Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την κριτική αμφιβολία από την κακή πίστη. Μπορούμε να πούμε ότι η αμφιβολία διατηρεί άθικτο το ενδιαφέρον για τον κόσμο, για την έκβαση των πραγμάτων και της κάθε συνομιλίας. Αντίθετα, η κακοπιστία έχει ήδη αποφανθεί πως σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί και ότι ο άλλος σίγουρα θα μας τη «φέρει». Η αμφιβολία έχει πάντα όρεξη να ψάξει το αντικείμενό της, να ξαναδιαβάσει τα κείμενα, να διατυπώσει καινούργιες ερωτήσεις και να εξετάσει τις απαντήσεις. Η κακή πίστη διαγράφει εκ των προτέρων και απότομα. Είναι σαν να σου έχει μαυρίσει η καρδιά εξαρχής και όχι στην πορεία ή όταν συμβεί κάποιο ατυχές επεισόδιο.

Σε πολλές χώρες

Με μια έννοια, εδώ και χρόνια έχει ανατείλει η εποχή της κακοπιστίας. Οχι μόνο εδώ, στην ανακύκλωση των δικών μας εθνικών συμπτωμάτων, αλλά σε πολλές χώρες, με πολύ διαφορετικές θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές ιστορίες. Κάποιοι κάνουν λόγο για μια εποχή άρνησης ή για τη δομική αγανάκτηση στους πληθυσμούς, η οποία δείχνει να μην υποχωρεί από τις πολιτικές εναλλαγές, ούτε καν από βελτιωμένους οικονομικούς δείκτες. Φέρνουν για παράδειγμα την πτώση της δημοφιλίας του Μακρόν, το ιταλικό χάος, την ισπανική περιπέτεια κ.λπ.
Οταν όμως κάνουμε λόγο για άρνηση, πάει το μυαλό μας σε μια ενεργητική, εξωστρεφή και συγκρουσιακή διάθεση των πολιτών. Αυτή ωστόσο η διάθεση παραμένει μειοψηφική παρά το ότι εδώ κι εκεί έχει κάποιες στιγμές έντασης και κορύφωσης. Δεν βλέπουμε, ως τώρα, βαθύτερα ρεύματα αμφισβήτησης ούτε κάποια «θεμελιακή» αντιπολίτευση σε αξίες και κυρίαρχα παραδείγματα. Η κακή πίστη του πολίτη φέρνει περισσότερο προς έναν απαισιόδοξο ρεαλισμό που αγγίζει, δυστυχώς, την παραίτηση ή έστω τη στιγμιαία αποφόρτιση δίχως συνέχεια. Οταν σπανίως γίνεται δράση, συνδέεται με έναν αδιέξοδο ριζοσπαστισμό, είτε ακροδεξιό είτε μηδενιστικά αντισυστημικό.

Αναδίπλωση στις πληγές

Η κακοπιστία υποδηλώνει λοιπόν το μπλοκάρισμα και την παθητική αναδίπλωση του καθενός στις πληγές του. Ευνοεί, ας πούμε, το να μνημονεύουμε, σε κάθε ευκαιρία, το τι μας συνέβη πριν από δέκα, είκοσι ή εξήντα χρόνια, σ’ εμάς και στους δικούς μας. Για παράδειγμα, κάνει την εμφάνισή της στη στάνταρντ απάντηση που διαβάζουμε σε όλες τις κοινωνικές έρευνες ότι «τα πράγματα θα πάνε χειρότερα» και ιδίως στο «ούτε χειρότερα, ούτε καλύτερα». Με άλλα λόγια, η κοινωνία της κακοπιστίας δεν βάζει στοιχήματα γιατί πιστεύει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα χάσει. Ή ότι θα μείνει στα ίδια.
Σκέφτομαι ότι η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στο πνεύμα της αμφιβολίας και στην επικράτεια της κακοπιστίας σχετίζεται με τη φιλοδοξία. Η αμφιβολία και η κριτική φέρνουν μαζί τους τη φιλοδοξία και ένα άνοιγμα προς το μέλλον, σε αυτό που μπορεί να γίνει καλύτερο. Είναι δυνάμεις μεταρρυθμιστικές και ας έχουν αφήσει πίσω τις μεταφυσικές πλάνες και τις ευκολίες του προοδευτισμού.
Ο κακόπιστος, αντίθετα, είναι πολύ ευάλωτος στην ιδέα της συνωμοσίας του Κακού. Ανά πάσα στιγμή διαπιστώνει ότι «όπως βεβαίως το ήξερε απ’ την αρχή» το Σύμπαν διέπεται από την αρχή της απάτης, του ψεύδους και της παλιανθρωπιάς. Ετσι επιβεβαιώνεται στην απουσία φιλοδοξίας του και σε ένα αίσθημα εθνικής και ατομικής απαξίας.

Πολιτικό ζήτημα αιχμής

Να λοιπόν το πρόβλημα που έχει μετατρέψει την κακή πίστη σε πολιτικό ζήτημα αιχμής. Διότι πολιτικά ζητήματα δεν είναι μόνο οι συνεντεύξεις του κ. Κοτζιά, οι τίτλοι των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων για την καθαρή έξοδο ή τα ενθουσιώδη ρεπορτάζ των άλλων για το Σκοπιανό/Μακεδονικό. Πολιτικό και υπαρξιακό ζήτημα βάθους είναι η μαζική παραγωγή κακόπιστων πολιτών, ανθρώπων που δεν είναι διατεθειμένοι ούτε να αμφιβάλουν δημιουργικά, ούτε και να εμπιστευθούν κάτι πολιτικά παρά μόνο να αγκαλιάζουν την ίδια τους τη δυσφορία. Η δυσφορία έχει γίνει γι’ αυτούς μια νέα πατρίδα, μια παράδοξη ιθαγένεια για τους εξαπατημένους.
Μπορεί να μειωθεί το ποσοστό της κακοπιστίας και του πολιτικού μηδενισμού; Να το δύσκολο και πρακτικά ανελέητο ερώτημα. Ωστόσο αν έχει οποιοδήποτε νόημα η συζήτηση για το σύγχρονο πολιτικό Κέντρο και τη μάχη με τους αναχρονισμούς και τις καθηλώσεις που μας βυθίζουν δεξιά και αριστερά, αυτή η συζήτηση από εδώ θα διέλθει αναγκαστικά: χωρίς μια μορφή εμπιστοσύνης δεν υφίσταται πολιτική. Χωρίς δηλαδή να υποστεί ρήγματα η αντίληψη περί καθολικής απάτης και ενοχής (γιατί αυτό το τέρας έφτιαξε η ισοπεδωτική απόρριψη του «παλαιού συστήματος») η κακοπιστία θα κερδίζει απλώς καινούργια εδάφη στο κοινωνικό σώμα. Και νεότερες γενιές θα ξεκινούν ανασηκώνοντας τους ώμους ή απλώς γυρίζοντας την πλάτη, αφήνοντας τις θεωρητικές ελίτ να μιλούν αφηρημένα για «επιστροφή της πολιτικής» μέσα από τους λαϊκισμούς.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ