Ορθώς έχουν χαρακτηριστεί «ιστορικές» οι επερχόμενες τουρκικές εκλογές της 24ης Ιουνίου. Για πρώτη φορά οι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν ταυτόχρονα και τα πολιτικά κόμματα θα μπορούν να κατέλθουν σχηματίζοντας εκλογικές συμμαχίες. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι με αυτές τις εκλογές η Τουρκία θα προχωρήσει στην αναθεώρηση του συντάγματός της με βάση τις προτάσεις που εγκρίθηκαν στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017. Πλέον και επίσημα –διότι de facto τα πράγματα έχουν αλλάξει προ καιρού –το πολιτειακό σύστημα της Τουρκίας θα μετατραπεί από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό, με πολλές εξουσίες και αρμοδιότητες να συγκεντρώνονται στον πρόεδρο. Εάν ο νυν πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επανεκλεγεί, θα μιλάμε για την επισφράγιση αυτού που εμφανώς διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια –ενός προσωποπαγούς, αυταρχικού-«ερντογανικού» καθεστώτος.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) φαίνεται να ολοκληρώνει τη σταδιακή και μεθοδική διάβρωση των θεμελίων της κεμαλικής στρατο-γραφειοκρατίας –και του ασφυκτικού ελέγχου που αυτή ασκούσε επί του κρατικού μηχανισμού –η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Μαζί με τον μετασχηματισμό του τουρκικού κράτους και της τουρκικής εθνικής ταυτότητας –η οποία έχει αποκτήσει το περιεχόμενο μιας ισλαμο-τουρκικής σύνθεσης που πρώτα ιεραρχεί την ισλαμική ταυτότητα –έχει αλλάξει σημαντικά και η εξωτερική πολιτική της χώρας. Μέσα από κάθε συνταγματικό δημοψήφισμα (2007, 2010, 2017) και κάθε εκλογική διαδικασία που διατηρούσε το ΑΚΡ και τον Ερντογάν στην εξουσία, ο αυξανόμενος πολιτικός έλεγχος που αποκτούσε ο τελευταίος αντικατοπτριζόταν στην εξωτερική πολιτική μέσω μιας πιο εξωστρεφούς, ανεξάρτητης και, εν τέλει, αναθεωρητικής συμπεριφοράς. Μάλιστα, ο αναθεωρητισμός μετετράπη σε επεκτατισμό (οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες) όταν υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στη Συρία τον Αύγουστο του 2016 και ξανά τον Ιανουάριο του 2018.
Στην Ανατολική Μεσόγειο τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Ιδιαίτερα από το 2015, έτος που σηματοδότησε την πιο εθνικιστική στροφή του Ερντογάν, η Τουρκία έχει αυξήσει τις δράσεις της και τις εντάσεις τόσο στο Αιγαίο όσο και στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Ξεκάθαρη ήταν η κλιμάκωση από πλευράς Αγκυρας όταν τον περασμένο Φεβρουάριο το τουρκικό Ναυτικό ανέκοψε την πλεύση του πλοίου-γεωτρύπανου της εταιρείας ΕΝΙ που βρισκόταν καθ’ οδόν προς το οικόπεδο 3 για να τρυπήσει στο σημείο «Σουπιά», καθηλώνοντάς το για δύο εβδομάδες. Εν μέσω ενός αυξανόμενου δημοκρατικού ελλείμματος και της κατρακύλας της τουρκικής οικονομίας, η οποία μέχρι πρότινος λειτουργούσε σταθερά ως καταλυτικός παράγοντας στις εκλογικές νίκες του ΑΚΡ και του Ερντογάν, η τουρκική κυβέρνηση (σε συμμαχία πλέον με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, ΜΗΡ) προσπάθησε να βρει έναν άλλο παράγοντα νίκης και συσπείρωσης ψήφων. Ως αποτέλεσμα, η εθνικιστική-συντηρητική ρητορική, σε συνάρτηση με τις περιπέτειες στην εξωτερική πολιτική (βλ. Συρία, Ιράκ, Κύπρος, Ελλάδα, Ισραήλ, Ρωσία, ΗΠΑ, ΕΕ κ.τ.λ.) και μια ισχυρή δόση συνωμοσιολογίας και τουρκικού εξεψιοναλισμού, αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο της οικονομίας τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις συντηρητικές-εθνικιστικές μάζες –αν και τα όρια αυτής της τακτικής θα δοκιμαστούν στις επερχόμενες εκλογές.
Κυκλοφορεί η άποψη ότι μετά τις εκλογές τα πράγματα θα αλλάξουν στην τουρκική εξωτερική πολιτική, αφού ο Ερντογάν, εφόσον επανεκλεγεί, θα πάρει, επιτέλους, αυτό που τόσο καιρό επεδίωκε. Είναι πολύ πιθανόν η επανεκλογή του Ερντογάν να τον οδηγήσει σε σταθεροποιητικές κινήσεις αναφορικά με την οικονομία και την πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό. Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να υποτιμά την ειλικρίνεια του αναθεωρητικού γεωπολιτικού οράματος που έχει το ΑΚΡ στο εξωτερικό, αλλά ούτε και την πρόθεση του Ερντογάν να δοκιμάσει τα όρια της χώρας του στις σχέσεις της με δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. H εξάρτηση των μηχανισμών λήψης αποφάσεων από την «ερντογανική» κυβέρνηση –στην οποία θα συμμετέχει και το εθνικιστικό ΜΗΡ –θα είναι μια πραγματικότητα στη «νέα» Τουρκία και, συνεπώς, η περαιτέρω ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής είναι το πιθανότερο σενάριο.
Αν και η περίοδος που θα μεσολαβήσει μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου γύρου (στην περίπτωση που υπάρξει δεύτερος γύρος) των προεδρικών εκλογών είναι κρίσιμη, καθ’ ότι ο Ερντογάν θα θελήσει να συσπειρώσει τις ψήφους του, η μετεκλογική περίοδος θα είναι επίσης κρίσιμη για την Ανατολική Μεσόγειο. Αφενός διότι υπάρχει το ενδεχόμενο της επανεκλογής του Ερντογάν αλλά απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΑΚΡ, και η πιθανότητα διενέργειας επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών. Αφετέρου διότι το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προχωρεί, ενώ οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας για γεωπολιτική αναθεώρηση της τάξης πραγμάτων που επέφερε η Συνθήκη της Λωζάννης παραμένουν αμετάβλητοι.
Αυτό που πρέπει να αναμένουμε, και για το οποίο πρέπει να προετοιμαζόμαστε, είναι: α) η κάθοδος του τουρκικού πλοίου-γεωτρύπανου «Πορθητής» στην κυπριακή ΑΟΖ κάποια στιγμή μέχρι και το φθινόπωρο (αναλόγως εξελίξεων στο Κυπριακό και στις γεωτρήσεις της Exxon Mobil), β) οι αυξημένες τουρκικές πιέσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία για το ζήτημα της ενέργειας και της συνδιαχείρισής της με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, και γ) η προσπάθεια διαφοροποίησης του περιεχομένου των συνομιλιών για το Κυπριακό προς ένα πιο συνομοσπονδιακό μοντέλο με παράλληλες προσπάθειες διεθνούς αναβάθμισης/αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Στο Αιγαίο, η Τουρκία θα συνεχίσει την πολιτική των παραβιάσεων που απώτατο στόχο έχουν την πολιτική, νομική και οικονομική φθορά του ελληνικού κράτους και, εν τέλει, την (επανα)διαπραγμάτευση του γεωπολιτικού του καθεστώτος. Η «νέα» «ερντογανική» Τουρκία θα είναι μια πολύ διαφορετική Τουρκία και δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι θα είναι και μια πιο δύσκολη Τουρκία.
Ο κ. Ζήνωνας Τζιάρρας είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ