια νίκη στη μπάλα θα σβήσουμε τα χρέη μας και θα καθυποτάξουμε μια για πάντα τους κακούς μας δαίμονες.

Μιας και το σενάριο της νίκης δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε ας μου επιτραπεί ως ποδοσφαιρόφιλος (και χωρίς να διεκδικώ δάφνες επιστημονικής – κοινωνιολογικής τεκμηρίωσης) να επιχειρήσω να αντιστρέψω τη λογική του σχήματος που περιέγραψα παραπάνω. Παρακολουθώντας τον αγώνα διαπίστωσα σε εκπληκτικό βαθμό ότι πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους δύο αυτούς λαούς έκαναν την εμφάνισή τους στον αγωνιστικό χώρο του «PGE Arena» καθώς και σε προηγούμενους αναμετρήσεις των δύο ομάδων.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να «πολιτικοποιήσουμε» τον ποδοσφαιρικό αυτό αγώνα, ή έστω να βρούμε ομοιότητες στη συμπεριφορά των ομάδων σε σχέση με τις κοινωνίες των δύο χωρών. Η Γερμανική ομάδα εμφανίζει πολλές αρετές στο παιχνίδι της. Είχε ποιότητα, οργάνωση, υπομονή και επιμονή. Πρόκειται για μια καλοδουλεμένη ομάδα, γεγονός που οφείλεται όχι μόνο στο πλεόνασμα ταλέντου που υπάρχει στη χώρα αλλά (κυρίως) στη μεθοδικότητα με την οποία δουλεύουν στη Γερμανία από το επίπεδο των πολύ μικρών ηλικιών. Είχε και κάτι που εμείς κατά κανόνα χλευάζουμε, ένα έντονο πολυ-πολιτισμικό στοιχείο: παίκτες τουρκικής, τυνησιακής, γκανέζικης, πολωνικής καταγωγής φορούσαν το γερμανικό εθνόσημο, όντας περήφανοι γι’ αυτό.

Οι Έλληνες παίκτες χαρακτηρίζονταν από πάθος και αυτοθυσία που υπερκάλυπταν τις τακτικές – οργανωτικές αδυναμίες τους, αλλά που συνήθως δεν επαρκεί όταν η αντίπαλη ομάδα είναι καταφανώς ανώτερη σε ποιοτικό επίπεδο. Ο Γιώργος Καραγκούνης είναι η επιτομή της ελληνικής αντιφατικότητας, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο: μπορεί να βάλει γκολ σαν αυτό με τη Ρωσία με την εξυπνάδα και το πάθος του και ταυτόχρονα να προσπαθεί να εκβιάσει σφυρίγματα του διαιτητή με θεατρινίστικες ενέργειες (κομμάτι του ελληνικού DNA κι αυτό, κωδικοποιημένα το κοινωνικό φαινόμενο που αναφέρουμε ως «καπατσοσύνη»).

Συνοψίζοντας αυτήν την κοινωνικοπολιτική προσέγγιση του αγώνα οδηγούμαι στο συμπέρασμα (βιωμένο και στην καθημερινή ζωή) ότι το πάθος και η αυταπάρνηση δεν αρκούν όταν δε συνοδεύονται από αντίστοιχη ποιότητα, οργάνωση και υποδομές. Επίσης, η ανεκτικότητα στο διαφορετικό φαίνεται όχι μόνο στη θεωρία (λεκτικός αντιρατσισμός) αλλά κατά βάση στην πράξη. Τέλος, οι αυτοκαταστροφικές μας συμπεριφορές (βλ. περίπτωση Καραγκούνη) μπορούν να χαλάσουν την καλή εικόνα που με κόπο προσπαθούμε να χτίσουμε.

Αν τώρα σε όλα αυτά βλέπετε κάποιες αμυδρές ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις, δε μπορώ παρά να αντιστρέψω το παλιό τηλεοπτικό ρητό: οποιαδήποτε ομοιότητα δεν είναι καθόλου μα καθόλου συμπωματική…

* Ο Δημήτρης Τζίνης είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού (MSc) στο Μάνατζμεντ από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.