Είναι γνωστό πως η πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ έχει προκαλέσει έντονες κριτικές, εάν όχι πραγματική απέχθεια: ο κεντρικός ρόλος που ο φιλόσοφος αναθέτει στο Κράτος μοιάζει να αφανίζει τα άτομα και, από τη σκοπιά αυτή, η χεγκελιανή φιλοσοφία θεωρείται, τουλάχιστον από τους οπαδούς του πολιτικού φιλελευθερισμού, περίπου το υπόδειγμα της αντιδραστικής σκέψης. Ως προς το θέμα αυτό δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ μακριά: στη γνωστή αρνητική του εκτίμηση, ο Πόπερ όχι μόνο βρίσκει ότι ο Χέγκελ κατέχει εξέχουσα θέση στη μεγάλη οικογένεια των θεμελιωτών της κλειστής κοινωνίας αλλά, επιπλέον, ότι είναι ένας απαράδεκτος φιλόσοφος, που οφείλει την επιτυχία του στην υποστήριξη του πρωσικού Κράτους, του οποίου γίνεται ο επίσημος φιλόσοφος την εποχή της φεουδαρχικής παλινόρθωσης που ακολούθησε τους ναπολεόντειους πολέμους. Αναγνωρίζοντας, εξάλλου, τις υπηρεσίες του φιλοσόφου, το Κράτος υποστήριξε τους μαθητές του, οι οποίοι, με τη σειρά τους, υποστηρίχθηκαν μεταξύ τους, ώστε να δημιουργηθεί τελικά ο φαύλος κύκλος του χεγκελιανισμού που τροφοδοτεί συνεχώς με νέους πιστούς την κρατική λατρεία.


Η σαρωτική εκτίμηση του Πόπερ, η οποία έχει το πλεονέκτημα να συμπυκνώνει σε λίγες αράδες την κριτική που έχει δεχτεί η χεγκελιανή φιλοσοφία, δεν είναι σίγουρο ότι προέκυψε από την προσεκτική ανάγνωση των έργων του Χέγκελ, η οποία δείχνει, αντίθετα, την ανησυχία του φιλοσόφου για την τροπή που παίρνουν η κοινωνία και το κράτος, καθώς σχηματίζονται μπροστά στα μάτια του, τη στιγμή που γράφει. Αυτήν ακριβώς την ανησυχία θα εξετάσω, σύντομα, στη συνέχεια.


Εάν για τον Χέγκελ το ελατήριο της ιστορίας είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας σε μια οργάνωση που ικανοποιεί όλους τους έλλογους ανθρώπους, και αν η οργάνωση αυτή είναι το Κράτος, είναι σωστό να ισχυριστούμε ότι το σύγχρονο Κράτος μπορεί, σύμφωνα με τον Χέγκελ, να ικανοποιήσει όλους τους ανθρώπους; Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Οι άνθρωποι, όπως και τα άλλα ζώα, έχουν ανάγκες· αλλά οι ανάγκες των ανθρώπων, σε αντίθεση με τις ανάγκες των ζώων, είναι κοινωνικές και ιστορικές. Οι άνθρωποι δεν δημιουργούν μόνο τις ανάγκες τους αλλά και τα μέσα για να τις ικανοποιήσουν· και το αποτελεσματικό μέσο για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών είναι τα προϊόντα της εργασίας.


Ο όρος άνθρωποι είναι, προφανώς, πολύ γενικός, όταν χαρακτηρίζει τα μέλη της κοινωνίας. Ο Χέγκελ τον εξειδικεύει με πολλούς τρόπους· ένας απ’ αυτούς είναι ιδιαίτερα σημαντικός για το θέμα που μας ενδιαφέρει: πρόκειται για τον όχλο. Με τον όρο αυτόν, ο Χέγκελ υποδεικνύει τη μάζα των ανθρώπων που «προϋποθέτουν κακή ή λιγότερο καλή βούληση εκ μέρους της κυβέρνησης» και οι οποίοι εκπροσωπούν «τη σκοπιά της άρνησης». Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί; Από πού προέρχονται; Ποιος είναι ο ρόλος τους; Προτού απαντήσουμε στις ερωτήσεις, πρέπει να αναλογιστούμε τη σημασία τους. Από τη στιγμή που το χεγκελιανό Κράτος οφείλει να ικανοποιεί όλους τους έλλογους ανθρώπους, η παρουσία μιας ομάδας δυσαρεστημένων υπονομεύει την ύπαρξη του ίδιου του Κράτους και είναι το πρώτο βήμα για την κατάλυσή του. Πράγματι, εάν η αντίθεση στο Κράτος δεν είναι μόνο επιφανειακή αλλά γίνει ουσιαστική, τότε «ξεκινά η κατάρρευση του Κράτους». Ακριβώς μια τέτοια ουσιαστική αντίθεση κάνει την εμφάνισή της με την παρουσία του όχλου και, συνεπώς, σύμφωνα με τον Χέγκελ, το πρώτο ιστορικό βήμα για την κατάλυση του Κράτους έχει ήδη γίνει.


Πού οφείλεται, όμως, η παρουσία του όχλου; Ο Χέγκελ σταμάτησε στο ερώτημα αυτό και το αντιμετώπισε ευθέως και με τόλμη. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι ακριβώς να εξηγήσει την εμφάνιση τούτης ‘δώ της μάζας των ανθρώπων, που δεν αρκείται στην κριτική της δημόσιας διοίκησης, που δεν ενδιαφέρεται για τις δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού, που αδιαφορεί για τα πρόσωπα, και η οποία στρέφεται απειλητικά εναντίον των θεμελίων του ίδιου του Κράτους. Και το κρίσιμο σημείο που τρέφει την ανησυχία, ίσως μάλιστα και την αγωνία του Χέγκελ, εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο φιλόσοφος αναγνωρίζει πως η παρουσία του όχλου είναι παράγωγο της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας. «Η κατεύθυνση που παίρνει η κοινωνία προς τον πολλαπλασιασμό των αναγκών, των μέσων και των απολαύσεων, δεν έχει πέρας (…) Αυτή η κατεύθυνση ­ προς την πολυτέλεια ­ αποτελεί αύξηση, εξίσου άπειρη, της εξάρτησης και της ένδειας». Ξαναδιαβάζοντας ο ίδιος το κείμενό του, ο Χέγκελ κρίνει σκόπιμο να το συμπληρώσει με το ακόλουθο σχόλιο: «Η κυνική στάση του Διογένη είναι προϊόν της αθηναϊκής κοινωνικής ζωής· και αυτό που την καθόρισε ήταν η άποψη εναντίον της οποίας η ύπαρξή του αποτελούσε τη διαμαρτυρία. Η στάση του, συνεπώς, δεν είναι ανεξάρτητη αλλά προκλήθηκε από τούτο ‘δώ το κοινωνικό στοιχείο και η ίδια δεν είναι παρά χονδροειδές παράγωγο της πολυτέλειας. Οταν η πολυτέλεια φτάνει στο απόγειό της, υπάρχουν απέναντι, εξίσου υπερμεγέθεις, η ένδεια και η εξαχρείωση, και ο κυνισμός δημιουργήθηκε σε αντίθεση με την τρυφή».


Ο Χέγκελ συμπεραίνει με τρόπο που μοιάζει προφητικός: «Παρ’ όλο το πλεόνασμα του πλούτου που διαθέτει, η αστική κοινωνία δεν είναι επαρκώς πλούσια, δηλαδή δεν διαθέτει αρκετά από τη δική της περιουσία, ώστε να αντιπαρατεθεί στην υπερβολική ένδεια και στη δημιουργία του όχλου». Στο σημείο αυτό, ακριβώς, ο φιλόσοφος επικαλείται το Κράτος, το οποίο έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να παρέμβει στην οικονομία, δηλαδή στη δημιουργία του δημόσιου πλούτου, και να μην τον προσφέρει στην αδηφάγο όρεξη των λίγων. Με άλλα λόγια, το Κράτος δεν μπορεί να εναποθέσει την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων στον μηχανισμό της αγοράς. Ή, απλούστερα, η οικονομία πρέπει να υποταγεί στο Κράτος, εάν θέλουμε οπωσδήποτε τούτο ‘δώ να «ικανοποιεί όλους τους έλλογους ανθρώπους». Ακόμη απλούστερα, αντί να υποκλίνεται ενώπιον της Πολιτικής Οικονομίας, το Κράτος θα έπρεπε να είχε τη βούληση να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.